«Ανδρέας Αθανασιάδης. Στη σκιά του «βουλγαρισμού». Επίκεντρο 2017»
Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Ο προκλητικός τίτλος του βιβλίου, επιλεγμένος επίτηδες από τον συγγραφέα, στοχεύει στο να ενεργοποιήσει γόνιμα τον προβληματισμό, προκαλώντας, ανάλογα πάντα με τις επιλογές ή την ιδεολογική συγκρότηση του αποδέκτη, αμυντικά σύνδρομα ή θετικά αντανακλαστικά. Γιατί αυτή καθεαυτή η αμφισημία του τίτλου συνιστά ό,τι οι παιδαγωγοί ονομάζουν αφόρμηση, στην ερβαρτιανή εκδοχή της. Αμέσως μετά η πρόκληση συνεχίζεται μέσα από την ιδιαίτερη νοηματοδότηση του «βουλγαρισμού», όπως σημαίνεται από την ένταξη της λέξης αυτής σε εισαγωγικά στον τίτλο του βιβλίου. Θα σημειώσω βέβαια πως ένας υποτιθέμενος επαρκής αναγνώστης είναι πάντα σε θέση να διαβάζει τις στάσεις του συγγραφέα πίσω από τις λέξεις και τις γραμμές, αξιοποιώντας τα σημειολογικά ίχνη που αποτυπώνει στο χαρτί. Και στην περίπτωσή μας ο αναγνώστης αυτός, υποθετικά πάντα, πριν καλά-καλά αρχίσει να διαβάζει, αρχίζει να καταλαβαίνει πως ο συγγραφέας με την επιλογή των εισαγωγικών δεν κάνει τίποτα άλλο παρά αποστασιοποιείται από την δημόσια ή την κατεστημένη χρήση του όρου «βουλγαρισμός», υποδηλώνοντας υπόρρητα και μάλλον υπαινικτικά τη σημασία της αμφισβήτησής του. Μετά την επισήμανση αυτή ο αναγνώστης με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που όρισα πιο πάνω αντιλαμβάνεται πως από το σημείο αυτό και πέρα εκκινεί η απορία του, η οποία, όπως στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, πρέπει να ερμηνευτεί ως αδιέξοδο, ως αδυναμία ερμηνείας. Μια αδυναμία που καλείται πλέον να θεραπεύσει το βιβλίο και ο συγγραφέας του.
Είναι επομένως αναμφίβολο πως μια τέτοια προκλητικά εκκωφαντική εκκίνηση μας επιτρέπει να επενδύσουμε πολλές προσδοκίες στο συγκεκριμένο βιβλίο με την πολύ συστηματική τεκμηρίωση των υποσημειώσεων και την πληθώρα των πρωτογενών αναφορών του συγγραφέα, -οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ένα δεύτερο βιβλίο μέσα στο βιβλίο. Σκοπός της δικής μας λοιπόν ανάγνωσης είναι να παρακολουθήσουμε την οπτική του συγγραφέα σχετικά με το ποιοι και για ποιους λόγους «κατασκεύασαν» τις αποτυπώσεις του «βουλγαρισμού» στην φλωρινιώτικη κοινωνία της μεσοπολεμικής περιόδου.
Οι άξονες στους οποίους κινείται κατά την κρίση μας το βιβλίο διαμορφώνονται στο πλαίσιο μιας πολυπαραγοντικής εξίσωσης, στην οποία πρέπει να προσμετρήσουμε παραμέτρους όπως οι στρατηγικοί στόχοι του ελληνικού κράτους για την περιοχή, με πεδία παρέμβασης την εκπαίδευση, την διοίκηση και τους μηχανισμούς πληροφοριών, προπαγάνδας και καταστολής που διαχειριζόταν, ο ρόλος των περιφερειακών ελίτ στα αστικά, ημιαστικά και κοινοτικά κέντρα του νομού, σε συνάρτηση πάντα με τις σχέσεις που ανέπτυσσαν κατά περιόδους με τις κεντρικές ελίτ των Αθηνών, οι πολιτισμικές, φυλετικές ή εθνοτικές, ταυτότητες του πληθυσμού σε συνδυασμό με τις πολιτικές-ιδεολογικές του κατηγοριοποιήσεις, αντίστοιχες με εκείνες στο κεντρικό πολιτικό πλαίσιο και τέλος οι ιδεολογικές συσσωματώσεις με εθνικιστικό ή κομουνιστικό πρόσημο.
