Το νέο βιβλίο του Αρχιμανδρίτη π. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη με τίτλο “Επιστολές του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τον Μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ και έτερους Μητροπολίτες” παρουσιάστηκε το πρωί της Κυριακής 5 Νοεμβρίου από την Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Φλώρινας «Βασιλική Πιτόσκα».
Την εκδήλωση προλόγισε η πρόεδρος του Δ.Σ. της Βιβλιοθήκης κα Βασιλική Μούζα και ακολούθησαν σύντομοι χαιρετισμοί από τον αντιπεριφερειάρχη Φλώρινας κ. Σωτήρη Βόσδου και τον πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου Φλώρινας κ. Μιχάλη Χάτζιο.
Το βιβλίο παρουσίασε με γλαφυρό τρόπο ο Καθηγητής Ιστορίας και Πολιτισμού του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης κ. Ανδρέας Ανδρέου, ενώ τελευταίος τοποθετήθηκε ο συγγραφέας π. Ειρηναίος, Ομότιμος Καθηγητής του ΠΔΜ.
Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Ἰ. Χατζηεφραιμίδης, ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΣ ΙΩΑΚΕΙΜ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΥΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ. Φλώρινα 2023.
Θα επιθυμούσα να ξεκινήσω την σημερινή παρουσίαση της τελευταίας δουλειάς του π. Ειρηναίου, ευχαριστώντας τον για την τιμή που αποδίδει στο πρόσωπό μου να προχωρήσω στην εν λόγω πρώτη παρουσίαση. Η συνύπαρξή μας την τελευταία, περίπου, εικοσιπενταετία στα πανεπιστημιακά έδρανα της πόλης μας, οι κοινές μας αγωνίες για την παραμονή, αναβάθμιση και μακροημέρευση των ανώτατων σπουδών, οι συμφωνίες, αλλά, και διαφωνίες μας σε ζητήματα ερμηνείας, προσέγγισης και ανάγνωσης όχι μόνον δεν τραυμάτισαν, αλλά ενδυνάμωσαν μια πραγματική φιλία και αλληλοεκτίμηση που εύχομαι να κρατήσει όσο ο φιλεύσπλαχνος θεός θα μας χαρίζει ανάσες στην επίγεια αυτή ζωή. Επιτρέψτε μου μία ακόμη πιο προσωπική εξομολόγηση για την οποία θέλω να σεμνύνομαι: είμαι πολύ χαρούμενος που υπήρξα το μέλος της επιτροπής εκείνης, που πρότεινε προς την Γενική Συνέλευση του Τμήματος και κατ’ επέκταση στην Σύγκλητο του Πανεπιστημίου την ανακήρυξη του π. Ειρηναίου σε Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου μας, τιμή η οποία έτσι και αλλιώς του αξίζει για το σύνολο του έργου του, θρησκευτικό, εκπαιδευτικό, και κοινωνικό.
Η εν λόγω εργασία εστιάζει σε εικοσιπέντε πατριαρχικές επιστολές, οι οποίες συνιστούν, στο μεγαλύτερο μέρος τους απαντήσεις σε ζητήματα που θέτει ή εκθέτει ο Μητροπολίτης Πελαγωνίας, Ιωακείμ Φορόπουλος για την περίοδο 1903-1906, καθώς επίσης και ακόμη πέντε επιστολές προς τον προκάτοχο του Ιωακείμ, Αμβρόσιο Σταυρίδη για την περίοδο 1899-1903 και τρεις ακόμη σε άλλους Μητροπολίτες της ευρύτερης περιοχής.
Το γενικό ιστορικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετούνται τα πρόσωπα, οι επιστολές και τα τεκταινόμενα είναι αυτό που στην ιστορία ονομάζουμε περίοδος του Μακεδονικού Αγώνα στα τελευταία χρόνια της Οθωμανοκρατούμενης Μακεδονίας με τους εντονότατους εθνικισμούς στο χώρο της Μακεδονίας για τον έλεγχο της περιοχής από τους Έλληνες, Βουλγάρους, Σέρβους και Ρουμάνους με προεξάρχουσα τη διαμάχη μεταξύ Πατριαρχικών και Σχισματικών.
