Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τετάρτῃ, τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ Πόρνης γυναικός, μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου Πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονε.
Γυνή, βαλοῦσα σώματι Χριστοῦ μύρον,
Τὴν Νικοδήμου προὔλαβε σμυρναλόην.
Μία γυναίκα ποὺ ἔβαλε μύρο στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ
προηγήθηκε ἀπὸ τὸν Νικόδημο ποὺ ἔβαλε τὴν σμυρναλόη.
Ὁ Νικόδημος εἶναι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἐνταφιαστὲς τοῦ Κυρίου. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔφερε τὴν σμυρναλόη γιὰ τὴν φροντίδα, πρὶν ἀπὸ τὴν ταφή, τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου. Γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης· «Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν» (Ἰω.19,39). Πρὶν ἀπὸ τὸν Νικόδημο μία γυναῖκα ἄλειψε τὸν Κύριο μὲ μύρο, καὶ αὐτὴν τὴν γυναῖκα τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Μ. Τετάρτη καὶ ἀκοῦμε τὸ σχετικὸ τροπάριο, ποὺ συνέθεσε ἡ ὁσία Κασσιανή, τὸ βράδυ τῆς Μ. Τρίτης.
Ὅταν ἀνέβαινε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἰεροσόλυμα βρέθηκε στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος ποὺ ἦταν λεπρός. Ἐκεῖ ἦρθε μία γυναῖκα πόρνη καὶ ράντισε τὸ κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ μὲ πολύτιμο μύρο. Καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὡρίσθηκε αὐτὸ νὰ μνημονεύεται ἐδῶ, γιὰ νὰ διατυμπανίζεται σὲ ὅλους τὸ θερμότατο ἔργο της, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Σωτῆρος, ποὺ εἶπε· «Βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με ἐποίησεν. ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς» (Μθ 26,12-13). Τί ὅμως παρακίνησε τὴν γυναῖκα αὐτὴ νὰ ἔρθη ἐδῶ στὸν Χριστό; Τοῦτο· Ἔβλεπε τὴν συμπαθῆ διάθεσι τοῦ Κυρίου καὶ τὴν πρὸς ὅλους κοινωνικὴ διάθεσί του, καὶ μάλιστα τώρα ποὺ εἶδε νὰ εἰσέρχεται στὸ σπίτι ἑνὸς λεπροῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο διέταζε ὁ νόμος νὰ μὴν ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ κανέναν ὡς ἀκάθαρτος. Καὶ ἀναλογίσθηκε ἡ γυναῖκα ὅτι, ὅπως ἀνέχθηκε τὴν λέπρα ἐκείνου, τοῦ Σίμωνος, ἔτσι θὰ ἀνεχθῆ καὶ τὴν ἀρρώστεια τῆς δικῆς μου ψυχῆς. Ἔτσι τὴν ὥρα τοῦ δείπνου ὅπως ἦταν ἀνακείμενος ὁ Κύριος τὸν πλησίασε καὶ ἄδειασε τὸ μύρο στὸ κεφάλι του. Μύρο τὸ ὁποῖο ἐκτιμήθηκε ὅτι ἄξιζε τριακόσια δηνάρια. Οἱ μαθητές, καὶ μάλιστα ὁ Ἰούδας τὴν ἐπιτίμησαν γιὰ σπατάλη. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τὴν ὑπερασπίσθηκε, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἐμποδίσουν ἀπὸ τὸν καλὸ σκοπό της. Τότε ἀναφέρθηκε καὶ στὸν ἐνταφιασμό του ὁ Κύριος, καὶ γιὰ νὰ ἀποτρέψη τὸν Ἰούδα ἀπὸ τὴν προδοσία, καὶ γιὰ νὰ τιμήση τὴν γυναῖκα, λέγοντας ὅτι τὸ καλὸ ἔργο ποὺ ἔκανε θὰ κηρυχθῆ σὲ ὅλη τὴν Οἰκουμένη.
