Ανάμεσα στα πρόσωπα που συναντούμε την Μεγάλη Εβδομάδα στο Πάθος και την Ταφή του Χριστού, είναι ο Ιωσήφ από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος ο κρυφός μαθητής.
Όμως, πολύ γρήγορα τους λησμονούμε, καθότι κινούνται τόσο αθόρυβα και διακριτικά. Θαρρείς και προσβάλουν την ταραχώδη ζωή μας, τον θόρυβο της καθημερινότητας μας. Νιώθοντας την ανάγκη να υποβάλλουμε συνεχώς με λόγια και κινήσεις, τα διαπιστευτήρια των απόψεων μας.
Σ’ αυτήν την προσπάθεια δεν μένει ανεπηρέαστη ούτε η πίστη μας στον Θεό. Επιδιώκοντας να δείξουμε προς τους άλλους την θρησκευτικότητα μας, ώστε να παραμένουμε ομολογητές. Γι’ αυτό ίσως μας ξενίζει η έννοια του κρυφού μαθητή, ή εκείνου που ακολουθεί τον Κύριο, στην αφάνεια, φοβούμενος ότι οι δικές του δυνάμεις δεν επαρκούν, δεν έχουν την γενναιότητα των υπολοίπων.
Κάπως έτσι κινούνταν ο Ιωσήφ με τον Νικόδημο. Αθόρυβα, αγαπούσαν τον Χριστό και με χαρά τον ακολουθούσαν. Όχι όμως φανερά, αλλά στα κρυφά, εκδήλωναν την αγάπη τους, μέσα στην νύχτα, που ησύχαζαν τα πάντα. Κι έτρεχαν ν’ ακούσουν τον Διδάσκαλο, να μην δώσουν στόχο, διότι οι Ιουδαίοι είχαν ήδη αποφασίσει, ότι οποίος ακολουθούσε τον Ιησού, έθετε τον εαυτό του εκτός Συναγωγής.
Μεγάλα διλήμματα, μα ακόμα μεγαλύτερη αγάπη. Ο πόθος για τον Χριστό, φλόγιζε την καρδιά τους. Και την πιο κρίσιμη στιγμή, γίνεται αφορμή για να ξεπεράσουν κάθε αναστολή. Σπεύδει, ο Ιωσήφ στον Πιλάτο, ζητώντας το Σώμα του Χριστού. Και μαζί με τον Νικόδημο Τον τοποθετούν στο καινό και μετ’ ολίγον κενό μνήμα, που είχε αγοράσει ο Ιωσήφ για τον εαυτό του.
Οι δύο κρυφοί μαθητές γίνονται η πιο τολμηροί άνθρωποι, που με τα χέρια τους κηδεύουν τον Ενανθρωπήσαντα Θεό. Δείχνοντας την αγάπη τους για Εκείνον, χωρίς μεγάλα λόγια και δίχως καμία τάση επίδειξης.
Πριν λίγες ώρες την νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης, ο Πέτρος, ο πιο εκφραστικός και συνάμα τολμηρός μαθητής, ενώπιον όλων είχε δηλώσει πως είναι πρόθυμος να πεθάνει για τον Κύριο του. Μάλιστα, όταν ο Χριστός συλλαμβάνεται, επιτίθεται στον δούλο του αρχιερέα τραυματίζοντας τον. Όμως, πολύ σύντομα τον αρνήθηκε τρεις φορές.
Κι ο απόστολος Πέτρος αγαπούσε τον Χριστό, ήταν αφοσιωμένος σ’ Αυτόν και πρόθυμος να πεθάνει για χάρη Του, όπως συνέβη κάποια χρόνια αργότερα μετά την Πεντηκοστή. Αλλά, εκείνη την στιγμή, λειτουργούσε ως οπαδός, σαν να είχε στρατολογηθεί από τον Κύριο για να τον υπερασπιστεί, αγνοώντας την φιλανθρωπία του Θεού και την αγάπη Του, που έρχονταν ως Άνθρωπος να Πάθει για κάθε άνθρωπο.
