Η συμφωνία με τους Κινέζους ξαναφέρνει στο προσκήνιο την εκκρεμότητα της Βεύης
Το «όχημα» για να αποδοθεί τελικά η εκμετάλλευση του ορυχείου της Βεύης στον πλειοδότη του σχετικού διαγωνισμού, δηλαδή στην εταιρεία ΑΚΤΩΡ του ομίλου Μπόμπολα, πιθανόν να αποτελέσει το μνημόνιο που υπέγραψε χθες η ΔΕΗ με την Κινεζική CMEC.
«Θα ζητήσουμε από τον πρωθυπουργό κατά την αυριανή (σημερινή) συνάντησή μας να ξεκαθαρίσει το θέμα της Βεύης» ανέφερε χαρακτηριστικά στους δημοσιογράφους ο πρόεδρος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης εις επήκοον του αντιπροέδρου της ΑΚΤΩΡ Δημήτρη Κούτρα ο οποίος παρέστη στην υπογραφή του μνημονίου, όπως και ο επικεφαλής της ΤΕΡΝΑ Γιώργος Περιστέρης, παρουσιαζόμενοι από τον κ. Παναγιωτάκη ως «ιδιώτες με τους οποίους θα συνεργαστούμε στο Project Μελίτη».
Για να συνεργαστούν ωστόσο οι συγκεκριμένοι επιχειρηματίες με τη ΔΕΗ και την CMEC στη νέα εταιρεία που θα δημιουργηθεί για την περιοχή της Μελίτης, προϋπόθεση αποτελεί να έχουν την εκμετάλλευση του ορυχείου της «μεγάλης Βεύης» (αποτελεί το 60% του συνολικού κοιτάσματος) ώστε να εισφέρουν το asset αυτό, το οποίο είναι εντελώς απαραίτητο για την τροφοδοσία των μονάδων, στο κοινό εταιρικό σχήμα.
Ωστόσο, το ορυχείο της Βεύης, παρ’ ότι είχε κατακυρωθεί στην ΑΚΤΩΡ, και είχε μάλιστα υπογραφεί συμφωνία με το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας το Δεκέμβριο του 2014, εντούτοις η συμφωνία αυτή ποτέ δεν πέρασε από τη Βουλή καθώς μεσολάβησαν οι εκλογικές αναμετρήσεις, η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και το πάγωμα της διαδικασίας που είναι απαραίτητη για να ολοκληρωθεί η παραχώρηση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ΑΚΤΩΡ ουδέποτε εγκαταστάθηκε ως παραχωρησιούχος της Βεύης.
Οι πληροφορίες του energypress αναφέρουν ότι ο Όμιλος Μπόμπολα έχει θέσει επανειλημμένως το θέμα και έχει ζητήσει να ολοκληρωθεί η παραχώρηση με την κύρωση της σύμβασης από τη Βουλή. Παρότι μέχρι σήμερα δεν είχε καταφέρει να κινήσει τη διαδικασία, εκτιμάται ότι η υπόθεση της συνεργασίας με τους Κινέζους δημιουργεί ευνοϊκότερο περιβάλλον για την ευόδωση των στόχων της ΑΚΤΩΡ.
Τα λιγνιτωρυχεία
Όπως προαναφέρθηκε, η συμμετοχή του λιγνιτωρυχείου της Βεύης είναι σημαντική γιατί με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η τροφοδοσία των δύο μονάδων της Μελίτης (της υφιστάμενης και της μελλοντικής, οψέποτε δημιουργηθεί) και μάλιστα με «καλής ποιότητας» λιγνίτη.
Τα ορυχεία που μπορούν να προμηθεύσουν τις μονάδες με λιγνίτη και που, υπ’ αυτό το πρίσμα, μπορούν να ενταχθούν στο σχήμα, είναι:
- Το ορυχείο “Αχλάδα” που ανήκει στην εταιρεία “Λιγνιτωρυχεία Αχλάδα Α.Ε.”, το οποίο τροφοδοτεί και σήμερα τη “Μελίτη Ι”, και μέχρι πριν λίγο καιρό το εκμεταλλευόταν εργολαβικά η κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ – ΤΕΡΝΑ μετά από συμφωνία με τον παραχωρησιούχο, ενώ σήμερα έχει εγκατασταθεί άλλος υπεργολάβος.