Κινούμενος στο πλαίσιο των αξόνων που προαναφέρθηκαν ο Αθανασιάδης στέκεται στην κακή διαχείριση του κράτους στο ζήτημα της νομής και κατοχής της γης στην περιοχή της Φλώρινας μετά το 1912 με το σκεπτικό ότι η διαιτησία διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις πρώτα της αποστασιοποίησης μέρους της εθνοτικής ομάδας των σλαβόφωνων από το ελληνικό κράτος και ύστερα με το σκεπτικό ότι αποτέλεσε τη νομιμοποιητική βάση της κακής διαιτησίας των εντεταλμένων οργάνων του ελληνικού κράτους.
Η μακρά παρακολούθηση της ιστορίας μέσα από τις πηγές που τεκμηριωμένα παρατίθενται από τον συγγραφέα μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως η πρόθεση του ελληνικού κράτους να χαρακτηρίσει ως παράνομες τις δικαιοπραξίες που συνομολογήθηκαν από τους Τούρκους και τους γηγενείς όποιο σκεπτικό και να είχαν δυσχέραναν την διαδικασία της ενσωμάτωσης που επιχειρήθηκε από τα όργανα της ελληνικής διοίκησης στην περιοχή πολλά χρόνια πριν από την έλευση των προσφύγων. Όταν μάλιστα μπήκαν στο παζλ οι πρόσφυγες η σοβούσα αντιπαράθεση στο ζήτημα της διεκδίκησης της γης και η επιδιαιτησία των οργάνων του κράτους συνέτειναν στην διαμόρφωση της ταυτότητας του ντόπιου και του πρόσφυγα και στην κατηγοριοποίηση των κατοίκων της περιοχής μέσα από τις συγκεκριμένες πολιτισμικές-φυλετικές διακρίσεις. Η ευμενής συμπεριφορά του κράτους απέναντι στους ελληνόγλωσσους πρόσφυγες επέτεινε την διάσταση με τους σλαβόφωνους γηγενείς, οδήγησε στον χαρακτηρισμό τους ως βουλγαριζόντων, βουλγαροφρόνων ή Βουλγάρων και επομένως ως κακών πολιτών του ελληνικού κράτους. Αυτή είναι και η πρώτη αποτύπωση του «βουλγαρισμού» η οποία κατά τον συγγραφέα συνοδεύτηκε από την παρέμβαση των μηχανισμών καταστολής και εκείνων της δικαστικής εξουσίας, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης κατά τις οποίες η καχυποψία απέναντι στον βουλγαρισμό εξελισσόταν σε ανάγκη για την επίτευξη της ασφάλειας του κράτους.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας στέκεται στην παρέμβαση του κράτους μέσα από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό, ο οποίος αποτελούσε τον βασικό μοχλό εθνικής ομογενοποίησης των κοινωνιών. Συγκεκριμένα κάνει αναφορά εις την γλωσσικήν εξελλήνσιν των ξενοφώνων η οποία υπήρξε μείζον στόχος της εκπαίδευσης της περιόδου. Αποδίδει μεγάλη ως εκ τούτου έμφαση στο ρόλο των Επιθεωρητών εκπαίδευσης , στην απαξίωση από μέρους τους της κουλτούρας των ξενόφωνων αλλά και στην παρέμβαση τοπικών οργανώσεων φορέων, κοινωνικών ομάδων, εντύπων, αρθρογράφων και εκπροσώπων της τοπικής ελίτ οι οποίοι αξιολογούν την επίτευξη του στόχου της γλωσσικής αφομοίωσης των αλλόγλωσων ασκώντας παρεμβατική κοινωνική πίεση και κατηγορώντας εκείνους εκ των σλαβόφωνων που αντιστέκονται ως Βούλγαρους, αλλά και όσους πολιτικούς συμπράττουν με τους σλαβόφωνους ακόμα και για ψηφοθηρικούς λόγους ως εθνικούς μειοδότες, ή Βούλγαρους. Παρακολουθώντας ο Αθανασιάδης τα μέτωπα των πολιτικών κομμάτων και τις κατηγοριοποιήσεις γηγενών και προσφύγων μέσα από τις αλλεπάλληλες συγκρούσεις Λαϊκών-Φιλελεύθερων μου δίνει την εντύπωση πως στέκεται με σεβασμό σε ένα πρόσωπο το οποίο και θα ήθελε να το αναδείξει: στον Γεώργιο Θεοδώρου Μόδη, η συμπεριφορά του οποίου τον ελκύει. Είναι φανερό πως σε κάποια μονογραφία θα αποκαταστήσει την αδικία που έχει κάνει η τοπική ιστορία εστιάζοντας αποκλειστικά στον ξάδερφό του Γεώργιο Χρ. Μόδη.
