Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Δευτέρᾳ, μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου, καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταραθείσης καὶ ξηρανθείσης Συκῆς.
Στίχοι εἰς τὸν Πάγκαλον Ἰωσὴφ
Σώφρων Ἰωσήφ, δίκαιος κράτωρ ὤφθη,
Καὶ σιτοδότης, ὦ καλῶν θημωνία!
Ὁ σώφρων Ἰωσήφ, ἀναδείχθηκε δίκαιος ἐξουσιαστὴς
καὶ πάροχος σιταριοῦ, θαυμαστὴ συσσώρευσι καλῶν.
Γνωρίζομε ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ κατάδικος καὶ φυλακισμένος ἀνέβηκε σὲ ἀνώ-τατη θέσι στὴν ἱεραρχια τῆς αὐλῆς τῶν Φαραώ. Καὶ τοῦ ἀνατέθηκε ἡ διαχεί-ρησις τῆς σιτοπαραγωγῆς τὰ χρόνια τῆς εὐφορίας, γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθῆ ἡ ἀπουσία παραγωγῆς στὰ χρόνια τῆς ξηρασίας. Τὰ σιτηρὰ μέχρι τὸν ἁλωνισμὸ σχηματίζονταν σὲ σωροὺς ποὺ λέγονταν θημωνιές. Ἀπὸ ἐδῶ ὁ ποιητὴς χρησι-μοποιεῖ γιὰ τὸν Ἰωσήφ τὴν λέξι θημωνία γιὰ νὰ χαρακτηρίση τὴν μεγάλη του ἐξουσία ποὺ εἶχε στὴν Αἴγυπτο.
Ἀπὸ σήμερα ἀρχίζουν τὰ ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ κατὰ πρῶτον λαμβάνεται ὁ Ἰωσὴφ ὁ Πάγκαλος ὡς τύπος του.
Ὁ Ἰωσὴφ ἦταν τὸ τελευταῖο παιδὶ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Ραχήλ, ὅμως φθονήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του γιὰ κάποια ὄνειρα ποὺ εἶδε. Καὶ κατὰ πρῶτον τὸν ἔβαλαν σὲ ξεροπήγαδο, καὶ στὴν συνέχεια ἐξαπάτησαν τὸν Πατέρα τους μὲ τὰ ματωμένα ροῦχα του, ὅτι τάχα τὸν ἔφαγαν ἄγρια θηρία. Στὴν συνέχεια πουλήθηκε στοὺς Ἰσμαηλῖτες ἐμπόρους γιὰ τριάκο-ντα ἀργύρια, οἱ ὁποῖοι στὴν συνέχεια τὸν πούλησαν στὸν Πετεφρῆ, ἀρχιευνοῦ-χο τοῦ βασιλιά τῆς Αἰγύπτου Φαραώ. Ἡ γυναῖκα τοῦ ἀρχιευνούχου ὀργίσθηκε ἐναντίον του γιὰ τὴν σωφροσύνη του, διότι ἀρνήθηκε νὰ παρανομήση μαζί της, καὶ ἀφήνοντας τὸν χιτῶνα του, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ κοντά της. Τὸν διέβαλε στὸν ἄνδρα της ὅτι τὴν πρόσβαλε καὶ ἔφερε ὡς ἀπόδειξι τὸν χιτῶνα του, καὶ αὐτὸς τὸν φυλάκισε. Ἀρχότερα, μετὰ ἀπὸ σωστὴ ἐξήγησι ὀνείρων ἀποφυλα-κίζεται καὶ ἐμφανίζεται στὸν βασιλιά ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέδειξε