Ο αείμνηστος Τέγος Σαπουντζής που έζησε τα γεγονότα, έγραφε ότι όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στις 5 Οκτωβρίου 1912, οι Τούρκοι έκαναν συλλήψεις χριστιανών προκρίτων από την περιοχή Φλωρίνης και Μοναστηρίου. Από την πόλη της Φλώρινας συνέλαβαν τον αρχιμανδρίτη, Παπαθανασίου, τον αρχιμανδρίτη Παπαδημήτριο, τον Τέγο Σαπουντζή, τον Ιωάννη Ζήση, τον Αναστάσιο Λουκίδη, τον Νικόλαο Πύρζα, τον Πέτρο Χατζητάση, τον Αθανάσιο Τέγου, τον Κωνσταντίνο Βαραδίνη, τον Χρήστο Σίσκο και άλλους. Τους έκλεισαν όλους στο Κόκκινο στρατόπεδο του Μοναστηρίου με σκοπό να τους εκτελέσουν, αν χρειαστεί. Όμως η κάθοδος του σερβικού στρατού ήταν τόσο γρήγορη, που οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να αφήσουν ελεύθερους τους ομήρους, για να μη σφαγιαστούν οι ίδιοι, από τους Σέρβους. Στις 18 Οκτωβρίου ήταν όλοι ελεύθεροι και γύρισαν στα σπίτια τους.
Ο σερβικός στρατός βάδιζε προς το Μοναστήρι και εισήλθε σε αυτό στις 5 Νοεμβρίου 1912. Οι Τούρκοι της Φλώρινας πανικοβλήθηκαν, επειδή φοβόνταν τα αντίποινα και την κακομεταχείριση. Τότε οι Οθωμανοί άρχοντες της Φλώρινας αποφάσισαν να παραδώσουν την πόλη στους Έλληνες, επειδή υπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί στην Μικρά Ασία, τον Πόντο και στην Ανατολική Θράκη, καθώς και το Πατριαρχείο. Θα υπήρχε ισορροπία, δίχως κακομεταχείριση. Γι αυτόν τον λόγο οι Τούρκοι της Φλώρινας ήθελαν τους Έλληνες. Ο ελληνικός στρατός ήταν στο Αμύνταιο και ο σερβικός στρατός στο Μοναστήρι. Και οι δυο στρατοί κατευθύνονταν προς την Φλώρινα.
Το πρωί της 6ης Νοεμβρίου 1912, ο Μουφτής Χουλασή Έφεντη κάλεσε τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο, τον πρόκριτο Τέγο Σαπουντζή και τον ιατρό Μενέλαο Βαλάση στον Τεκκέ της σημερινής οδού Κρέσνας, όπου αργότερα χτίστηκε η Τράπεζα της Ελλάδος. Εκεί τους περίμεναν οι Οθωμανοί άρχοντες της πόλης.
Σε αυτόν τον Τεκκέ αποφασίστηκε να καλέσουν τον ελληνικό στρατό από το Αμύνταιο, πριν φτάσουν οι Σέρβοι. Σχηματίστηκε μια μικτή επιτροπή. Επικεφαλής ο Έλληνας αρχιμανδρίτης Παπαθανασίου και συνοδοί ο σχισματικός ιερέας Παπαναστάσης, ο ιατρός Μενέλαος Βαλάσης και ο Οθωμανός έμπορος Μεχμέτ Ζαϊνέλ αγάς. Ο Μητροπολίτης τους έδωσε μια επιστολή, όπου αναγραφόταν να σπεύσουν γρήγορα. Η επιστολή είχε αποδέκτη τον Στρατηγό Γεννάδη. Την ίδια ημέρα, η επιτροπή ξεκίνησε με γρήγορα άλογα και με μια λευκή σημαία και κατόρθωσαν να φθάσουν στο Αμύνταιο. Η επιστολή παραδόθηκε και διαβιβάστηκε με οπτικό τηλέγραφο στον Διάδοχο Κωνσταντίνο, που ήταν στην Άρνισσα.
Στις 7 Νοεμβρίου 1912, ο επίλαρχος Ιωάννης Άρτης και μερικοί ακόμη ιππείς της εμπροσθοφυλακής, μπήκαν στην πόλη κατά τις 2 το μεσημέρι. Ο τουρκικός στρατός υποχωρούσε με κατεύθυνση από το Μοναστήρι προς την Κορυτσά. Ήταν χιλιάδες στρατιώτες, οι οποίοι δεν επιτέθηκαν στον Άρτη, παρά μόνο παραδίδονταν. Οι αιχμάλωτοι Τούρκοι είχαν ξεπεράσει τους χίλιους άνδρες.
Στις 8 Νοεμβρίου 1912 έφτασε και ο Διάδοχος Κωνσταντίνος και λίγο αργότερα ο πρίγκιπας του σερβικού θρόνου Αρσένιος. Οι δυο άνδρες διαπραγματεύτηκαν την κατάσταση και τελικά η Φλώρινα έγινε ελληνική και το Μοναστήρι σέρβικο.
Με λίγα λόγια αυτά ήταν τα γεγονότα της απελευθέρωσης της Φλώρινας από τον τουρκικό ζυγό. Και αν πάμε πολλά χρόνια πίσω, την πόλη της Φλώρινας κατέλαβε ένας Οθωμανός μπέης, ο Γιακούπ, το 1383 περίπου, και έμεινε σκλαβωμένη μέχρι το 1912, που την ελευθέρωσε ένας αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ο Ιωάννης Άρτης. Η Φλώρινα πέρασε 529 χρόνια περίπου κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Παράλειψη θα ήταν, αν δεν αναφέρουμε ότι από το 1340 περίπου η περιοχή είχε καταληφτεί από τον Σέρβο βασιλιά Στέφανο Δουσάν, και τελευταίος πρίγκιπας ήταν ο Σέρβος Μάρκο Κράλε, με έδρα τον Πρίλαπο ή Περλεπέ (σήμερα Πρίλεπ), από τον οποίον πήραν αυτά τα μέρη οι Τούρκοι. Ο Μάρκο Κράλε εξισλαμίστηκε και πολεμώντας για τους Οθωμανούς σκοτώθηκε στην Μολδοβλαχία.
Μετά το 1912, οι Τούρκοι της Φλώρινας έζησαν ειρηνικά και ελεύθερα μέχρι το 1922, που έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Πολλοί έλεγαν πως οι Τούρκοι της Φλώρινας δεν ήταν Ασιάτες, αλλά ήταν εξισλαμισμένοι Φλωρινιώτες και οι περισσότεροι ήταν αλβανικής καταγωγής, που είχαν έρθει από την Αλβανία για απολαύσουν τα προνόμια που τους χορηγούσε η Οθωμανική διοίκηση. Ήθελαν όμως όλοι αυτοί να ονομάζονται Τούρκοι.
Δημήτρης Μεκάσης