Η τρίτη κατά σειρά αποτύπωση του βουλγαρισμού στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας είναι η αναγόρευση από τις εθνικιστικές οργανώσεις του Μεσοπολέμου όπως η ΕΕΕ κάθε ιδεολογικού αντιπάλου της φασίζουσας αυτής κίνησης σε βουλγαρίζοντα με στόχο τον κοινωνικό παροπλισμό του ίδιου αλλά και αυτού που εκπροσωπούσε στην κοινωνία. Η μακροσκελής περιγραφή του προσεκτικά επιλεγμένου κεντρικού ρόλου του φλωρινιώτικου παρατήματος της ΕΕΕ, η αντικειμενική αναφορά στην στελέχωσή του τόσο από Λαϊκούς όσο και κυρίως από βενιζελικά στελέχη της Φλώρινας, η παρακολούθηση των δημοσιευμάτων του τοπικού αλλά και του Αθηναϊκού και Θεσσαλωνικιώτικου τύπου για τους σκοπούς της ΕΕΕ σε μια κοινωνία στην οποία κατά τα γραφόμενά τους επιβαλλόταν η καταπολέμηση του βουλγαρισμού αποτελούν αρετές του βιβλίου, αφού μας εισάγουν για πρώτη φορά σε μια κριτική θεώρηση του τρόπου με τον οποίο κατασκευάζονται πέρα από τις κομματικές και άλλες κατηγοριοποιήσεις. Στην ίδια θεματική ενότητα ο συγγραφέας παρακολουθεί την δημιουργία των οργανωτικών δομών του κομουνιστικού κόμματος στην περιοχή, την προσπάθεια διαχείρισης σε επίπεδο Κομιντέρν και Βαλκανικής Κομουνιστικής Ομοσπονδίας του Μακεδονικού Ζητήματος από το ΚΚΕ, αναφέρεται στην αποδοχή το 1924 του συνθήματος για Ενιαία Ανεξάρτητη Μακεδονία και τις διώξεις των κομουνιστικών στελεχών σε τοπικό επίπεδο. Παράλληλα αναφέρεται στις προσπάθειες προσεταιρισμού των σλαβόφωνων της Φλώρινας από τα τοπικά στελέχη του ΚΚΕ, στο πλαίσιο της εκστρατείας διαφώτισης, αλλά και στις απεργιακές κινητοποιήσεις των συντεχνιών σε τοπικό επίπεδο. Επισημαίνει μάλιστα πως οι θέσεις του ΚΚΕ του έτους 1924 δημιούργησαν τις προϋποθέσεις στην αντίπαλη πλευρά για ταύτισή τους με τους Βούλγαρους. Η επισήμανση αυτή συνιστά την τέταρτη κατά σειρά αποτύπωση του βουλγαρισμού στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας αν και επισημαίνει την εκλογή ως Πληρεξούσιου Φλώρινας-Καστοριάς του κομουνιστή στελέχους του Παλαϊκού μετώπου Ν. Κυριακόπουλου το 1926 και του Ανδρέα Τζήμα το 1936.
