Το 1881 πραγματοποιείται η προσάρτηση της Θεσσαλίας στο νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος. Μετά από μία σειρά διπλωματικών επαφών και πολεμικών συρράξεων η προσάρτηση της Θεσσαλίας επικυρώνεται και επισήμως στις 2 Ιουλίου του 1881. Ο ελληνικός στρατός μπαίνει στην πόλη του Βόλου στις 2 Νοεμβρίου του 1881. Στο μεταξύ η Μακεδονία παραμένει ακόμα υπό το κράτος της Οθωμανικής Κυριαρχίας. Ήδη όμως πολλοί από τους πρωτοστατούντες της επανάστασης του 1878, καταφεύγουν στην Θεσσαλία και καταρτίζουν ένοπλα σώματα τα οποία, και με τη συνδρομή της Εθνικής Εταιρείας, περνούν στη Μακεδονία, προκειμένου να δραστηριοποιηθούν ως προς τον Αγώνα. Έτσι η απαρχή του Μακεδονικού Αγώνα και η προπαρασκευή του βρίσκει τις ρίζες του πολύ πιο νωρίς σε περιοχές της Θεσσαλίας. Πιο συγκεκριμένα, το 1894 αποστέλλονται στη Μακεδονία από τη Θεσσαλία οκτώ αντάρτικα σώματα αποτελούμενα από 500 αντάρτες το καθένα, πολλοί εξ΄αυτών και Μακεδόνες που είχαν προσφύγει εκεί, όπως είπαμε, μετά τα γεγονότα της επανάστασης του 1878. Με επικεφαλής τον Αθανάσιο Μπρούφα, οι Μακεδόνες επαναστατούν αλλά η επανάστασή τους πνίγεται στο αίμα με τον πόλεμο του 1897 όπου και δέχονται τη μεγάλη ήττα από τους Τούρκους. Σ΄αυτές τις ένοπλες επιχειρήσεις , ανάμεσα στους Μακεδόνες συναντούμε και πολλούς ένοπλους Θεσσαλούς αγωνιστές σε καίριες θέσεις, όπως ο Λεωνίδας Τσιώρης , από την περιοχή της Λάρισας, λόγος για τον οποίο θα γίνει παρακάτω.
Οι άσχημες συνθήκες κοινωνικοπολιτικά σε συνδυασμό με τον απόηχο της ήττας του ’97, τις συνεχιζόμενες προκλήσεις της Βουλγαρίας αλλά και την κωλυσιεργία της ελληνικής κυβέρνησης να σταθεί στο ύψος των εξελίξεων απέναντι στο Μακεδονικό, οδηγούν μια ομάδα Ελλήνων να σχηματίσουν την οργάνωση του Ελληνικού Μακεδονικού Κομιτάτου, με πρωτοστάτη τον Δημήτρη Καλαποθάκη και τον βουλευτή της Λάρισας Καρτάλη. Η σίτιση των αντάρτικων σωμάτων όσο και η μεταφορά και ο εξοπλισμός τους γίνεται με πλοία από τη Βουλιαγμένη με κατεύθυνση το λιμάνι του Βόλου. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, το Κεντρικό Κομιτάτο τοποθετεί αντιπροσώπους του σε τρεις πόλεις της Θεσσαλίας. Στα Τρίκαλα οι βασικοί αντιπρόσωποι ήταν οι: Οικονομίδης Αλκ. , Σταματόπουλος Ι., Λαμπίρης Π., Τεγόπουλος Χρ. Στη Λάρισα ήταν οι: Αναγνωστόπουλος Δ., Ηλιόπουλος Η., Σιάπκας Μ. Στην Καλαμπάκα ο Μαντζούκης Γ. Επίσης ο βουλευτής των Τρικάλων Ιωάννης Καυταντζόγλου , κατόπιν εντολής της τότε ελληνικής κυβέρνησης συνδράμει οικονομικά τους Μακεδόνες.