Καθώς ο άνθρωπος που εμπνέεται από την αγάπη του Θεού, βρίσκει αφορμή και κίνητρο να μεταμορφώσει την ζωή του. Καθότι, η αγάπη δεν έχει σταθερές και δεδομένα , αλλά εμπεριέχει την θυσία, την έξοδο από το εγώ μας. Οδηγεί στο σταυρό για χάρη του Χριστού και των ανθρώπων της και δεν σταυρώνει τους άλλους. Διακονεί και δεν απαιτεί, θυσιάζεται και δεν προσδοκά καμία αμοιβή, ή ανταπόκριση.
Αντίθετα, αυτός που επιλέγει να γίνει οπαδός μέσα στην εκκλησία, νεκρώνεται, δεν βρίσκει κίνητρο και αφορμή. Πρέπει πάση θυσία να θρέψει το εγώ του, να ικανοποιήσει την ψύχωση του, να καλύψει ενδεχομένως την ανασφάλεια του, ότι όντως πιστεύει κι αγαπά τον Θεό. Γι’ αυτό εκδηλώνεται επιθετικά, βλέπει παντού εχθρούς, θεωρεί πως κάθε στιγμή, βιώνοντας έντονη πίεση, οφείλει να ομολογεί την πίστη του στον Χριστό.
Γι’ αυτό κι εμείς όταν αγαπούμε τον Θεό και ποθούμε να Τον έχουμε στην ζωή μας, θέλοντας να σχετιστούμε μαζί Του. Βρίσκουμε αφορμή και κίνητρο, να νικήσουμε τους φόβους μας, ν’ αφήσουμε τα πάθη και τις αμαρτίες για χάρη του Χριστού, να μας μεταμορφώσει η παρουσία Του. Εφόσον, η αγάπη μας κάνει δημιουργικούς, μας οδηγεί στην έξοδο από τον εαυτό μας, ώστε να συναντήσουμε τον Αναστάντα Χριστό.
Όμως, όταν συμπεριφερόμαστε σαν οπαδοί, μέσα από τον φανατισμό μας, επιχειρούμε να ικανοποιήσουμε τον εγωισμό μας, την ανασφάλεια μας, δείχνοντας την πίστη μας. Κι έρχεται η άρνηση, η προδοσία και η απογοήτευση, επειδή ακριβώς δεν σταθήκαμε αγαπητικά, ως ερωτευμένοι, εμπνεόμενοι από την αγάπη του Θεού. Αλλά, πιστέψαμε στις δικές μας δυνάμεις, ότι είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε για τον Χριστό. Προκειμένου να υπερασπιστούμε τον Θεό, σαν αυτός να έχει ανάγκη κάτι αντίστοιχο.
Κι έρχεται η εκκλησία δυο Κυριακές μετά το Πάσχα, να προβάλλει την αγάπη για τον Χριστό, που δίνει το θάρρος στους Ιωσήφ και Νικόδημο, ενάντια σε κάθε φόβο κι αναστολή να κατεβάσουν από τον Σταυρό και να ενταφιάσουν το Σώμα του Ιησού. Παράλληλα, με την τόλμη των Μυροφόρων γυναικών, όπου η αφοσίωση κι ο πόθος τους, να διακονήσουν τον Κύριο, τις οδηγεί στο καλά φρουρούμενο μνημείο, για να μυρώσουν το Σώμα του Χριστού, ακόμα κι αν διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο, να συλληφθούν από την κουστωδία του Πιλάτου.
Επιχειρεί η εκκλησία, να μας δώσει μια άλλη οπτική, λέγοντας μας ότι, η αγάπη, η ομολογία, ο πόθος και η τόλμη για τον Θεό, δεν αποτελούν ατομικά κατορθώματα, αλλά είναι καρποί μια ουσιαστικής σχέσης με τον Χριστό. Μέσα από το δόσιμο, τον έρωτα τις καρδιάς μας σ’ Εκείνον.
Κι η στάση μας μπροστά στον Θεό, ως οπαδών, ή εραστών της αγάπης του Χριστού προς εμάς, καθορίζει και την ποιότητα της σχέσης μας μ’ Εκείνον. Ο πόθος και η αγάπη μας γι’ Αυτόν, γίνονται αφορμή αλλαγής και μετάνοιας, μας κάνουν δημιουργικούς, ειρηνεύουν την ύπαρξη μας, ενώ το άγχος να υπερασπιστούμε τον Θεό, μας καθιστά οπαδούς, στην προσπάθεια μας να υπηρετήσουμε το εγώ μας.
Τρυφωνόπουλος Γεώργιος
Θεολόγος Α.Π.Θ.