Η επόμενη αποτύπωση του βουλγαρισμού σχετίζεται κατά τον συγγραφέα με την βομβιστική απόπειρα στο καφενείο Διεθνές της Φλώρινας στις 16 Νοεμβρίου 1925 που ερμηνεύτηκε ως έργο της ΕΜΕΟ και αναδείχτηκε δεόντως από τους τότε κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους (Ασφάλεια, αστυνομία, στρατός, ταξιαρχία κλπ) όπως και από τον τοπικό και πανελλήνιο τύπο. Τα δημοσιεύματα, αλλά και τα έγγραφα των διοικητικών κρατικών υπηρεσιών αναδεικνύουν το ζήτημα ως παρέμβαση της ΕΜΕΟ με παρουσία ενός πυκνού υποστηρικτικού δικτύου στα χωριά της περιοχής δημιουργώντας την εντύπωση μιας βουλγαρίζουσας περιοχής, με οργανώσεις, υπο-οργανώσεις και βοεβόδες. Η δικαστική εξουσία σε συνεργασία με την χωροφυλακή εντοπίζουν και τιμωρούν πρωταγωνιστές, και το κράτος νομοθετεί σχετικά με τη δημιουργία αποσπασμάτων για την περιφρούρηση της τάξης στην ελληνική επικράτεια Φλώρινας και Καστοριάς με επικεφαλής τους Μακεδονομάχους Στέφανο Γρηγορίου και Λάκη Νταηλάκη. Σύμφωνα με τον Βλάση Βλασίδη ο ρόλος ων ελληνικών αποσπασμάτων ελέγχεται ως καταδυναστευτικός απέναντι στους σλαβόφωνους πληθυσμούς.
Ακολουθεί η αναφορά του συγγραφέα σε μια μελέτη περίπτωσης, τον Mενέλο Γέλε ή Γκέλε, απόφοιτο Νομικής και πλούσιο έμπορο, πολιτευτή, Δημοτικό Σύμβουλο, εκδότη της εφημερίδας Μακεδονικός Σπινθήρ ο οποίος δαιμονοποιήθηκε κατά τον συγγραφέα ως αρχηγός της Βουλγαρικής προπαγάνδας στην περιοχή της Φλώρινας την περίοδο της κατοχής. Μέσα από τις φωτοσκιάσεις που χρησιμοποιεί ο Αθανασιάδης αναδεικνύεται μια πλευρά του Γκέλε η οποία δεν αναιρεί-επιτρέψτε μου ως μελετητή της κατοχικής του δράσης- τις άλλες πτυχές της προσωπικότητάς του: Ο Αθανασιάδης αναφέρεται στην οξυδέρκειά του, στην μόρφωσή του, στην πετυχημένη χρήση της ελληνικής από μέρους του, στο εμπορικό του δαιμόνιο που τον έκανε να χρησιμοποιεί τη Βουλγαρία ως διάμεσο σταθμό στην πορεία πολλών σλαβόφωνων προς τον Καναδά, κάτι για το οποίο παρακολουθούνταν η δουλειά του ως μεταναστευτικού πράκτορα. Για τον Αθανασιάδη ο Γκέλες δεν είχε τα συνήθη συμπλέγματα των καταδιωκομένων σλαβόφωνων, ύψωνε φωνή που έφτανε ως τον Βενιζέλο, είχε κοινωνική αποδοχή, υπήρξε υπεύθυνος του γραφείου Δραγούμη και στενός πολιτικός του φίλος και μάλλον κατά την εκτίμησή του έτσι θα έπρεπε να είναι όλοι οι κάτοικοι της περιοχής, έξυπνοι, διεκδικητικοί, χωρίς συμπλέγματα, με σχέσεις με την κεντρική διοίκηση που θα τις διαμορφώνουν και θα τις επηρεάζουν. Επίσης δεν θα εκπλαγώ αν δω μια μονογραφία του Αθανασιάδη για τον Γκέλε γιατί οι προτιμήσεις αποτελούν για την δική του ποσωπικότητα-μιλάω ως δασκάλα τους το μεταπτυχιακό- κίνητρα για δημιουργία.