Εκτός από το λιμάνι του Βόλου, μυστικές διαβάσεις της περιοχής του Ολύμπου χρησιμοποιούνται ως δίοδο επικοινωνίας από τους Θεσσαλούς Μακεδονομάχους προς τη Μακεδονία. Προς αυτή την κατεύθυνση πολύ σημαντική είναι και η συμβολή των μοναστηριών της Θεσσαλίας, κυρίως αυτά που βρίσκονται και σώζονται ακόμη και σήμερα στην περιοχή της Ελασσόνας και του Ολύμπου. Τα μοναστήρια αυτά γίνονται τόποι υποδοχής τροφίμων, πολεμοφοδίων, χώροι συναντήσεων των Μακεδονομάχων αλλά και κρυσφύγετά τους με τη στήριξη των μοναχών και ιερωμένων. Οι πιο ονομαστές μονές που στάθηκαν ως προπύργια του Μακεδονικού Αγώνα είναι: η Μονή Κανάλων Καρυάς, η Μονή Αγίου Διονυσίου Λιτόχωρου, ο Άγιος Δημήτριος, ‘Βαλέτσικο’ Τσαριτσάνης, η Μονή Ολυμπιότισσας στην Ελασσόνα, η Μονή Αγίας Τριάδος Σπαρμού και αυτή του Λιβαδίου Ελασσόνας , η Μονή Ζωοδόχου Πηγής και η Μονή Κλημάδων Καρυάς.
Σ΄αυτό το κλίμα πολεμικής ετοιμότητας , δημιουργείται στην Ελασσόνα η πρώτη Εθνική Επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα στην οποία συμμετέχουν οι παρακάτω Λιβαδιώτες:
Κωνσταντίνος Κάρπος(δάσκαλος), Κωνσταντίνος Γεωργιάδης(δάσκαλος),Ιωάννης Προκόβας(έμπορος), Αθανάσιος Αστερίου(γιατρός), Ιωάννης Φράγκος(αρτοποιός), Κωνσταντίνος Γκούμας, Τούλης Γκουλιάμας, Κωνσταντίνος Σαμαρίδης, Γεώργιος Χατζημιχάλης και Κίμωνας Αστερίου, με βασικό σκοπό την προώθηση και εξυπηρέτηση του Μακεδονικού Αγώνα μέσω της μεταφοράς τροφίμων, πολεμοφοδίων ή της απόκρυψης και περίθαλψης των Μακεδονομάχων και της προώθησής τους στην Ελεύθερη Ελλάδα αλλά και της μεταφοράς μνμ με άξονες α)Μελούνα – Μονή Βαλέτσικου – Τσαριτσάνη – Κοκκινοπλός – Λιβάδι – Μονή Σιάπκας – Πιέρια – Βέρμιο και β)Μονή Αγίου Αντωνίου -Μονή Σαρανταπόρου – Αλιάκμονας – Βόιο.
Το Λιβάδι Ελασσόνας, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, υπήρξε τόπος συγκέντρωσης αλλά και περάσματος πολλών Καπεταναίων του Μακεδονικού Αγώνα με ορόσημο την 6η Σεπτεμβρίου 1904, όπου περνά το 1ο ένοπλο Σώμα 27 Μακεδονομάχων. Μεγάλη υπήρξε και η συμβολή των απλών κατοίκων της περιοχής που διευκoλύνουν την μεταφορά των πολεμοφοδίων αλλά και των ίδιων των αντάρτικων ομάδων από τη Θεσσαλία προς τη Μακεδονία. Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται και η δημιουργία μίας ένοπλης ομάδας , αναγνωρισμένης από το Ελληνικό Προξενείο με αρχηγό τον καπετάν Ματαπά και με συμμετέχοντες τον Τάκη Τσιόκα, Νάσιο Δαμαλή, Αχχιλέα Σαλαβάτη, Αντώνιο Ντάμπο, Αθανάσιο Καρκαπέτα, Κωνσταντίνο Μπόλη, Ηλία Λάππα,(ο οποίος ήταν και μέλος του αντάρτικου σώματος που έδρασε στην Καστοριά), Σωτήριο Αντωνίου και άλλους. Πέρα από την ασφαλή μεταφορά των αντάρτικων σωμάτων, η ένοπλη ομάδα έχει επίσης ως μέλημα την αντιμετώπιση ληστρικών επιθέσεων που απειλούν την περιοχή. Παράλληλα, σχηματίζεται ένα κέντρο εκπαίδευσης Μακεδονομάχων με την ονομασία ‘Καρατάσιος’ , με επικεφαλής τον λοχαγό Ιωάννη Ευαγγελόπουλο και συμμετέχοντες τους Λιβαδιώτες Αχιλλέα Σαλαβάτη, Κων/νο Γκρούντζα, Γεώργιο Μπόλη, Βασίλειο Γκρίζο και Ιωάννη Τάμπο. Αξιοσημείωτη και η προσπάθεια των Λιβαδιωτών να εξασφαλίσουν την ανοχή των τουρκικών αστυνομικών αρχών πείθοντας τους ότι ο Αγώνας πραγματοποιείται ενάντια στους Βούλγαρους και στους ρουμανίζοντες με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Προκόβα, ο οποίος εξαργυρώνει την σιωπή του Τούρκου διοικητή έναντι ενός γενναίου χρηματικού ποσού.
