Μια σοβαρή συνέπεια της λεγόμενης «πράσινης μετάβασης», πέρα από την ενεργειακή ανασφάλεια που μεγαλώνει και την ακρίβεια στο ρεύμα, είναι και το πλήγμα που δέχονται ήδη χιλιάδες εργαζόμενοι και αυτοαπασχολούμενοι στις πρώην λιγνιτικές περιοχές (όπως είναι, για παράδειγμα και η περιοχή μας) , είτε απασχολούνταν στα εργοστάσια και στα ορυχεία της ΔΕΗ, είτε σε επαγγέλματα σχετικά με τη λιγνιτοπαραγωγή. Με κοροϊδία και καλλιέργεια κάλπικων προσδοκιών, η κυβέρνηση προσπαθεί να τους πείσει ότι θα περάσουν «άβρεχτοι» από τη νέα στρατηγική του κεφαλαίου, πυλώνας της οποίας – εκτός από την «απελευθέρωση» – είναι η απολιγνιτοποίηση. Για τυράκι στη φάκα, προωθεί το «Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης», με κονδύλια 5 δισ. ευρώ, από τα οποία όμως δεν έχουν τίποτα να περιμένουν οι εργαζόμενοι και οι κάτοικοι της περιοχής. Η μερίδα του λέοντος προορίζεται για τη στήριξη μεγάλων επενδύσεων, όπως η κατασκευή φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων, όπου οι θέσεις εργασίας είναι ασύγκριτα λιγότερες από αυτές που χάνονται, κακοπληρωμένες και με ημερομηνία λήξης. Αλλά και το λεγόμενο «κοινωνικό πακέτο» των 107 εκατ. ευρώ αφορά κι αυτό τις ανάγκες των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς προορίζεται για προγράμματα επιχορήγησης μισθών και εισφορών, απόκτησης δεξιοτήτων για τους ανέργους και επιχορήγησης των επιχειρήσεων για να τους προσλάβουν.
Με δεδομένη τη συμφωνία και του ΣΥΡΙΖΑ στο σχέδιο της «πράσινης μετάβασης» και της απολιγνιτοποίησης, ο καβγάς του με τη ΝΔ γίνεται για το ποιος μπορεί πιο «δίκαια» να σπρώξει χιλιάδες εργαζόμενους στην ανεργία και εκατομμύρια λαϊκά νοικοκυριά βαθύτερα στην ενεργειακή φτώχεια. Και οι δύο περιγράφουν στους εργαζόμενους και στον λαό των λιγνιτικών περιοχών ένα μέλλον σχεδόν ονειρικό, με εργασία και εισόδημα, με «ενεργειακές κοινότητες» και καθαρό περιβάλλον, με «νέες ευκαιρίες και δυνατότητες». Πίσω απ’ αυτά προσπαθούν να κρύψουν τη συμφωνία τους στη στρατηγική του περιβόητου «Πράσινου New Deal», που διαμορφώνει νέα πεδία για κερδοφόρες καπιταλιστικές επενδύσεις, όπως στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), στο υδρογόνο και στο φυσικό αέριο, μέσα από την απαξίωση και την καταστροφή τμήματος του υπάρχοντος κεφαλαίου, όπως οι υποδομές στη λιγνιτοπαραγωγή και το εργατικό δυναμικό που δούλευε σε αυτές.