Στο τελευταίο μέρος του έργου του ο Αθανασιάδης αναφέρεται σε δύο κυρίως εκλογικές αναμετρήσεις. Η πρώτη είναι αυτή των δημοτικών εκλογών της 11ης Φεβρουαρίου 1934 η οποία αναδεικνύει κατά τη γνώμη του έναν ιδιότυπο εθνοτικό τοπικισμό, που επίσης παρεξηγείται από τους νικητές και αντιμετωπίζεται ως εκδήλωση «φλωρινιώτικου σεπαρατιστικού αυτονομισμού» –παραδοχή που εκκινεί από την διαστρέβλωση του συνθήματος Ζήτω η Φλώρινα. Η δεύτερη είναι η εκλογική αναμέτρηση της 9ης Ιουνίου 1935 η οποία έληξε με καθολική επικράτηση του ανεξάρτητου συνδυασμού Δραγούμη. Στην πρώτη περίπτωση η εκλογική αναμέτρηση κρίθηκε από το Εφετείο Θεσσαλονίκης με 5 ψήφους διαφορά υπέρ του συνδυασμού του Ν. Χάσου, ενώ το σύνθημα των εντοπίων και η παράλληλη συστράτευση των ακτημόνων στο πρόσωπο του γηγενούς Χρ. Σιάκου δεν επικράτησε, αν και έφτασε πολύ κοντά στην εξουσία. Στις εκλογές αυτές καταλύθηκαν τα παραδοσιακά κόμματα μπήκαν συνθήματα φυλετικά και η πολιτική αφύπνιση των εντοπίων με συνθήματα υπέρ της Φλώρινας οδήγησαν παράγοντες της κεντρικής πολιτικής σκηνής αλλά και ντόπιους αρθρογράφους στον εντοπισμό αποτυπώσεων του βουλγαρισμού στην τοπική κοινωνία της πόλης. Στη δεύτερη περίπτωση η αποχή των Φιλελεύθερων από τις εκλογές και η στήριξη του αιρετικού συνδυασμού-«ανεξάρτητου»-του Φίλιππου Δραγούμη, ο οποίος εκτός από τους Φιλελεύθερους πήρε μαζί του και σημαντική μερίδα των εντοπίων, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για νέες καταγγελίες περί αποσχιστικών αυτονομιστικών κινήσεων και στράτευση των βουλγαριζόντων. Οι καταγγελίες άγγιξαν και τον Φίλιππο Δραγούμη, ενώ ο παροπλισμός του ανέδειξε τον σκληροπυρηνικό Μπινόπουλο, ο οποίος απέκλεισε από την πολιτική του εύνοια στη συνέχεια την εθνοτική ομάδα των προσφύγων, στηρίζοντας κυρίως τους ελληνόφρονες σλαβόφωνους.
Κλείνοντας την παρουσίαση θα συμφωνήσω με τον συγγραφέα πως η Φλώρινα δεν ήταν η πόλη που διακατεχόταν από νοητικά συμπλέγματα την περίοδο του μεσοπολέμου. Ήταν η πόλη που επένδυε στον τουρισμό, τότε κατασκευάστηκαν χάρις στα υπερατλαντικά εμβάσματα οι πιο εκλεπτυσμένες κατοικίες, ανέβηκε το βιοτικό επίπεδο, η γεωργία απαλλαγμένη από τη μεγάλη ιδιοκτησία απέφερε τους πρώτους σημαντικούς καρπούς. Αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό της πόλης έβγαινε από ατ εκπαιδευτικά ιδρύματα περισσότερο μορφωμένο, άρχισαν να συγκροτούνται επιστημονικοί σύλλογοι από ντόπιους αποφοίτους, δημιουργήθηκαν οι πρώτες καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Εκείνο όμως που πραγματικά επιβράδυνε την ανάπτυξη ήταν η κατώτερη των περιστάσεων κεντρική πολιτική ελίτ αλλά και κάποιες από τις τοπικές παραφυάδες της οι οποίες οδηγούνταν σε κατασκευές στερεότυπων αποτυπώσεων βουλγαρισμού για να συντηρήσουν τα πολιτικά και κοινωνικά προνόμια μιας ντόπιας ελίτ που διασφάλιζε τα δίκτυα επικοινωνίας τους και ψηφοθηρίας τους στην περιοχή της Φλώρινας.
Επομένως το βιβλίο του κυρίου Αθανασιάδη μπορεί να διαβαστεί και ως καθρέφτης των στρεβλώσεων των προγόνων μας στην τοπική κοινωνία στην οποία ανήκουμε. Ο καθαρτήριος λόγος του μπορεί να μας χρειαστεί στο μέλλον, το άμεσο ή το απώτερο..