Οι μπουζουξήδες και οι τραγουδιστές
Το μπουζούκι, το πιο χαρακτηριστικό όργανο της λαϊκής μας μουσικής, που ήταν απαγορευμένο στα χρόνια της Δικτατορίας του Μεταξά και περιφρονημένο στα επόμενα χρόνια, άρχισε να γίνεται αγαπητό σε όλους μετά το 1960. Οι πρώτοι ξένοι μπουζουξήδες έμαθαν μερικού νέους να παίζουν μπουζούκι. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημήτρης Δότης, που τότε ήταν έφηβος και εργαζόταν ως Σερβιτόρος στο «Πανόραμα». Μετά έφυγε στην Αθήνα και αργότερα στην Αμερική, όπου ζει μόνιμα. Ο Δημήτρης ή Τάκης Δότης, από την γειτονιά Τσεκούρι είναι ο πρώτος Φλωρινιώτης επαγγελματίας μπουζουξής.
Πολλοί νέοι στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ήθελαν να μάθουν μπουζούκι, αλλά δεν υπήρχε Δάσκαλος. Το πρόβλημα το έλυσε ο δραστήριος Μουσικός Σταύρος Μιχαηλίδης και πιο γνωστός ως Τάβης, που είχε Σχολή Μουσικής, όλων σχεδόν των εγχόρδων μουσικών οργάνων και στεγαζόταν σε μια αίθουσα του συλλόγου «Αριστοτέλης». Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Τάβης άρχισε να διδάσκει μπουζούκι στους πρώτους μαθητές του μέσα στους χώρους του «Αριστοτέλη», που ο σύλλογος αυτός ήταν αυστηρά προσανατολισμένος στην ευρωπαϊκή μουσική παιδεία. Μόλις ο Τάβης τελείωνε με το ακορντεόν και την κιθάρα άρχιζε το μάθημα του μπουζουκιού και οι πενιές μπερδευόταν καμιά φορά με τις μελωδίες της χορωδίας του συλλόγου, που έκαμνε πρόβα στον πάνω όροφο. Από τους πρώτους μαθητές του ήταν ο Δημήτρης ο Κοκαρόπουλος, πιο γνωστός ως Μητσάρας, που έδενε το μπουζούκι στην σχάρα του ποδηλάτου του και ξεκινούσε από το Αμμοχώρι για να παρακολουθήσει μαθήματα μπουζουκιού στον Τάβη. Ο Μητσάρας έγινε επαγγελματίας μπουζουξής τα επόμενα χρόνια. Πολλοί νέοι έμαθαν να παίζουν μπουζούκι στην σχολή του Τάβη. Οι περισσότεροι μάθαιναν για να παίζουν ερασιτεχνικά. Μερικοί όμως έγιναν επαγγελματίες.
Την περίοδο αυτή το μπουζούκι απέκτησε φίλους, όπως τον Ράσο, που ήταν μουσουλμάνος, και έγινε χριστιανός και πήρε το όνομα Δημητράκης. Από το 1964 περίπου ο Ράσος, εκείνος ο εξευγενισμένος μάγκας, που έμενε στην ίδια αυλή με τον ζωγράφο τον Στερίκα Κούλη, κυκλοφορούσε στους παραποτάμιους δρόμους και στην αγορά, νύχτα και μέρα, με το μπουζούκι του στο χέρι. Ο Ράσος δεν ήξερε να παίζει μπουζούκι, αλλά το «παίδευε» όπως έλεγε ο ίδιος και προσπαθούσε να το μάθει. Πόσο όμως του πήγαινε το μπουζούκι με την εμφάνισή του, το είχε καταλάβει και ο ίδιος, και γι αυτό δεν το άφηνε από το χέρι του. Ο Ράσος ήταν ψηλός, λεπτός, με ίσια μαύρα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, με λεπτό μουστάκι τύπου «έρολφλιντ» και λοξή φαβορίτα. Φορούσε πάντα σακάκι με σιδερωμένο παντελόνι και παντοφλέ μαύρα παπούτσια με κάπως υψηλά τακούνια. Ο Δημητράκης ή Ράσος είχε μέσα του μια μοναδική ευγένεια, ακόμη και οι μάγκικες κινήσεις του έδειχναν άνθρωπο γεννημένο με λεπτότητα. Τα βράδια έπαιζε καμιά πενιά στο Μαγειρείο του Μαρσέλου που ήταν στην πλατεία, έτσι για να τον ακούνε όσοι έκαμναν την βραδινή τους βόλτα. Πιο αργά πήγαινε από Ταβέρνα σε Ταβέρνα και από παρέα σε παρέα και έπαιζε καμιά πενιά, που την άφηνε στην μέση για να τραγουδήσει και πριν τελειώσει το τραγούδι, η επόμενη κίνηση ήταν να προβάλει μπροστά το μπουζούκι σαν κουμπαρά, όπου έριχναν λίγα κέρματα «για να ζήσει και ο Δημητράκης». Ο Ράσος κατέχει και μια πρωτιά στη Φλώρινα: ήταν ο πρώτος που έψαλε τα κάλαντα στα μαγαζιά παίζοντας μπουζούκι. Στις δεκαετίες ‘80 και ‘90 εκλεκτοί οργανοπαίχτες στο μπουζούκι ήταν ο Χρήστος Σαϊλάκης, ο Μηνάς Χρηστίδης, ο Γιώργος Τσορμπάρης ο Σάκης και ο Μάκης Τζαμπάζης.
