ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ – ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΑΝΗ ΑΚΤΗ
Δεύτερη ενότητα
Η Χαλκιδική με τον πλούσιο διαμελισμό, τις ζεστές θάλασσες, τις ξανθές αμμουδιές, τις δαντελωτές ακρογυαλιές και κάπου τις επιβλητικά άγριες γραφικές ακτές, τα φλύαρα τραγούδια, βοές, φλοισβίσματα, τις αμέτρητες αποχρώσεις όλου του φάσματος του γαλανού, της απεραντοσύνης του Αιγαίου στον διάπλατο ορίζοντά της, με βαρκούλες να ψαρεύουν, καράβια ν’ αρμενίζουν, φουσκωτά να χοροπηδούν στις καμπύλες και τους αφρούς των κυμάτων, είναι μοναδική. Σχετικά κοντά μεγάλα, πλεούμενα ταξιδεύουν με γοργή ρότα, για τους προορισμούς τους, διασχίζοντας περήφανα το Θερμαϊκό, ενώ «Δελφίνια» τη συνδέουν με τις Βόρειες Σποράδες. Γλάροι λευκοί τρελά φτερουγίζουν στο μώλο, στα ξάρτια των καραβιών, βουτούν και «χάνονται» για τροφή, λικνίζονται πάνω στα γλαυκά νερά, κάτω από έναν ήλιο αστραφτερό κι έναν ουρανό θαλασσιά οργαντίνα.
Την επισκεπτόμαστε με την ίδια λαχτάρα και θαυμασμό κάθε χρονιά, δοκιμάζοντας καινούργιες εκπλήξεις. Εκεί, που απολαμβάναμε ήσυχες, ενθουσιασμένες, χαλαρωμένες από την αλλαγή, ευχαριστημένες με την επαφή της θάλασσας, τη δροσιά και την ευεξία, που νοιώθαμε μετά το μπάνιο, μας ξάφνιασε και μας απογοήτευσε το απρόσμενο μπουρίνι, ο θυμωμένος μουντός ουρανός, η βροχή και τ’ αστραπόβροντα, που έσκαζαν γύρω μας με μανία, γιατί βρισκόμαστε πολύ κοντά, όπου ο Δίας ξεσπούσε την ορμή και την οργή του, εναντίον των Γιγάντων, που δεν του επέτρεπαν τη διακυβέρνηση του κόσμου, στη Φλέγρα, μυθικό όνομα των Λουτρών Αγίας Παρασκευής.
Μια νύχτα και μια μέρα δεχόμαστε τις φοβερές επιθέσεις του, αστροπελέκια, κεραυνούς, βροχή, κρύο, πτώση κάθετη θερμοκρασίας, κλεισμένες στο «καβούκι» μας.
Κάθε λίγο παρατηρούσα τις μεταλλάξεις του περιβάλλοντος, θάλασσας, ουρανού, του ανύπαρκτου θολού ορίζοντα και τις ζωγράφιζα με … το μολύβι.
Τα σύννεφα σέρνονταν πάνω στο γυαλό, τον χάιδευαν και περιόριζαν την καταπληκτική μας θέα, τα πεύκα δακρυσμένα, οι χωρικοί και οι επισκέπτες ντυμένοι όπως-όπως, καθώς κι εμείς, για ν’ αντέξουμε την υγρασία και το διαπεραστικό κρύο.
Ο ουρανός γκρίζος, μολυβής, ενώ το πρωί τη μαυρίλα του χάραζαν πύρινα μαχαίρια, οι αστραπές. Οι λάμψεις μας ξάφνιαζαν ολημερίς και περιμέναμε μετά το «φως», τον εκκωφαντικό κρότο-βροντή- με τρόμο για την ένταση του στο φτωχό ημίφως της καταθλιπτικής μέρας.