Ανέκδοτα έγγραφα για το Μακεδονικού Αγώνα από τα Αρχεία του Σ.Γ. Αστεριάδη και Γ. Τσόντου μαρτυρούν τη συμβολή Θεσσαλών του Λιβαδίου που μυήθηκαν στον Αγώνα. Ένας εξ αυτών και ο Ιωάννης Σακελλαρόπουλος, γιατρός, προσωπικότητα ευρείας αποδοχής, δραστηριοποιείται στις περιοχές της Δ. Μακεδονίας και της Βέροιας. Σε απόσπασμα επιστολής που υπογράφει ο Μίκης Ζέζας και σε σχετική αναφορά του για τα χωριά Νεγοβάνι (Φλάμπουρο) και Λέχοβο γράφει: «Εκτός των ανωτέρω λόγων, έκρινα τα δύο ταύτα χωρία ως κέντρα ενεργείας των σωμάτων μας και διότι περιβάλλονται υπό απεράντων δασών εις τα οποία δύνανται να καταφεύγουσι και να κρύπτονται τα σώματά μας. Τα δύο τούτων κέντρων ενεργείας ως διευθύνον κέντρον ώρισα τη Νέβεσκαν. Εις την κωμόπολιν ταύτην κατοικούσιν ανεπτυγμένοι φιλοπάτριδες επιστήμονες, έμποροι και κτηματίαι. Εξ αυτών κατήρτισα επιτροπήν πενταμελή την εξής: Τάκης Γκόλνε, πρόεδρος, διδάσκαλος, Γεώργιος Σούρλας, γραμματεύς, Νικόλαος Γιάννης, ταμίας, Δημήτριος Μιχαηλίδης, Ιωάννης Λιάπης, Ιωάννης Σακελλαρόπουλος.»
Άλλος ένας μυημένος στο Μακεδονικό Αγώνα από το Λιβάδι Ελασσόνας είναι και ο γιατρός Δημήτριος Ζάννας. Εξαιτίας του ήθους του ως επιστήμονα αλλά και της στενής φιλίας και συνεργασίας με τον Καμπούρογλου, προσωπικό γιατρό του Σουλτάνου, κερδίζει τον σεβασμό των Τούρκων και γίνεται ο άτυπος συντονιστής του Μακεδονικού Αγώνα, καθιστώντας ταυτόχρονα και την οικία του τόπο συνάντησης των οπλαρχηγών και άλλων μυημένων, μιας που το Προξενείο βρίσκεται υπό το άγρυπνο βλέμμα των Τούρκων.
Τέλος, ο Λιβαδιώτης μακεδονομάχος Αριστοτέλης Πασχάλης πρωτοστατεί στις μάχες της Λίμνης Γιαννιτσών, ως ένα από τα βασικά μέλη του Σώματος του Άγρα, με βασικό σκοπό την απομάκρυνση των Βουλγαρικών σωμάτων από την περιοχή, προκειμένου αυτή να αποτελέσει τη κεντρική βάση ανεφοδιασμού των ελληνικών σωμάτων για τις εκεί περιοχές.
Αξίζει να αναφερθεί, ότι στο Λιβάδι Ελασσόνας παραδόθηκαν τα όπλα του Μακεδονικού Αγώνα και οι Μακεδονομάχοι φιλοξενήθηκαν εκεί.
Μακεδονομάχοι Θεσσαλοί αναφέρονται στις σελίδες της ιστορίας και από άλλες περιοχές της Θεσσαλίας. Ο Κώστας Γαρέφης είναι από τους Μακεδονομάχους εκείνους που έγιναν θρύλος και τραγούδι. Καταγόμενος από τις Μηλιές του Πηλίου, ανεβαίνει το 1904 στη Μακεδονία με ένα σώμα 26 ανδρών από χωριά του Βόλου, ύστερα από προτροπή του πρόξενου της Θεσσαλονίκης, Λάμπρου Κορομηλά. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού αναφέρει σχετικά: « Η υπό τον Υπολοχαγό Μαζαράκην Ελληνική δύναμις, ενισχυμένη εκ της επιτοπίου στρατολογίας και οδηγούμενη υπό καλών οπλαρχηγών, ως ήσαν ο Γαρέφης, ο Κατσιγάρης, οι Χειμαριώται του πρώην σώματος Σπυρομήλιου Θεοδόσης και Σάββας, επεξέτεινε τας επιχειρήσεις της προς το Μορίχοβο και την Καραντζόβα, οργάνωσε τα χωρία δια τον ελληνικόν αγώνα και προσέλαβε εις την υπηρεσία της πολλούς εντοπίους πατριώτας.»