- Το ορυχείο στη θέση “Κλειδί” που ανήκει στη ΔΕΗ και το οποίο παραμένει ανενεργό καθώς για να λειτουργήσει θα πρέπει να γίνει μετεγκατάσταση των οικισμών που εμποδίζουν την ανάπτυξή του.
- Το μικρό τμήμα του ορυχείου της “Βεύης” (περίπου το 40%) που ανήκει στη ΔΕΗ (είναι κλειστό επί 15 χρόνια).
- Το υπόλοιπο και μεγαλύτερο τμήμα του ορυχείου της “Βεύης” (περίπου 60%) που διεκδικεί (και είχε αρχικά κατακυρωθεί) η ΑΚΤΩΡ
Η απαίτηση των Ρώσων
Πρέπει να σημειωθεί πάντως, ότι την παραχώρηση της Βεύης με απευθείας ανάθεση, χωρίς διαγωνισμό, ζητούν επιμόνως από την ελληνική κυβέρνηση, σε όλες τις συναντήσεις (με τελευταίες αυτές της Θεσσαλονίκης Τσίπρα – Ντβόρκοβιτς και Σκουρλέτη – Νόβακ) οι Ρώσοι. Το αίτημά τους προβάλλεται για να ισοφαριστούν τα αντισταθμιστικά oφέλη που διεκδικούν εδώ και δεκαετίες από την παλιά σύμβαση με τη Gazprom. Θυμίζουμε ότι η τελευταία προέβλεπε την κατασκευή από ρωσικές εταιρείες δύο υδροηλεκτρικών σταθμών στη Συκιά και το Πευκόφυτο, με την εκτροπή του Αχελώου, έργα που δεν μπορούν να γίνουν, λόγω εμπλοκής στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Ιστορία για το βιβλίο Γκίνες
Η περίπτωση του ορυχείου της Βεύης μπορεί εύκολα να δώσει μια θέση στην Ελλάδα στο βιβλίο Γκίνες με δεδομένο ότι κυβερνήσεις δύο κομμάτων και συνολικά πέντε υπουργοί Aνάπτυξης και Eνέργειας δεν κατάφεραν επί δέκα χρόνια να ολοκληρώσουν έναν διαγωνισμό μίσθωσης του ορυχείου της περιοχής σε ιδιώτη επενδυτή.
Κατά το παρελθόν την εκμετάλλευσή του είχε η εταιρεία ΒΙΟΛΙΓΝΙΤ (Κ. Βαρβούτης). Μετά την πτώχευση της εταιρείας το λιγνιτωρυχείο περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, αλλά έμενε ανενεργό για 15 περίπου χρόνια.
Η πρώτη προκήρυξη του διαγωνισμού που πέρασε στη συνέχεια από 40 κύματα έγινε στις 24 Μαΐου 2006, επί υπουργίας Δημήτρη Σιούφα. Ωστόσο στην ουσία διεξήχθησαν δύο διαγωνιστικές διαδικασίες, καθώς μετά το 2009 ο τότε υφυπουργός ΠΕΚΑ Γιάννης Μανιάτης, προχώρησε σε ακύρωση του πρώτου διαγωνισμού και στην προκήρυξη δεύτερου με διαφορετική μεθοδολογία.
Εν τέλει και μετά την εκδίκαση προσφυγής στο ΣτΕ κατά του κύρους του διαγωνισμού, ο πρώην υφυπουργός ΠΕΚΑ Μάκης Παπαγεωργίου επικύρωσε τον Αύγουστο του 2013 τα πρακτικά της επιτροπής αξιολόγησης η οποία είχε οριστεί τον Μάρτιο του 2010 με επικεφαλής τον καθηγητή Παναγιώτη Μητρόπουλο.
Το Δεκέμβριο του 2014 ο Γιάννης Μανιάτης που εν τω μεταξύ είχε γίνει Υπουργός ΠΕΚΑ, υπέγραψε σύμβαση με την πλειοδότρια εταιρεία ΑΚΤΩΡ. Μεσολάβησαν οι εκλογικές αναμετρήσεις, και η συγκεκριμένη σύμβαση δεν κυρώθηκε ποτέ από τη Βουλή, κάτι που είναι απαραίτητο για να ολοκληρωθεί η διαδικασία.