Στὶς εὐαγγελικὲς διηγήσεις ἀναφέρονται δεῖπνα διάφορα μὲ παρόντα τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Δὲν θὰ σᾶς κουράσω μὲ τὶς διάφορες ἐξηγήσεις ποὺ ἀνέκυψαν ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτές. Εἶναι τόσο ἐλεύθερες οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις ποὺ δίνουν ἀέρα γιὰ διαφορετικὲς προσεγγίσεις.
Ἡ ἐγκυρότερη ἑρμηνεία εἶναι τοῦ Χρυσορρήμονος, ὅπως γράφει ὁ Συναξα-ριστής· «Διά τοι τοῦτο ἐμοὶ δοκεῖ, καὶ τῇ ἀληθείᾳ, τὸ τοῦ Χρυσοῤῥήμονος μᾶλλον ἀκριβέστερον εἶναι».
Πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι πρόκειται γιὰ δύο γυναῖκες. Μία εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναφέρεται ἀπὸ τοὺς τρεῖς Συνοπτικοὺς Εὐαγγελιστές, δηλ. Ματθαῖο, Μᾶρκο καὶ Λουκᾶ. Αὐτὴ ἡ γυναῖκα εἶναι ἡ πόρνη καὶ ἁμαρτωλή, ἡ ὁποία μύρωσε τὸν Κύριο στὸ κεφάλι. Τὸ δεῖπνο ἔγινε δύο μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ ἰουδαϊκὸ πάσχα στὴν Βηθανία. Ὁ θεσπέσιος Ἰωάννης καὶ μαζί του ὁ Μᾶρκος, οἱ θεῖοι Εὐαγγελιστές, σημείωσαν τὴν λεπτομέρεια καὶ ὀνόμασαν τὸ μύρο Πιστικό καὶ πολύτιμο. Λένε πολλοὶ ὅτι Πιστικὸ σημαίνει ἄδολο καὶ ἄκρατο, καὶ κατασκευασμένο σὲ καθαρότητα. Μερικοὶ λέγουν ὅτι Πιστικόν εἶναι κάποιος χαρακτηρισμὸς ὀνομασίας. Ὁ δὲ Μᾶρκος προσθέτει τὴν λεπτομέρεια ὅτι ἀπὸ τὴν βιασύνη της ἡ γυναῖκα ἔσπασε τὸ ἀγγεῖο, τὸ ὁποῖο ἦταν στενόπορο, μὲ στενὸ στόμιο, καὶ ὀνομαζόταν Ἀλάβαστρο. Αὐτὸ τὸ ἀγγεῖο ἦταν γυάλινο χωρὶς λαβή, ὅπως γράφει ὁ ἱερὸς Ἐπιφάνιος Κύπρου, καὶ λεγόταν τότε Βυκίον. Τὸ μύρο ἦταν σύνθετο ἀπὸ διὰφορα εἴδη καὶ ἰδιαιτέρως ἀπὸ ἄνθος σμύρνας, εὐωδιαστὸ κινάμωμο, ἴρι, ἀρωματικὸ καλάμι καὶ λάδι.
Αὐτὴν τὴν γυναῖκα τίμησε ὁ Κύριος μὲ τὴν διαβεβαίωσι ὅτι ἡ πρᾶξις της θὰ κηρυχθῆ, ὅπου θὰ κηρυχθῆ τὸ Εὐαγγέλιο, δηλ. σὲ ὅλον τὸν κόσμο.
Ἡ ἄλλη γυναῖκα εἶναι, αὐτὴ ποὺ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ἡ Μαρία ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου τοῦ τετραημέρου, καὶ δὲν πρόκειται γιὰ πόρνη καὶ ἁμαρτωλό, ἡ ὁποία ἔφερε τὸ μύρο στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ αὐτὰ μόνον μύρωσε, «καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ». Αὐτὸ τὸ δεῖπνο ἔγινε στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου, δηλαδὴ πάλι στὴν Βηθανία, «πρὸ ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα». Ὁ Κύριος δὲν ἐπέφερε κανένα βραβεῖο στὴν Μαρία, τὴν ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου, ὅπως ἐπιβράβευσε τὴν ἁμαρτωλό.