Η παρουσίαση των επιστολών από τον συγγραφέα εκκινεί με εκείνες που αφορούν στο πρόσωπο του Μητροπολίτη Αμβρόσιου και σχετίζονται με μία σειρά από ζητήματα, όπως ο στρατωνισμός αποσπάσματος στην Μονή της Παναγίας στην Κλεισούρα, μομφές προς το πρόσωπο του μητροπολίτη από μέλη της ελληνικής κοινότητας, μια μομφή που ο συγγραφέας συγκρίνει με αυτήν που είχε κατατεθεί εναντίον του Ιωαννικίου Μογλενών το 1903. Ενδιαφέρον έχουν οι συμβουλές από την πλευρά του Πατριαρχείου προς τον Μητροπολίτη, που συνοψίζονται στις έννοιες σύνεση, μετριοπάθεια, ηπιότητα και ανταπόκριση στις ανάγκες των πιστών δεδομένων των συνθηκών και περιστάσεων που αντιμετωπίζει η περιοχή με απώτερο ζητούμενο την επικράτηση γαλήνης και ηρεμίας στο ποίμνιο. Η προτροπή του Πατριαρχείου για επίσκεψη στο Προξενείο της Αυστροουγγαρίας στο Μοναστήρι από την πλευρά της Μητρόπολης Πελαγωνίας, συνιστά την προσπάθεια συμβολής της εκκλησίας για τη διαφοροποίηση της αρνητικής άποψης των Μεγάλων Δυνάμεων και δει της Αυστροουγγαρίας απέναντι στο Μακεδονικό Ζήτημα. Ο απόηχος των γεγονότων της εξέγερσης του Ίλιντεν έρχεται στο προσκήνιο μέσω της αποστολής (25-08-1903) από το Πατριαρχείο χρηματικού ποσού 180 Οθωμανικών λιρών για τις μητροπόλεις Πελαγωνίας, Πρεσπών και Μογλενών για την ενίσχυση των κατατρεγμένων ορθοδόξων από τις πολεμικές αναμετρήσεις της εξέγερσης. Τέλος στο ζήτημα της αποσκίρτησης και δημιουργίας νέων θρησκευτικών κοινοτήτων έρχεται το Πατριαρχείο να αντιμετωπίσει με προτροπές προς τον Μητροπολίτη για συνεργασία και αποφυγή συγκρούσεων και διχογνωμιών με τα ενδιαφερόμενα μέρη, ούτως ώστε να διατηρηθεί η αδιάσπαστη ενότητα του χριστιανικού στοιχείου.
Ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος Σταυρίδης μετατέθηκε στην Μητρόπολη Νεοκαισαρείας και στη θέση του ανήλθε ο Ιωακείμ Φορόπουλος για την περίοδο 1903-1906 για να ανακληθεί το καλοκαίρι του 1906 ύστερα από πιέσεις της Υψηλής Πύλης στο Πατριαρχείο στην Κων/πολη με αντικαταστάτη του, στην Μητρόπολη Πελαγωνίας, ως αρχιερατικό επίτροπο, τον επίσκοπο Πέτρας Αιμιλιανό μετέπειτα Μητροπολίτη Γρεβενών.