Το 1905, το Προξενείο Θεσσαλονίκης συγκροτεί τέσσερα σώματα στρατού. Το ένα σώμα στρατού, αποτελούμενο από 40 άνδρες, με αρχηγό το Λοχαγό του Πεζικού Μωραϊτη Μιχαήλ και υπαρχηγό τον Ανθυπολοχαγό Φραγκόπουλο Σπυρίδωνα αναλαμβάνει δράση στην περιοχή μεταξύ Γευγελής, Οσσιάνης και Γουμέννισας. Το δεύτερο σώμα με δύναμη 35 ανδρών και με αρχηγό τον Υπολοχαγό του πυροβολικού Μαζαράκη Κωνσταντίνο και υπαρχηγό τον Πηλιορείτη Κώστα Γαρέφη αναλαμβάνουν την περιοχή της πεδιάδας των Γιαννιτσών και του όρους Βερμίου. Το τρίτο σώμα με αρχηγό τον Υπομοίραρχο Σπυρομήλιο Σπυρίδωνα και υπαρχηγό το Μαρίνο Λυμπερόπουλο εγκαθίσταται με 35 άνδρες στην περιοχή της Δ. Καρατζόβας έχοντας ως βάση το χωριό Προμαχώνα. Το τέταρτο σώμα στρατού με αρχηγό το Ματαπά και 15 άνδρες αναλαμβάνει ως πεδίο δράσης την περιοχή του Λαγκαδά. Σκοπός του Προξενείου είναι ο περιορισμός της δράσης των τεσσάρων μεγάλων βουλγάρικων ομάδων της Κεντρικής Μακεδονίας των Λούκα, Καρατάσσου, Χατζηπαύλου και Αποστόλ. Περί τα τέλη του 1905 η διάταξη μάχης των σωμάτων θέτει την ομάδα του Κώστα Γαρέφη με 17 ντόπιους άντρες ως μία εκ των πέντε σωμάτων δράσης στην περιοχή της Νάουσας υπό τη διοίκηση του Ανθυπολοχαγού Κατεχάκη Γεώργιου. Εκεί, ο Κώστας Γαρέφης επιδίδεται στην καταδίωξη των ομάδων Λούκα και Καρατάσου. Προς τα τέλη Ιουνίου ο Γαρέφης κατορθώνει να εγκλωβίσει την ομάδα του Βούλγαρου Ντάνεφ σε χαράδρα κοντά στην περιοχή Ράντενη όπου σε συμπλοκή σκοτώνονται 12 κομιτατζήδες και επιστρέφονται 600 ζώα που είχε αρπάξει η βουλγάρικη τσέτα από Έλληνες κτηνοτρόφους. Τον Αύγουστο του 1906 πληροφορείται ότι σε καλύβες των Σαρακατσαναίων της οικογένειας Καραφύλλη βρίσκονται οι Λούκας και Καρατάσος. Τους εντοπίζει τη νύχτα της 6ης Αυγούστου. Αφήνοντας πίσω τους άνδρες του, προχωρά προς την καλύβα που του υπέδειξαν με άλλους δυο συντρόφους του και σκοτώνει τους κομιτατζήδες Λούκα και Καρατάσο. Βγαίνοντας όμως δέχεται από τους δικούς του μία σφαίρα, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να τον διακρίνουν στο σκοτάδι, και βαριά τραυματισμένος μεταφέρεται στη Γρασδένιτσα όπου και πεθαίνει πριν προλάβει να τον δει ο γιατρός Μιχαήλ Μοναχός από το Μοναστήρι. Σκοτώθηκε στη περιοχή Τσερνίτσοβο στις 6 Αυγούστου του 1906, εξ ου και το ομώνυμο χωριό Γαρέφι.