κύριο ὅλης τῆς Αἰγύπτου. Μὲ τὴν σιτοδοσία ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του, τοὺς ὁποίους ἔφερε καὶ ἐγκατέστησε στὴν Αἴγυπτο, ὅπου ἔζησε ἀφήνοντας ἄριστη διαγωγὴ μέχρι τὴν τελευτή του, θαυμαζόμενος γιὰ τὴν σωφροσύνη του ἀπὸ ὅλους. Αὐτὸς εἶναι τύπος καὶ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Διότι καὶ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς ὁμοφύλους του Ἰουδαίους φθονήθηκε, καὶ ἀπὸ μαθητή του πουλήθηκε γιὰ τριάκοντα ἀργύρια καὶ κλείνεται σὲ σκοτεινὸ λάκκο, τὸν τάφο. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὴν δική του ἐξουσία καὶ δύναμι ἐλευθερώνεται καὶ βασιλεύει πάνω σὲ ὅλη τὴν Αἴγυπτο, δηλαδὴ σὲ ὅλη τὴν ἁμαρτία, καὶ μὲ φιλάνθρωπο τρόπο μᾶς ἐξαγοράζει μὲ τὴν μυστικὴ σιτοδοσία, ἀφοῦ δίνει τὸν ἑαυτό του γιὰ μᾶς καὶ μᾶς τρέφει μὲ οὐράνιο ἄρτο, τὴν ζωηφόρο σάρκα του. Κατ’αὐτὸν τὸν τρόπο στὰ πάντα ὁ Πάγκαλος Ἰωσὴφ γίνεται τύπος τοῦ Χριστοῦ.
Ἕτεροι, εἰς τὴν ξηρανθεῖσαν Συκῆν.
Τὴν Συναγωγήν, συκῆν Χριστός, Ἑβραίων,
Καρπῶν ἄμοιρον πνευματικῶν εἰκάζων,
Ἀρᾷ ξηραίνει, ἧς φύγωμεν τὸ πάθος.
Τὴν Συναγωγὴ τῶν Ἑβραίων, ποὺ ἦταν ἄδεια καὶ κούφια ἀπὸ πνευματικοὺς καρπούς, ὁ Χριστὸς παρομοιάζοντάς την μὲ τὴν ἄκαρπη συκιά. τὴν ξηραίνει μὲ τὴν κατάρα. Λοιπὸν τὸ πάθημά της νὰ τὸ ἀποφύγουμε.
Τὴν ἴδια ἡμέρα μαζὶ μὲ τὸν Πάγκαλο Ἰωσὴφ φέρνομε στὴ μνήμη μας καὶ τὴν συκιὰ ποὺ ξεράθηκε. Διότι οἱ θεῖοι Εὐαγγελιστές, δηλαδὴ ὁ Ματθαῖος καὶ ὁ Μᾶρκος μετὰ τὴν διήγησι γιὰ τὰ Βαΐα σημειώνουν: Ὁ μὲν Μᾶρκος· «Τὴν ἑπομένη βγαίνοντας αὐτοὶ ἀπὸ τὴν Βηθανία, ἐπείνασε· καὶ βλέποντας ἀπὸ μακρυὰ συκιὰ φορτωμένη μὲ φύλλα, ἦρθε νὰ δῆ ἂν θὰ βρῆ κάτι σὲ αὐτήν. Καὶ ὅταν ἦρθε κοντά της τίποτε δὲν βρῆκε παρὰ μόνον φύλλα, διότι δὲν ἦταν καιρὸς τῶν σύκων, καὶ τῆς εἶπε· Στὸ ἑξῆς κανένας ἀπὸ σένα δὲν θὰ φάγη καρπὸ στὸν αἰῶνα». Ὁ δὲ Ματθαῖος γράφει· «Τὸ πρωὶ ὅταν ἐπανῆλθε στὴ πόλι, ἐπείνασε. Καὶ ὅταν ἴδε μία συκιὰ στὸν δρόμο, πλησίασε καὶ δὲν βρῆκε τίποτε σὲ αὐτὴν παρὰ μόνον φύλλα, καὶ τῆς εἶπε· Πλέον εἰς τὸν αἰῶνα δὲν θὰ βγάλης καρπό. Καὶ ξεράθηκε τὴν ἴδια στιγμή ἡ συκιά».