Στην δεκαετία του 1960 εμφανίστηκαν και οι πρώτοι Φλωρινιώτες τραγουδιστές λαϊκών τραγουδιών. Άλλοι τραγουδούσαν ερασιτεχνικά για το κέφι τους και μερικοί συνέχισαν να τραγουδούν ανοίγοντας έτσι την επαγγελματική τους καριέρα. Ο πρώτος που τραγούδησε λαϊκά τραγούδια, στο πάλκο του εξοχικού κέντρου «Μηλιές», ήταν ο Φίλιππος Γίτσης, ο οποίος μόλις είχε απολυθεί από το ναυτικό το 1965 περίπου. Ο Φίλιππας όμως στη συνέχεια ασχολήθηκε με όλα τα είδη του ελληνικού τραγουδιού και συγκρότησε δική του τοπική ορχήστρα. Την ίδια περίοδο, μαζί με τον Φίλιππα, τραγουδούσε στις «Μηλιές» και ο Γιάννης Αποστολίδης, ο οποίος τότε ήταν έφηβος.
Ο Γιάννης έφυγε στην Αθήνα, όπου έκανε λαμπρή καριέρα στο λαϊκό τραγούδι και έγινε γνωστός σε όλη την Ελλάδα με το όνομα Γιάννης Φλωρινιώτης. Τον Γιάννη ακολούθησε και ο αδελφός του Αντώνης Αποστολίδης, ο οποίος είναι λαϊκός τραγουδιστής γνωστός με το όνομα Λορέντζος. Την ίδια περίοδο στις «Μηλιές» τραγουδούσε λαϊκά τραγούδια και ο Αποστόλης Θαλής (Τόλης), από το κάτω Τσιφλίκι.
Ήταν και η Σόφη Κασιάρα (Κάση) και ο Βαγγέλης Φέκος, ο Σταύρος Τσουμήτας η Μαρία Αρβανίτου και αργότερα ο Αντώνης Μοντεσνίτσας και ο Κοσμάς Ζουρνατζίδης.
Το 1972 περίπου, ένας άλλος λαϊκός τραγουδιστής και αργότερα συνθέτης έκανε την εμφάνισή του στο κέντρο «Black Red». Ήταν ο Μιχάλης Μυλωνάς, που τότε ήταν έφηβος και άρχιζε την καριέρα του στην λαϊκή μουσική και το τραγούδι.
Απο το 1980 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 2010 ανοίγουν πολλά κέντρο διασκέδασης και πολλοί νέοι ειδικεύονται στο λαϊκό και στο ρεμπέτικο τραγούδι.
Κυριότερα καταστήματα ήταν η Ρετρό, το Φανάρι, το Πεταλωτήριο, το Μονοπώλιο, το Μέγαρο, Sun set, Νότες, Μουσικές Επιλογές, Ενώ κυριότεροι τραγουδιστές ήταν οι: Τέλης Τσιρώνης, Σάκης Μπράβας, Μήτσος Παπαδόπουλος, Κώστας Λοζάνης, Χαρούλα Γεωργίου, Λένα Παραστατίδου, Ρεβέκα Περχανίδου, Χρήστος και Λένα Μακατσέλου, Παυλίδης Αριστείδης, Δόντιος Στέλιος και Βασίλης, Νεκτάριος Βαμβακούσης, Φερεντίνος Φαίδων, Ρέμπελος Κλήμης Χριστιάνα Τσουμήτα και Ηλιόπουλος Κώστας.
Επίλογος
Αυτή ήταν η πορεία του ρεμπέτικου τραγουδιού στην Φλώρινα, που εμφανίστηκε στα χρόνια της Δικτατορίας του Μεταξά, τότε που η λογοκρισία σε όλη την Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό το είχε περιορίσει με αποτέλεσμα οι πολλές παραλλαγές του να δημιουργήσουν το λαϊκό τραγούδι. Αλλά και αυτό δεν ενισχύθηκε. Το λαϊκό τραγούδι στη Φλώρινα, μόνο του κατάφερε να επικρατήσει στα χρόνια της μεγάλης μετανάστευσης και στην χρυσή περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου. Το στρατιωτικό καθεστώς του Γεωργίου Παπαδοπούλου, παρά την λογοκρισία, προώθησε το λαϊκό τραγούδι. Μετά το 1974 ακουγόταν όλα τα παλιά ρεμπέτικα, απαγορευμένα και μη, καθώς και όλα τα λαϊκά τραγούδια.
Δημήτρης Μεκάσης