Η ακρογιαλιά στα παράλια ροζ και κεραμιδί, από το μανιασμένο κι επαναλαμβανόμενο χτύπημα των αφρισμένων νερών στις ακτές. Αργότερα γκρι-αρζάν-αργυρή-σουρωτή, σγουρή, ψυχρή αρχίζει να γίνεται διαυγής, μ’ επιφάνειες σ’ όλες τις αποχρώσεις του ασημί όλη η έκταση της, ενώ το κυματάκι φιλεί αφριστό και παιγνιδιάρικο την αμμουδιά κι όλες τις απότομες ακτές.
Όπως να το κάνεις, τα καλοκαιρινά μπουρίνια, ο θυμός και τ’ ακραία φυσικά φαινόμενα του καιρού είναι, βέβαια βλαβερά, αλλά σύντομα, αυτή την εποχή.
Το βαρύ κουραστικό και πληκτικό εικοσιτετράωρό μας έκλεψε την ευχαρίστηση και μας στέρησε την ηδονή της επαφής με το αλμυρό στοιχείο, την άσκηση και τα παιγνίδια μας μ’ αυτό, μας απογοήτευσε και μας αφαίρεσε τη χαρά και την απόλαυση τριών ακόμη ευχάριστων εμπειριών και την αγκαλιά και τα χάδια της λατρεμένης θάλασσας.
Αύριο, φεύγουμε πικραμένες, μα ελπίζω και προοιωνίζεται, πως ο ήλιος γρήγορα θα εμφανιστεί να χαρίσει δόξα, και φώς στο τοπίο, ν’ αποκαλύψει τις φθορές, που προκάλεσε ο κυκλοθυμικός Αλωνάρης και να πλημμυρίσει ικανοποίηση αυτούς, που καταφθάνουν κοπάδια, να χαρούν και να ευχαριστηθούν τις διακοπές τους.
Τι κρίμα όμως! Εμείς φεύγουμε «άδοξα», στενοχωρημένες και απογοητευμένες κι αυτοί σπεύδουν θριαμβευτικά, να κατακτήσουν το θερινό όνειρό τους.!!
Αποχαιρετισμός
Ο ουρανός ξαστέρωσε τελείως το βράδυ, ο ορίζοντας έφτασε στον Όλυμπο, την Πιερία και κατηφόρισε στο Αιγαίο.
Η ατμόσφαιρα ημέρεψε και καθώς παρατηρώ αποχαιρετώντας τον χαριτωμένο οικισμό από μια μέτρια κορφούλα, που βρίσκεται ο ξενώνας μας κι απ’ τον τρίτο όροφο, μου μοιάζει μουντός χρωματιστός πίνακας πριν το σούρουπο και τα σκόρπια φωτάκια του στο λυκόφως μαρκάρουν και σκιάζουν την εικόνα, χαρίζοντάς της παράξενα σχήματα και μυστήριο. Ματάκια, που ανοίγουν περίεργα και διαχέουν φωτεινές ριπές τοξεύοντας τη νύχτα, ενώ οι παφλασμοί χτυπάνε με νωχελικό ρυθμό τη στεριά, προσφέροντας της, ήχους και νανουρίσματα.
Στο βάθος τα γρι-γρι (γιρ-γίρια), ψαρεύουν για τον επιούσιο. Ο οικισμός στολίδι της εικόνας, πανέμορφο, ζωντανό, σαν σύνθεση με ποικίλα σύμβολα: Τα δέντρα του, σε κάθε τόνο πρασίνου, τα θυσσανωτά πεύκα και τα σπιτάκια του, πεταχτές σταυροβελονιές, συμπληρώνουν τη ζωγραφιά. Οι γειτονιές, αμφιθέατρο, πεζούλες, ολοπράσινες, ομορφοδουλεμένες, δροσερές ή κερκίδες μιας σπάνιας μορφής οικιστικής κατασκευής, χάρμα οπτικής τάξης και αρωματικής αποπνοής, σε ξεκουράζει, σε θέλγει, σε γαληνεύει.
