Η δημιουργία του Αλβανικού κράτους το 1912 δεν ήταν αποτέλεσμα αγώνων ενός λαού που ζητούσε την απελευθέρωση του και την ανεξαρτησία του από τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά επινόηση της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας οι οποίες ενεργούσαν η κάθε μία για ίδιο συμφέρον.
Το εθνικό συναίσθημα ήταν άγνωστο στους Αλβανούς μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα . Οι πιστοί στο Ισλάμ Αλβανοί του Βορρά ένιωθαν Τούρκοι, ενώ οι Ορθόδοξοι του Νότου, όπου υπήρχαν συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί καθώς επίσης και αρκετοί μουσουλμάνοι, Έλληνες κάτοικοι της Ηπείρου. Έτσι, με την έναρξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου τον Οκτώβριο του 1912, ενώ όλα τα Βαλκανικά κράτη: Ελλάδα, Μαυροβούνιο, Σερβία, Βουλγαρία συμμάχησαν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αλβανοί με απόφαση των αρχηγών των εθνικιστικών τους ομάδων πήραν μέρος στον πόλεμο, στο πλευρό των Τούρκων.
Στη συνέχεια οι Αλβανοί ζήτησαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Τουρκία τη διεθνή αναγνώριση του κράτους τους και η οποία τελικά επετεύχθη στις 7 Δεκεμβρίου 1912 από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου.
Την ίδια στιγμή ο ελληνικός στρατός με τη νικηφόρα προέλαση του ελευθέρωνε τους Αγ. Σαράντα, την Κορυτσά, τα Ιωάννινα, το Αργυρόκαστρο , την Κλεισούρα, το Τεπελένι. Η Χειμάρρα είχε ελευθερωθεί νωρίτερα από εθελοντές με αρχηγό τον Χειμαρριώτη μακεδονομάχο Σπύρο Σπυρομήλιο. Ο πληθυσμός των περιοχών αυτών με απερίγραπτο ενθουσιασμό εκδήλωνε τα ακραιφνή Ελληνικά του αισθήματα προς τον ελευθερωτή Ελληνικό στρατό, και συνέτασσε ψηφίσματα και υπομνήματα μετά από πάνδημα συλλαλητήρια πίστης και αφοσίωσης προς τον Διάδοχο. Περιεχόμενο των ψηφισμάτων και των υπομνημάτων αυτών αποτελεί αδιάψευστο ιστορικό ντοκουμέντο της Ελληνικότητας της Βορείου Ηπείρου ιδιαίτερα περιοχών, που δεν αναγνωρίζονται από τους Αλβανούς ότι κατοικούνται από Βορειοηπειρώτες.
Όταν ένας του Έθνους δε θέλει να χαθή το Έθνος, πως μπορεί το Έθνος να χαθή; Αφού εγώ δεν το θέλω, πως μπορεί να χαθή η Πατρίδα μου; (Ίων Δραγούμης “Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα”)
Στις 17 Φεβρουαρίου 1914, οι Βορειοηπειρώτες έλαβαν την ιστορική απόφαση να αποτινάξουν από πάνω τους τον ζυγό, να αγωνιστούν και να πεθάνουν, αν χρειαστεί για το ύψιστο ιδανικό της ελευθερίας.
Στις 9 Φεβρουαρίου ο Συνταγματάρχης Σπυρομήλιος υψώνει πρώτος στη Χειμάρρα τη σημαία του Αυτονομιακού Αγώνα.
Στις 13 Φεβρουαρίου η Πανηπειρωτική Συντακτική Συνέλευση αποφασίζει την έναρξη του αυτονομιακού αγώνα και την επομένη, συγκροτείται στο Αργυρόκαστρο η Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου με Πρόεδρο τον Γεώργιο Χρ. Ζωγράφο και μέλη της τον Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, τον Κορυτσάς Γερμανό, τον Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα, τον Αλέξανδρο Καραπάνο, τον Ιωάννη Παρμενίδη και τον Δημήτριο Δούλη.
Στις 17 Φεβρουαρίου, στις 4 το απόγευμα, πάνω από 2000 Ιερολοχίτες, έχοντας επί κεφαλής τον Πρόεδρο Γεώργιο Ζωγράφο και τα μέλη της Κυβερνήσεως, κήρυξαν επίσημα την αυτονομία ολόκληρης της Βορείου Ηπείρου.
Την επομένη, στις 18 Φεβρουαρίου, η Κυβέρνηση της αυτόνομης Ηπείρου κυκλοφορεί μια προκήρυξη, με την οποία προσκαλεί όλους τους Ηπειρώτες να δώσουν το παρόν στον μεγάλο αγώνα. Λίγες μέρες αργότερα, στις 27 Φεβρουαρίου, βγαίνει το διάταγμα της επιστρατεύσεως που καλεί στα όπλα όλους τους μάχιμους, από 18 μέχρι και 40 χρόνων. Ημέρα επιστράτευσης ορίστηκε η 1η Μαρτίου. Φτάνει η μέρα της επιστράτευσης και το Αργυρόκαστρο, όπως κι άλλες πόλεις, γεμίζουν από Ιερολοχίτες, που ολοπρόθυμα είναι αποφασισμένοι να δώσουν το αίμα τους για τη λευτεριά της πατρίδας τους. Μήνες τώρα ζούσαν μ’ αυτό το όνειρο. Και, να, που ‘φτασε η ώρα να ριχτούν στη μάχη.
Οι Βορειοηπειρώτες αγωνίστηκαν μόνοι τους απέναντι σε όλους: αγωνίστηκαν εναντίον των Αλβανών, εναντίον των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων της Ιταλίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας, εναντίον της εχθρότητας της ίδιας της Ελληνικής Κυβέρνησης. Αγωνίστηκαν και νίκησαν. Νίκησαν στο πεδίο των μαχών, νίκησαν αγωνιζόμενοι ανδρεία, αγωνιζόμενοι με πίστη στο δίκαιο του αγώνα τους, αγωνιζόμενοι για αυτό που τους έλειπε, για μια Πατρίδα.