Ο Φλωρινιώτης διατηρεί με την αρκούδα ιδιαίτερη σχέση. Τον τόπο χαρακτηρίζει χαϊδευτικά «αρκουδότοπο» ή «αρκουδοχαράδρα» ενώ στην είσοδο της πόλης σε υποδέχεται η εμβληματική αρκούδα με το βιολοντσέλο της. Άλλο πράγμα όμως το σκώμμα ή η τέχνη και άλλο η ασφάλεια. Τόσο η πολιτεία, όσο και η Δ/νση Δασών, αλλά και ο Δήμος Φλώρινας, η Περιφέρεια και κάθε αρμόδιος ή …αναρμόδιος φορέας που πάντως έχει άποψη και την επιβάλλει, οφείλουν να μας λύσουν ένα πρόβλημα που αρχίζει και γίνεται πιεστικό. Κάποτε οι αρκούδες ήταν ελάχιστες και δεν έρχονταν σε παραμικρή επαφή με τον άνθρωπο. Διαβιούσαν ως ελάχιστοι απομονωμένοι πληθυσμοί στην Πίνδο και την Ροδόπη, ενώ μόνον στο Βίτσι μπορούσαν να την αντιληφθούν κυρίως οι καθημερινά κινούμενοι στρατιωτικοί και πολίτες που στελέχωναν τα ραντάρ. Εδώ και χρόνια όμως ο εντοπίζεται μια ποιοτική διαφορά στην συμπεριφορά της αρκούδας: Προϊόντος του χρόνου άρχισε να μη φοβάται τους ανθρώπους, αφού αντιλαμβάνεται ότι οι κυνηγοί δεν την πειράζουν (οι ποινές είναι πλέον όχι απλά απαγορευτικές αλλά εξοντωτικές) ενώ εξέλιπαν και οι ποιμένες με τα σκυλιά τους που τις περιόριζαν. Έτσι αφού συνδέει τον άνθρωπο με το φαγητό, άρχισε να πλησιάζει περισσότερο τόσο στα κτήματα αλλά και στους οικισμούς, ενώ πρόσφατα είχαμε και παράδειγμα αρκούδας που θεώρησε ασφαλέστερο ακατοίκητο σπίτι μέσα στην Δροσοπηγή, από την έκθεση των μικρών της στο δάσος δηλ. στο φυσικό της περιβάλλον.
Ο πληθυσμός τους βεβαίως έχει εκτιναχθεί στα ύψη και χρόνο με τον χρόνο αυξάνεται, δίχως φυσικά να καταμετράται. Το γεγονός μπορεί να ενθουσιάζει τους φίλους οικολόγους ή επαγγελματίες της φροντίδας και διάσωσης της άγριας ζωής, αλλά προκαλεί πια έντονο προβληματισμό στους υπολοίπους, που καλούμαστε να διαχειριστούμε έναν καινούργιο κόσμο. Αυτόν της αναγκαστικής συνύπαρξης με εξημερωμένα (;) ζώα δηλ. τα αδέσποτα της πόλης που ελεύθερα γυρίζουν, γαυγίζουν, κοπρίζουν και όποτε το θελήσουν επιτίθενται, αλλά και στην κυριολεξία τα αγρίμια, που κινούνται περιαστικά, πλην όμως όλο και εγγύτερα στον ζωτικό χώρο των ανθρώπων.
Εδώ μπαίνει το ερώτημα: Ποιος είναι ο ζωτικός χώρος της αρκούδας ή του λύκου (διότι τον περσινό χειμώνα εμφανίστηκαν τέσσερις, στην κυριολεξία στις παρυφές της πόλης μας) και ποιος ο δικός μας; Όλες οι ορεινές, ημιορεινές αλλά και πεδινές περιοχές όπου υπάρχει βλάστηση και τροφή είναι ο δικός τους χώρος; Και για εμάς τι απομένει και τι πρέπει να κάνουμε, τουλάχιστον αυτοί που φοβούμαστε το συναπάντημα με ένα τέτοιο ζώο, που ας μην γελιόμαστε, είναι αγρίμι και σε κάθε περίπτωση απρόβλεπτο, ειδικά εάν προστατεύει μικρά; Και ακόμη περισσότερο: Εγώ γνωρίζω ότι δεν πρέπει να το πειράξω -άλλωστε ελάχιστοι έχουμε τα μέσα να το κάνουμε- ισχύει όμως το αντίθετο; Γνωρίζει η αρκούδα ή ο λύκος ότι και αυτοί δεν πρέπει να με πειράξουν, διότι αυτός είναι αναγκαίος όρος της συνύπαρξης; Αυτή η μονομέρεια τελικά αποθρασύνει το αγρίμι που διεκδικεί όλο και περισσότερο ζωτικό χώρο. Τι περιμένει από εμάς η Πολιτεία; Να κλειστούμε σπίτια μας; Μήπως την φύση μπορεί να απολαύσει μόνον η αρκούδα και από πού και ως πού της ανήκει κάθε μη αστική περιοχή; Ποιος μπορεί να της εξηγήσει με επιχειρήματα ότι δεν πρέπει καθημερινά να κατεβαίνει στον κάμπο και να «ψωνίζει» καλαμπόκια, μήλα, κεράσια, και σταφύλια από τα κτήματα, ότι δεν πρέπει να καταστρέφει μελίσσια ή ακόμη περισσότερο ότι ο σκουπιδοτενεκές της αυλής δεν ανήκει στον δικό της «ζωτικό χώρο»; Γιατί είναι θέμα χρόνου να μπει και στην κουζίνα μας.
