Ω! λε – λε μάϊκω!
Ένα βογγητό που έσωσε μια ζωή
Από τον Ιωάννη Παπαλαζάρου, εκπαιδευτικό – συγγραφέα
Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τα συνταρακτικά γεγονότα της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922) και η παράθεση της μικρής ιστορίας που ακολουθεί, αποτελεί ελάχιστη συμβολή στις ιστορικές αναδρομές των ημερών και στις τιμές που αποδίδονται τόσο στα θύματα αυτών των τραγικών ημερών για το Έθνος, όσο και στην προσφυγιά και τη γενοκτονία που συνόδευσαν τις δραματικές εξελίξεις.
Πρόκειται για ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη σε συγγενικό μου πρόσωπο κατά τις 20ήμερες συγκρούσεις στον Σαγγάριο τον Αύγουστο του 1921.
Από το χωριό μου, τον Άγιο Αθανάσιο Πέλλας (την παλιά Τσέγανη), συμμετείχαν στη Μικρασιατική Εκστρατεία 50 άνδρες ως κληρωτοί ή ως επίστρατοι. Οκτώ απ’αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ στο χωριό τους, έμειναν στον Σαγγάριο και στο ματωμένο ύψωμα Καλέ Γκρότο. Ο πατέρας μου κατετάγη ως κληρωτός τον Μάρτιο του 1918, έλαβε μέρος στην Εκστρατεία και απολύθηκε στα τέλη του 1922, πέντε χρόνια φαντάρος, από τα οποία κάποιους μήνες αιχμάλωτος. Γύρισε σωστό ράκος και πέρασε πολύς καιρός για να συνέλθει. Θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια που μαζεύονταν τακτικά στο σπίτι μας Τσεγανιώτες στην ηλικία του πατέρα μου και συζητούσαν και αναμόχλευαν τα παλιά, αναμνήσεις από την Κιουτάχεια, από το Αφιόν Καραχισάρ, από τον Σαγγάριο.
Η επίθεση των ελληνικών δυνάμεων στον Σαγγάριο εκδηλώθηκε στις 10 Αυγούστου 1921 (23 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο) και ήταν το αποκορύφωμα της προέλασης του Ελληνικού Στρατού στη μικρασιατική ενδοχώρα. Η έκβαση της μάχης ήταν αμφίρροπη, έληξε άδοξα με χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες στις 31 Αυγούστου (13 Σεπτεμβρίου με το ν.η.) και συντέλεσε στην ανακοπή της πορείας των Ελλήνων προς Άγκυρα και την μετάπτωσή τους σε αμυντικό προσανατολισμό, έως την οριστική τους ήττα ένα χρόνο αργότερα.
Οι τελικές απώλειες από ελληνικής πλευράς ήταν τραγικές. Αξιωματικοί και οπλίτες νεκροί: 3.780. Αξιωματικοί και οπλίτες τραυματίες: 19.360. Αγνοούμενοι 380. Σύνολο ανδρών εκτός μάχης: 23.520.
Στον Σαγγάριο βαρύτατος υπήρξε ο τραυματισμός ενός συγχωριανού μου, του Αθανασίου Τζίκα, συγγενούς εκ μητρός μου, του οποίου είχαν συντριβεί και τα δυο πόδια από οβίδα όλμου. Στο πεδίο της μάχης είχαν απομείνει αμέτρητοι νεκροί και ημιθανείς τραυματίες που οι τραυματιοφορείς του ελληνικού στρατού δεν προλάβαιναν να τους μεταφέρουν ή δεν επιχειρούσαν να τους μετακινήσουν λόγω της σοβαρότητας των τραυμάτων τους.
Κραυγές πόνου και βογγητά απόγνωσης ακούγονταν από εκατοντάδες τραυματίες, που βογγούσαν από τους πόνους και από την αγωνία για την τύχη τους. Από την ελληνική πλευρά οι συνηθισμένες κραυγές πόνου ήταν: «Ωχ! Μάνα μου!» και «Αχ! Παναγία μου!». Ανάμεσά τους όμως ξεχώριζε ένα βογγητό διαφορετικό και πιο δυνατό από τ’ άλλα: Ω! λε – λε μάϊκω! Ω! λε – λε μάϊκω!
Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στην τουρκική πλευρά, εκεί όμως η μεταφορά των τραυματιών ήταν σε εξέλιξη. Και τότε συνέβη η ανεπάντεχη συνάντηση και η σωτήρια επέμβαση, που έμελλε να σώσει από τον βέβαιο θάνατο τον βαρύτατα τραυματισμένο Αθανάσιο Τζίκα.
Ένας έφιππος Τούρκος αξιωματικός του υγειονομικού, ο οποίος με ομάδα τραυματιοφορέων περισυνέλεγε Τούρκους τραυματίες και, όπως φαίνεται, γνώριζε το σλαβοφανές ιδίωμα των γηγενών Μακεδόνων, όταν άκουσε την περίεργη κραυγή πόνου, το «Ω! λε-λε μάϊκω», ζήτησε από τους στρατιώτες του να τον οδηγήσουν στον τραυματισμένο Έλληνα στρατιώτη. Όταν πλησίασε τον τραυματία, τον ρώτησε πώς τον λένε και από πού κατάγεται. Ο Αθανάσιος Τζίκας του είπε το όνομά του και ότι κατάγεται από την Τσέγανη της περιοχής του Οστρόβου των Βοδενών. Ο αξιωματικός, όταν άκουσε το όνομα του τραυματισμένου, τον ξαναρώτησε αν είχε κάποια συγγένεια με τον Βασίλειο Τζίκα (Κόλτση), κοτζάμπαση (πρόεδρο) της Τσέγανης κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ο τραυματίας του απάντησε ότι ο Βασίλειος Τζίκας ήταν πατέρας του και ο Τούρκος επικεφαλής έδειξε ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση γιατί, όπως είπε, τον συνέδεε παλιά φιλία με τον κοτζάμπαση Βασίλειο Τζίκα, από τον καιρό που υπηρετούσε ως αξιωματικός στη στρατιωτική φρουρά του Οστρόβου. Ήταν ο Μουλαζίμ Εβέλ Σαλή (Υπολοχαγός), γνωστός και προσφιλής σε όλα τα χωριά της περιοχής του Οστρόβου, ιδιαίτερα από τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, όπου σε πολλές περιπτώσεις στήριξε τις ελληνικές θέσεις απέναντι των κομιτατζήδων της περιοχής.
Αξίζει να σημειωθεί πως σε οικισμούς μικτού πληθυσμού, Τούρκων μουσουλμάνων και γηγενών Μακεδόνων χριστιανών, όπως ήταν το Όστροβο, πολύ συχνά οι Τούρκοι μιλούσαν το σλαβοφανές γλωσσικό ιδίωμα των εντόπιων Μακεδόνων.
Αμέσως ο αξιωματικός έδωσε εντολή σε τραυματιοφορείς της περιπόλου του να περιποιηθούν τον Αθανάσιο Τζίκα και να τον μεταφέρουν όσο πιο κοντά μπορούσαν στις γραμμές των Ελλήνων. Πράγματι μετά από λίγη ώρα τον βρήκαν οι Έλληνες και τον μετέφεραν αμέσως σε χειρουργείο, όπου του έκοψαν τα διαλυμένα άκρα του και τα αντικατέστησαν με ξύλινα.
Ανάπηρος, αλλά ζωντανός, ο Αθανάσιος Τζίκας, όταν τελείωσε ο πόλεμος, επέστρεψε στην Τσέγανη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Όστροβο (Άρνισσα) όπου άνοιξε ένα φούρνο ψωμιών και έζησε μέχρι τα τέλη της 10ετίας του ‘70.
Ένα βογγητό αλλιώτικο από τα άλλα, ένα «Ω! λε – λε μάϊκω», του έσωσε τη ζωή!
Τα στοιχεία προέρχονται από βιβλίο μου «Άγιος Αθανάσιος – Τσέγανη. Ιστορία και Παραδόσεις έξι αιώνων», έκδοση 2008.