Ο Λεωνίδας Τσιώρης, ένας ακόμη Θεσσαλός Μακεδονομάχος, καταγόμενος από τη Λάρισα και με άριστες επιδόσεις στη σκοποβολή διακρίνεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 κατακτώντας τον τίτλο του Ολυμπιονίκη. Το 1907 ο Τσιώρης βρίσκεται στο Λέχοβο όπου οι Βούλγαροι τον προδίδουν στους Τούρκους. Μπροστά στη τουρκική απειλή του ολοσχερούς ολοκαυτώματος του Λεχόβου ο Τσιώρης παραδίδεται, όμως την τελευταία στιγμή τραυματίζει θανάσιμα τον Τούρκο λοχαγό και στρέφει το πιστόλι του στο κεφάλι όπου και αυτοτραυματίζεται βαριά. Οδηγείται στις φυλακές της Καστοριάς όπου πεθαίνει μέσα σε φοβερούς πόνους. Ο Δεσπότης Γερμανός Καραβαγγέλης τον έθαψε δίπλα στον Παύλο Μελά. Λέγεται μάλιστα, ότι ο ίδιος ο Τσιώρης παρακαλούσε τον Δεσπότη να τον βοηθήσει να τελειώσει τη ζωή του χωρίς όμως ο τελευταίος να μπορέσει να ικανοποιήσει το αίτημά του.
Στο πλαίσιο της μελέτης και της έρευνας του Μακεδονικού Αγώνα έχουν έρθει επίσης στο φως τεκμήρια που μαρτυρούν ότι οι σχέσεις μεταξύ των Μακεδονομάχων δεν ήταν πάντοτε και οι καλύτερες. Στα Απομνημονεύματα του Μακεδονικού Αγώνα ο Κ. Μαζαράκης αφήνει αιχμές για τον τρόπο επιβολής των απαιτήσεων του Καπετάν Τσώρη σε ό, τι αφορά ζητήματα στρατηγικής, χαρακτηρίζοντάς τον ως ‘φορτικό εις τους εντοπίους και εις το Προξενείον’. Ο ίδιος πάλι στο κομμάτι ‘Αναμνήσεις’ – ‘Προπαρασκευή σωμάτων’ κάνει λόγο για αντιζηλίες που αναπτύσσονται ανάμεσα σε καπεταναίους φίλους και αποτρέπει τους συνδυασμούς σωμάτων και τις κοινές πορείες γιατί η διαφορά διοικήσεως, η ύπαρξη πολυγνωμίας και οι ζηλοτυπίες μεταξύ ισάξιων αξιωματικών του Αγώνα έφερναν τα αντίθετα αποτελέσματα- όπως ο ίδιος αναφέρει.
Στα ίδια Απομνημονεύματα Κ. Ι. Μαζαράκη – Αινιάνου αφήνονται επίσης αιχμές για τη στάση και δράση του Μακεδονικού Κομιτάτου σε ό,τι αφορά τους πολιτικούς των διαφόρων κομμάτων και την προσδοκία της ενίσχυσης της πολιτικής τους επιρροής μέσω της ανάμειξής τους στον Αγώνα. Επίσης κάνει νύξη για την αδυναμία – κατά τη γνώμη του – του Κομιτάτου να διαχειριστεί ζητήματα στρατηγικής σημασίας , μιας και τα μέλη του, πολιτικοί και δημοσιογράφοι εξ Αθηνών στερούνταν την απαιτούμενη γνώση, με αποτέλεσμα αυτό να προκαλεί τη δυσαρέσκεια των Προξένων και του ίδιου του Κορομηλά. Από την άλλη, οι φιλοδοξίες κάποιων καπεταναίων και οι προσωπικές μεταξύ τους έριδες ήταν η αφορμή να επιδιώκουν να διευθύνουν πολιτικά τον Αγώνα μέσω της Αθήνας και του Καλαποθάκη, αποκτώντας και οι ίδιοι πολιτική δύναμη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ενός ψυχρού κλίματος μεταξύ μέρους του Κομιτάτου και της Γενικής Διοίκησης.