Όταν λοιπόν έχουμε να κάνουμε με αγρίμια, έχουμε πρωτίστως υποχρέωση να οριοθετούμε τον δικό μας ζωτικό χώρο και να προστατεύουμε τον άνθρωπο. Αυτό είναι το πρώτο μέλημα της κάθε πολιτείας και φυσικά και της Δ/νσης Δασών, εκτός και εάν κάποιος αρμόδιος μας διαβεβαιώνει ότι είναι απολύτως ασφαλής η μεταξύ μας συνύπαρξη. Κάντε τον κόπο να διαβάσετε ποιες είναι οι ενδεδειγμένες ενέργειες αν συναντηθείτε με αρκούδα και τότε θα αντιληφθείτε το μέγεθος της ελαφρότητας ή και της άγνοιας αυτών που δίνουν οδηγίες. Όσοι άτυχοι συμπολίτες μας έπεσαν στον δρόμο της είχαν άσχημα ξεμπερδέματα και τα περιστατικά πληθαίνουν και φυσικά αυξάνεται και η ανησυχία από συμπολίτες μας περιπατητές πού είτε φοβούνται να ανέβουν στο βουνό ή αναγκάζονται να συγκροτούν ομάδες για ασφάλεια.
Χειρότερο όμως όλων είναι το γεγονός ότι στον περιφραγμένο χώρο του λόφου του Αγίου Παντελεήμονα δηλ. στον Σταυρό κυκλοφορούν ανενόχλητα αρκούδες με μικρά και μάλιστα δεν πρόκειται μόνο για μια οικογένεια. Υπενθυμίζω ότι περιφράχθηκε ως «εκτροφείο θηραμάτων» και βεβαίως η αρκούδα δεν είναι θήραμα, κάθε άλλο μάλιστα, μάλλον εμείς τείνουμε να γίνουμε τα δικά της. Στον λόφο αυτόν ανεβαίνουμε με παιδιά και εγγόνια δεκάδες Φλωρινιώτες αλλά και πάμπολλοι επισκέπτες, αποτελεί δε, μια από τις κύριες τουριστικές – περιπατητικές διεξόδους της πόλης μας. Είναι καιρός να γίνει λοιπόν κάτι πριν θρηνήσουμε θύματα. Η Δ/νση δασών οφείλει να τις απομακρύνει και η νέα Δημοτική Αρχή να την πιέσει να το πράξει.
Και σε κάθε περίπτωση αφού το ζήτημα έχει ήδη ανοίξει, ας απαντηθούν και τα ερωτήματα: Πόσες αρκούδες έχουμε, ποια η ετήσια αύξηση του πληθυσμού τους, ποια μέτρα λαμβάνονται για προστασία των πολιτών και πότε θα αρχίσει να ελέγχεται ο υπερπληθυσμός και πώς αυτός ορίζεται; Αληθεύει ότι δεν διαθέτει κανείς όπλο νάρκωσης (ή για να το πούμε αλλιώς, δεν υπάρχει αδειούχος χρήστης του) και ποιοι είναι οι κανόνες εμπλοκής των υπηρεσιών με τέτοια άγρια ζώα; Υπάρχει επεξεργασμένο σχέδιο και κυρίως υπάρχουν αρμόδιοι για να το εκτελέσουν; Τέλος με ποιόν τρόπο ενημερώνονται οι πολίτες και μάλιστα οι πλέον ευπαθείς ομάδες, όπως παιδιά – μαθητές που εκδράμουν πολύ συχνά σε μέρη που έχουν πλέον καταληφθεί από τις αρκούδες για το πώς τις αντιμετωπίζουμε; (μια τέτοια …επίδειξη θα ενδιέφερε άλλωστε και πολλούς από εμάς). Όταν γίνει το κακό θα είναι αργά, και τότε θα ψάχνουμε αιτίες και υπευθύνους. Ας ενεργοποιηθούμε λοιπόν.
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΑΚΥΛΑ ΜΗΤΚΑΣ