Συκιὰ λοιπὸν εἶναι ἡ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων, στὴν ὁποία δὲν βρῆκε ὁ Σωτήρ τὸν καρπὸ ποὺ ἔπρεπε, παρὰ μόνον τὴν σκιὰ τοῦ νόμου, καὶ τοὺς τὸν πῆρε καὶ αὐτόν, καὶ τὴν κατέστησε παντελῶς ἀργή. Ἐὰν δὲ κάποιος θὰ ἤθελε νὰ ρωτήση, γιατὶ τὸ ἄψυχο ξύλο ἔγινε ξερό, δέχθηκε κατάρα χωρὶς νὰ φταίη; Ἂς γνωρίζη ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι βλέποντας τὸν Χριστό πάντα ὅλους νὰ τοὺς εὐεργετῆ, χωρὶς νὰ διαπράξη σὲ κανέναν κάτι λυπηρό, νόμιζαν ὅτι ἔχει δύναμι μόνον νὰ εὐεργετῆ καὶ ὄχι νὰ κακοποιῆ καὶ νὰ τιμωρῆ. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Δεσπότης, δὲν ἤθελε νὰ δείξη πάνω σὲ ἄνθρωπο ὅτι μπορεῖ καὶ αὐτὸ νὰ κάνη. Γιὰ νὰ πείση τὸν ἀχάριστο δῆμο, ὅτι ἔχει δύναμι ἀρκετὴ γιὰ νὰ τιμωρήση, ἀλλὰ ὡς ἀγαθὸς ποὺ εἶναι δὲν θέλει, διὸ καὶ στὴν ἄψυχη καὶ ἀναίσθητη φύσι φανερώνει τὴν τιμωρητική του δύναμι. Ἐπὶ πλέον ὑπάρχει καὶ κάποιος ἀπόρρητος λόγος, ποὺ φανερώθηκε σὲ μᾶς ἀπὸ γέροντες σοφούς, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης. Ὅτι δηλαδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ ξύλο τῆς παραβάσεως, τοῦ ὁποίου τὰ φύλλα χρησιμοποίησαν οἱ παραβάντες γιὰ νὰ σκεπάσουν τὴν γύμνιά τους. Φιλάνθρωπα φερόμενος ἐπειδὴ δὲν ἔγινε αὐτὸ τὸτε, τώρα ὁ Κύριος τὴν καταράσθηκε, ὥστε νὰ μὴν ξαναγίνη αἰτία ἁμαρτίας. Τὸ ὅτι ἡ ἁμαρτία παρομοιάζεται μὲ τὴν συκῆ εἶναι φανερό, Διότι ἔχει τὸ γλυκάζον τῆς ἡδονῆς, τὸ κολλητικὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὸ ἀκόλουθο δυσάρεστο τῆς συνειδήσεως. Ὅμως οἱ Πατέρες ὥρισαν ἐδῶ τὴν ἱστορία τῆς συκῆς γιὰ κατάνυξι, ὅπως ὁ Ἰωσὴφ ἐπειδὴ εἶναι τύπος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι δὲ συκῆ κάθε ψυχή, ποὺ δὲν ἔχει κανένα πνευματικὸ καρπό, ποὺ τὸ πρωί – δηλαδὴ κατὰ τὴν παροῦσα ζωή – ἐπειδὴ δὲν βρίσκει σὲ αὐτὴν ἀνάπαυσι ὁ Κύριος τὴν ξηραίνει μὲ τὴν κατάρα καὶ τὴν στέλνει στὸ αἰώνιο πῦρ, καὶ παραμένει ξεραμένο σημάδι γιὰ παραδειγματισμὸ σὲ ὅσους δὲν παρουσιάζουν καρπὸ ἀρετῆς.