Η πλειοψηφία των επιστολών που επεξεργάζεται ο πατήρ Ειρηναίος και προέρχονται από το Πατριαρχείο προς τον Μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ, συμπίπτουν με την 2η περίοδο της οικουμενικής πατριαρχίας του Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ’ 1901-1912, ο οποίος καταγόταν από το βλαχόφωνο Κρούσοβο της Πελαγωνίας. Το περιεχόμενο των περισσότερων αυτών επιστολών σχετίζεται με ζητήματα που άπτονται της ρουμανόφωνης προπαγάνδας, τη στάση των ρουμανιζόντων, τις προσπάθειες για δημιουργία ρουμανικού Νεκροταφείου, παρ’ ότι δεν υπήρχε οργανωμένη ρουμανική κοινότητα και το γεγονός ότι οι βλαχόφωνοι αποτελούσαν μέρος της ορθοδόξου κοινότητας, τη διήμερη παραμονή στο Μοναστήρι του πρώην Ουγγροβλαχίας Μητροπολίτου Γενναδίου, τον οποίο ο Ιωακείμ θεωρούσε όργανο της ρουμανικής προπαγάνδας. Η παραβίαση ορθοδόξου ναού στην Αχρίδα από τις οθωμανικές αρχές και η παραχώρηση του σε ρουμανίζοντες με σχισματικό ιερέα, είναι το περιεχόμενο της πέμπτης επιστολής, με την υπόθεση του συγγραφέα να προτείνει τον εν λόγω ναό, αυτόν των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού.
Ένα θεμελιακό στοιχείο που χαρακτηρίζει το σύνολο των επιστολών και το οποίο σχολιάσθηκε προηγουμένως σε σύζευξη με την επιστολογραφία που αφορούσε τον προκάτοχο του Ιωακείμ, Αμβρόσιο, από την πλευρά του Πατριαρχείου προς τους εν λόγω Μητροπολίτες είναι αυτό της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης σύνεσης, της λεπτομερέστατης εξέτασης των ζητημάτων που διαχειρίζονται και πάνω από όλα την πρόταξη της μετριοπάθειας για τον κατευνασμό των πνευμάτων. Όλα τα παραπάνω αφορούν συστάσεις του Πατριαρχείου προς τον Ιωακείμ, ο οποίος πρότεινε τον αφορισμό βλαχοφώνων, μέτρο που αποδοκίμαζε το Πατριαρχείο και αντ΄ αυτού προέτασσε τη διαφώτιση των χριστιανών και τον καυτηριασμό των προσχωρούντων στη ρουμανική πλευρά.
Το ζήτημα της ανέγερσης παρεκκλησίου από την πλευρά των ρουμανιζόντων στο Μοναστήρι, καθώς και η καθαίρεση των δύο ρουμανιζόντων ιερέων, παπά-Χρήστου από το Γκόπεσι και παπά Γεωργίου από τη Μηλόβιστα αποτελούν το περιεχόμενο των επιστολών από την 8η μέχρι και την 16η για το χρονικό διάστημα Ιούνιος 1904-Φεβρουάριος 1905, τα διαβήματα προς τις οθωμανικές αρχές δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, το παρεκκλήσι ολοκληρώθηκε και ο καθηρημένος ιερέας παπά-Θεόδωρος λειτουργούσε στο εν λόγω παρεκκλήσι.
Η αρχή της Οικουμενικότητας που αποτελεί θεμέλιο λίθο του Πατριαρχείου το οδήγησε σε μια μετριοπαθή και ήπια αντιμετώπιση των σχισματικών αυτών κινήσεων στην Μητρόπολη της Πελαγωνίας με αποτέλεσμα –σύμφωνα με την θέση του συγγραφέα- να προκύψουν «πολλές παραχωρήσεις του Πατριαρχείου, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της συνθέσεως των πληθυσμών.»
Το αίτημα για ίδρυση παρεκκλησίου στον Περλεπέ από τον σερβικό παράγοντα, η προσχώρηση δύο ιερέων στη ρουμανική «παρασυναγωγή» -ο όρος ανήκει στον Μητροπολίτη Ιωακείμ- η διάψευση για νέες παραχωρήσεις προς τους ρουμανίζοντες από την οθωμανική κυβέρνηση και η επάνοδος κοινοτήτων που προφανώς είχαν αποσκιρτήσει και επανεντάσσονται στο σώμα της ορθοδόξου εκκλησίας είναι τα περιεχόμενα των επιστολών που συμπίπτουν με τον χρόνο παραμονής του Μητροπολίτη Ιωακείμ στο Μοναστήρι καλοκαίρι του 1906 την ανάκλησή του στην Κων/πολη και την στενή συνεργασία του με τον επίτροπο, Επίσκοπο Πέτρας, Αιμιλιανό για την επαρχία του μέχρι τον θάνατό του μιας και στην ουσία δεν επέστρεψε ποτέ στο Μοναστήρι.