Στο ερώτημα «ποιο μέλλον ετοιμάζουν για τον λαό αυτών των περιοχών;», μια απάντηση δίνει η εμπειρία από άλλες χώρες, όπου η αντίστοιχη δραστηριότητα εγκαταλείφθηκε πολλά χρόνια πριν, με κριτήριο βέβαια τα συμφέροντα του κεφαλαίου και όχι του λαού. Τέτοιο παράδειγμα είναι η Βρετανία, όπου μέχρι τη δεκαετία του 1980 η βιομηχανία άνθρακα απασχολούσε πάνω από 237.000 εργαζόμενους. Σύμφωνα λοιπόν με πρόσφατη έρευνα του βρετανικού πανεπιστημίου Σέφιλντ Χάλαμ, στις λιγνιτικές περιοχές «οι συνέπειες της απολιγνιτοποίησης εξακολουθούν να είναι ορατές στις στατιστικές για την απασχόληση, την ανεργία, τα επιδόματα και την υγεία». Η πολιτική αυτή επέδρασε στη μείωση του πληθυσμού των λιγνιτικών περιοχών της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ουαλίας, καθώς μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού μετανάστευσε, με αποτέλεσμα πίσω να μείνουν οι γηραιότεροι και ένας στους δώδεκα του συνολικού πληθυσμού να ζει σήμερα με κρατικά επιδόματα διαβίωσης ή και αναπηρίας. Στις περιοχές των πρώην ανθρακωρύχων υπάρχουν μόλις 55 θέσεις εργασίας ανά 100 «οικονομικά ενεργούς» κατοίκους, ποσοστό που υστερεί ακόμα και σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο (73 ανά 100). Σε αυτές τις περιοχές, το 1/3 εργάζεται με μερική απασχόληση και οι μέσες ωριαίες αποδοχές είναι κατά 8% χαμηλότερες από τον εθνικό μέσο όρο για τους άνδρες και 10% για τις γυναίκες. Το 20% του πληθυσμού αμείβεται με αποδοχές που δεν ξεπερνούν το 67% του μέσου εθνικού μισθού. «Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της οικονομικής αλλαγής στα πρώην ανθρακωρυχεία» – σημειώνει μεταξύ άλλων η έρευνα – ήταν η αύξηση της απασχόλησης στα κέντρα αποθήκευσης και κλήσεων (call centers). «Αυτές οι νέες θέσεις εργασίας» – προσθέτει – «αφορούν στις περισσότερες περιπτώσεις χειρότερες συνθήκες εργασίας και αμοιβές, παράτυπες ώρες εργασίας και υψηλό ρυθμό εναλλαγής προσωπικού». Αυτές ήταν οι «νέες ευκαιρίες» που υπόσχονταν στους Βρετανούς ανθρακωρύχους και στα παιδιά τους η βρετανική κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα. Οι εκατοντάδες χιλιάδες χαμένες θέσεις εργασίας δεν αναπληρώθηκαν βέβαια ποτέ σ’ αυτές τις περιοχές, όπου το 2017 οι εργαζόμενοι στα logistics και στο χονδρεμπόριο ήταν 134.700 και 5.900 στα call centers. Σε ότι αφορά τους αυτοαπασχολούμενους, σύμφωνα με στοιχεία του βρετανικού υπουργείου Επιχειρήσεων καταγράφηκε επίσης μείωση του εισοδήματος. Συνοπτικά, στις πρώην ανθρακωρυχικές πόλεις το 42% των γειτονιών βρισκόταν στο 1/3 των πιο «στερημένων» της χώρας, με τον εθνικό μέσο όρο να βρίσκεται στο 30%.
Αυτές είναι μερικές μόνο «εικόνες από το μέλλον» που θα βρουν μπροστά τους οι εργαζόμενοι, οι αυτοαπασχολούμενοι και η νεολαία στις λιγνιτικές περιοχές. Γι’ αυτό χρειάζεται να δυναμώσει ο αγώνας τους για ζωή και δουλειά με δικαιώματα, απορρίπτοντας τους κήρυκες της «καλής» και «κακής» «πράσινης μετάβασης», που είναι από χέρι εχθρική για τα συμφέροντα των εργαζομένων και του λαού. Να βάλουν στο στόχαστρο τον πραγματικό αντίπαλο, τη στρατηγική της «απελευθέρωσης» της Ενέργειας και της «πράσινης ανάπτυξης», η οποία για την κερδοφορία του κεφαλαίου στερεί το μεροκάματο από χιλιάδες εργάτες της περιοχής και καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις και πόρους, που κάτω από άλλες προϋποθέσεις θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν φτηνή και επαρκή Ενέργεια για τον λαό και να εγγυηθούν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.
Τ.Ε. ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ
14/10/2021