Σε κλίμα αντιξοότητας κινείται και η δράση του Αντωνάκη, από το Πήλιο. Γνωστός ως γιατρός, χωρίς να έχει κάνει ποτέ σπουδές ιατρικής, παρευρίσκεται και επιστατεί στην αποβίβαση των σωμάτων Μαζαράκη, Μωραϊτη, Σπυρομήλιου και Δεμέστιχα, αποκτώντας παράλληλα μεγάλη επιρροή στα χωριά του Κάμπου Βέροιας – Θεσσαλονίκης. Ως ευφυή και ευχάριστο τον χαρακτηρίζει ο Μαζαράκης στις ‘Αναμνήσεις’ του από το Μακεδονικό Αγώνα. Ο Παπανζανετέας Παναγιώτης αναφέρει στα Απομνημονεύματά του που βρίσκονται στον τόμο ‘Αρχείο Μακεδονικού Αγώνα Πηνελόπης Δέλτα’ την αντιπάθεια που έτρεφε ο Ματαπάς απέναντι στο πρόσωπο του Αντωνάκη, με στοιχειοθετημένη επιστολή του προς το Κέντρο. Ο Μαζαράκης επίσης στα Απομνημονεύματά του υπογραμμίζει τη φιλική σχέση του Αντωνάκη με τους Τούρκους τσιφλικάδες και ιδιαιτέρως με τον Ραχμή Μπέη, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να τον παρασύρει σε έναν ανθελληνικό πόλεμο κατά το Νεοτουρκικό κίνημα και να τον σκοτώσουν οι Έλληνες.
Ο Νικόλαος Ξυνογαλάς από τις Μηλιές του Πηλίου ανεβαίνει στη Μακεδονία με το σώμα του Γαρέφη. Μαζί του ο πηλειορίτης Χατζηγιάννης και ο Βολιώτης φοιτητής Αχιλλέας Παππάς. Μετά το θάνατο του Γαρέφη προσχωρεί στην ομάδα του Καπετάν Κόρακα (Σταυρόπουλου) και αναλαμβάνει δράση στην περιοχή του Βερμίου. Επίσης στη μάχη της Όσνιτσας Καστοριάς, (σημερινό Καστανόφυτο) το 1909 σε συμπλοκή της ομάδας Βλαχάκη και του Αρχικομιτατζή Μήτρου Βλάχου σκοτώνονται οι Θεσσαλοί Μακεδονομάχοι: Σωτήρης Νήμας από τον Πλάτανο Τρικάλων, Σπύρος Μάνδαλος από τα Τρίκαλα, Δημήτριος Οικονόμου από τη Ραψάνη και ο Θεσσαλός Καλύβας. Ακόμη, ο Θεσσαλός Μακεδονομάχος Βαφείδης Δημήτριος από τον Τύρναβο, σκοτώνει μέσα στην Καβάλα τον κομιτατζή Μηνά Νικόλαο ενώ στο Δοξάτο τον Σιδέρωφ του οποίου οι εργάτες ήταν κομιτατζήδες διώκτες των Ελλήνων. Οι αδερφοί Βλαχάβα, από τον Πλάτανο Τρικάλων, αγωνίστηκαν στο πλευρό του Σπυρομήλιου.
Ονομαστοί Θεσσαλοί Μακεδονομάχοι αλλά και μυημένοι στο Μακεδονικό Αγώνα είναι επίσης οι :Τεγόπουλος και Κριεμάδης, Τρικαλινοί δικηγόροι, Δημήτριος Χρόνης, από το Χαλίκι Ασπροποτάμου Τρικάλων, συμμετείχε ως ένοπλος στο Μακεδονικό Αγώνα ,καθώς και ο επίσης Τρικαλινός Κώστας Αυγέρος, δάσκαλος στην περιφέρεια Γευγελής, φονεύεται από Βούλγαρους το Μ. Σάββατο του 1904 στη Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος Κατσαρός,από τον Τύρναβο, αγωνιστής στο σώμα του Γκούρα με συμμετοχή σε όλες τις μάχες κατά των Τούρκων και Βούλγαρων. Στη μάχη του Λεχόβου σώζει τον καπετάν Λούκα Κόκκινο, γεγονός που υμνείται από τη λαϊκη δημοτική μούσα μέχρι σήμερα. Ο Γεώργιος Παπαϊωάννου, από το Γαρδίκι, σκοτώνεται στη μάχη της Όντριας στις 30/04/1905. Ο Ισραηλίτης γιατρός Τσάκαλος από τη Λάρισα, γνωστός για τις υπηρεσίες του ως γιατρός των αντάρτικων σωμάτων στη Λίμνη Γιαννιτσών, αλλά και ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου από τη Δράκεια του Πηλίου επίσης γνωστός για την προσφορά του στο Μακεδονικό Αγώνα.
Τιμή και δόξα στους Αγωνιστές!
ΔΡ. ΕΙΡΗΝΗ ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