Οι τελευταίες τέσσερεις επιστολές συμπίπτουν με μέρος του χρόνου της επιτροπείας του Επισκόπου Αιμιλιανού, από τις οποίες θα αναφερθώ στην 25η χρησιμοποιώντας το λόγο του συγγραφέα:
Ἡ εἰκοστὴ πέμπτη ἐπιστολὴ τῆς 11ης Ὀκτωβρίου 1907 δίνει ὁδηγίες περὶ τοῦ πρακτέου, σχετικὰ μὲ ἱερεῖς πρώην σχισματικῶν χωριῶν. Τὰ χωριὰ Στρόβια καὶ Ντολγάντζ, τὰ ὁποῖα πρωτύτερα εἶχαν προσχωρήσει στὴ βουλγαρικὴ ἐξαρχία, ἀποφάσισαν νὰ προσχωρήσουν στὴ σερβικὴ κίνηση. Τὸ μεγάλο ζήτημα ἦταν τί θὰ γίνει μὲ τοὺς δύο ἱερεῖς αὐτῶν τῶν χωριῶν, Τράικο καὶ Δημήτριο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν βούλγαρο ἔξαρχο, ἐάν, δηλαδή, ἀναγνωρίζεται ἡ χειροτονία τους.
Τὸ Πατριαρχεῖο, κατ’ οἰκονομίαν, ὁρίζει νὰ ἀνέχονται πρὸς ὥραν τὴν κατάσταση ποὺ δημιουργήθηκε καὶ τὴν προσέλευση τῶν ἐξαρχικῶν χωρίων. Προφορικὰ δὲ νὰ δηλώνουν στοὺς ἱερεῖς ποὺ χειροτονήθηκαν ἀπὸ τὴν ἐξαρχία ὅτι μποροῦν νὰ ἱερουργοῦν, μέχρις ὅτου λάβουν ὁδηγίες. Ἡ δὲ ἔτι μεγαλύτερη ἔνδειξη μεγαθυμίας τοῦ Πατριαρχείου φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι συνιστᾶ νὰ μὴ ἐπιδεικνύεται αὐστηρότητα ὡς πρὸς τὴ μεταβολὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων καὶ εἰκόνων, καθότι αὐτὸ ἀπάδει στὴν ἐν γένει πολιτεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ μπορεῖ νὰ καταστεῖ ἀφορμὴ παραπόνων.
Κλείνοντας θα ήθελα να συνοψίσω τη συμβολή που προκύπτει μέσα από την παρούσα- κι ας ελπίσουμε ν’ ακολουθήσουν κι άλλες από την πλευρά του π. Ειρηναίου:
- Παρουσιάζονται 33 επιστολές του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αδημοσίευτες μέχρι προ τινός που αφορούν στη χρονική περίοδο 1900-1907
- Εκτός από το κεντρικό πρόσωπο που αφορά στον Μητροπολίτη Πελαγωνείας Ιωακείμ Φορόπουλο και τη δράση του ενάντια σε κάθε εξαρχική-σχισματική κίνηση
- Το έντονο ενδιαφέρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την περιοχή με την συμβουλή για ήπια και συγκρατημένη στάση προς τους ένθερμους Μητροπολίτες (Πελαγωνείας-Καστορίας κ.α)
- Τέλος, μία σειρά από ρεάλια, ονόματα, συμβάντα και γεγονότα της περιοχής, που συνιστούν λιθαράκια γι’ αυτό που ονομάζουμε Τοπική Ιστορία με την ευρύτερή της έννοια.