Ποιος θυμάται άραγε τον γραφικό Πέτρο Λογόρη, αφού περάσανε τόσα χρόνια από τον θάνατό του; Και εμείς, που κάπως μεγαλώσαμε, τον θυμόμαστε γέρο, τότε που εμείς ήμασταν ακόμη παιδιά. Παλιός Φλωρινιώτης ο Λογόρης, από εύπορη οικογένεια, με κάποια μόρφωση για την εποχή του, αλλά και γνώστης της πολιτικής, του εμπορίου και ότι άλλο τον ενδιέφερε. Στην προπολεμική Φλώρινα ήταν γνωστός για τα ακριβά ρούχα που φορούσε τις Κυριακές και τα παλιά κουρελιασμένα ρούχα τις καθημερινές. Σοβαρός και καλοντυμένος έκαμνε τις βόλτες του τις Κυριακές στους παραποτάμιους δρόμους. Κάποιες Κυριακές όμως, όταν ο καιρός ήταν καλός, φορούσε τα παλιά του ρούχα, για να κάνει την πρωινή του εκδρομή. Οι εκδρομές αυτές του κυρίου Πέτρου Λογόρη γίνονταν, το 1930 περίπου.
Έβγαζε τον γάιδαρο από το σπίτι του, το φόρτωνε με μια κατσαρόλα, μια πυροστιά, ένα τορβά, όπου ήταν το σακουλάκι φασόλια και όλα τα άλλα απαραίτητα για τη μαγειρική τους. Καβαλούσε τον γάιδαρό του και ξεκινούσε. Ο Λογόρης ήταν ψηλός και λιγνός, έτσι που τα πόδια του κρέμονταν και ακουμπούσαν σχεδόν την γη. Με ένα σφύριγμα καλούσε τα παιδιά, που έπαιζαν συγκεντρωμένα στη γέφυρα. Ήταν τα παιδιά του Γύφτικου Μαχαλά, που μόνο γύφτοι δεν ήταν, παρόλο που το όνομα της γειτονιάς δίνει άλλη εντύπωση. Όσα παιδιά ήθελαν να τον ακολουθήσουν, έτρεχαν πίσω από τον γάιδαρο και σχημάτιζαν πομπή.
Μπροστά ο Λογόρης καβάλα στον γάιδαρο και τα παιδιά πίσω του, φωνάζοντας ανάβαιναν την ανηφόρα της οδού Αιμιλιανού. Συνέχιζαν τον δρόμο που περνά πάνω από τα Καυκάσικα με κατεύθυνση προς τα Καβάκια. Οι γνωστοί και οι γείτονες έβγαιναν στις πόρτες και στα παράθυρα να πουν την «καλημέρα» τους, και ο Λογόρης, εκείνος ο λεπτός νέος άνδρας, με την παλιά ρεπούμπλικα στο κεφάλι, ανταπέδιδε την «καλημέρα» γεμάτος ευγένεια και σοβαρότητα. Ένας νέος «Δον Κιχώτης» με ένα τσούρμο παιδιών έφτανε στα Καβάκια, όπου υπήρχαν πολλά ψηλά δένδρα, και το ποτάμι, χωρίς τοίχους, να ρέει ανάμεσά τους.
Διάλεγε ένα δένδρο για τον εαυτό του και ένα άλλο για τον γάιδαρό του, όπου τον έδενε. Το δικό του δένδρο όμως ήταν κοντά στο νερό και έκαμνε καλή σκιά. Εκεί άναβε την φωτιά, έβαζε την πυροστιά και από επάνω την κατσαρόλα με τα φασόλια. Μετά έδινε το σύνθημα στα παιδιά να κυνηγήσουν πουλάκια. Τα παιδιά με τα τρέγκαλα (σφενδόνες) στα χέρια σκορπούσαν κάτω από τα δένδρα. Κάθε λίγο ακουγόταν ένα «φραπ», καθώς η πέτρα περνούσε μέσα από τις φυλλωσιές των δένδρων. Και όποιο παιδί σκότωνε κανένα σπουργίτι, έτρεχε γεμάτο χαρά να το δώσει στον Λογόρη. Σε λίγη ώρα τα σπουργίτια γινόταν πέντε, έξι και τα παιδιά σταματούσαν το κυνήγι. Μαζεύονταν όλοι γύρω από την φωτιά, όπου έβραζε η φασολάδα, και ο Λογόρης με πολύ τέχνη ξεπουπούλιαζε τα σπουργίτια και τα καθάριζε. Μετά τα έριχνε στην κατσαρόλα για να βράσουν και αυτά με την φασολάδα.
Όσο και αν ήθελαν τα παιδιά να δοκιμάσουν την φασολάδα, αυτή δεν έβραζε γρήγορα, και τα παιδιά έπρεπε να είναι στο σπίτι πριν τις μία. Τότε οι γονείς ήταν αυστηροί και μάλιστα απαιτούσαν όλη η οικογένεια να είναι στο μεσημεριανό τραπέζι στις μία. Τα παιδιά αναχωρούσαν για τα σπίτια τους, και ποτέ δεν δοκίμασαν την εξαιρετική φασολάδα του κυρίου Πέτρου Λογόρη.
Ο Λογόρης, πάντα μοναχικός, απολάμβανε την φασολάδα με τα σπουργίτια, κάτω από την σκιά του δένδρου. Ακουμπισμένος με την πλάτη στον κορμό του δένδρου και με θέα το ποτάμι, καθόταν έτσι και απολάμβανε μέχρι το απόγευμα. Μετά επέστρεφε στο σπίτι του.
Πάντως η «φασολάδα του κυρίου Πέτρου Λογόρη» είναι μια κοινή φασολάδα εμπλουτισμένη με κρέας σπουργιτιών. Μαγειρεύεται και τρώγεται πάντα στην εξοχή και συνοδεύεται με κρύο νερό.
Δημήτρης Μεκάσης