Κοντά μας χελιδονάκια χαμηλοπετούν χαρούμενα και φλύαρα τιτιβίζοντας ή αιωρούνται ψηλά, θαυμαστά μαυρόασπρα ή μαυροκίτρινα σημαδάκια – πετροχελίδονα –σπαθίζουν τον αέρα.
Κάτω μας θαλερά δεντράκια, βαθυπράσινα, λεμονιές, και μανταρινιές με χρυσοπράσινες τρυφερές νέες κορυφές και πλατειά φύλλα. Οι ασημιές ελιές προσφέρουν τα λόγχινα φυλλαράκια τους στ’ αεράκι και τον ήλιο, συνεχώς αλλάζοντας πλευρές.
Το θηλυκό κυπαρίσσι, ξάδερφος του έλατου, ξανανιωμένο με ξανθοπράσινη γυαλιστερή φορεσιά και η χαϊδεμένη μικρή ροδιά, με σαν άγουρα στηθάκια νεαρού κοριτσιού τα κορωνάτα ρόδια της και την ευχάριστα προκλητική και φωτεινή έκπληξη των ανοικτών κόκκινων-κοραλί ανθών της, σε γεμίζει θαυμασμό, ευφορία, συμπάθεια, με τη μικρή σεμνή σιλουέτα της και σε οδηγεί στην επιθυμία της γεύσεως του εύχυμου καρπού της Αφροδίτης, του ροδιού.
Κι ο μεγάλος πολύκλαδος γιούκας, περήφανος και φοβερός προβάλλει τα πλυμένα από τη βροχή αιχμηρά λαμπερά κι επικίνδυνα φυλλένια «σπαθιά» του.
Όλα τόσο κοντά σου, δίπλα σου, γύρω σου, που σου είναι αδύνατο να μην τα προσέξεις.
Πιο κάτω οι καμαρωτοί γίγαντες φρουροί, τραγουδιστές, με το θρόισμα, το άρωμα και τη δροσιά τους, σύντροφοι, τα αιωνόβια πεύκα με τ’ αμέτρητα τζιτζίκια και το τραγούδι τους μερόνυχτα, με συνοδεία γρύλλους και τριζόνια. Δώρα ανεκτίμητα της εξοχής, της κάθε εξοχής.
Μου’ λειψε αφάνταστα η φωνή του Γκιώνη.
Απογοητευμένες, την τρίτη ημέρα πήραμε λυπημένες και κατηφείς το δρόμο της επιστροφής. Η μέρα είχε αρχίσει να στρώνει, μα ο χρόνος ο δικός μας είχε σημάνει τέλος. Το ταξίδι, η διαδρομή: Φύγαμε μεσημέρι με λεωφορείο, περνώντας απ’ όλα τα παραθαλάσσια χωριά, θαυμάζοντας το πράσινο και το φως τ’ ουρανού, που ανταύγιζε τη θάλασσα κι ευδαιμονίζοντας με ζήλεια τους τυχερούς, που πλημμύριζαν τους δρόμους, μετακινούνταν για μπάνια κι αυτούς που κατέφθαναν.
Η θάλασσα ανοιχτό λουλάκι, ξανθές οι αμμουδιές, όσο έφτανε το μάτι σου, με αναλαμπές ζωηρές του λευκού, και του ασημί κατά τόπους. Ο ουρανός αφηρημένος πίνακας ζωγραφικής, όπου παιγνίδιζε και υπερείχε το αναλυτό βαμβάκι και το μπλού.
Τέχνη και ζωγραφική συγκροτούν μια αρμονική ποικιλία εικόνων, που σ’ απογειώνει τερπνή, ελκυστική, μαγική.! Τη ρουφάς με ενθουσιασμό και θαυμασμό, για να σου μείνει αποτύπωμα και σφραγίδα από τις σύντομες διακοπές σου τούτο το καλοκαίρι, κοντά στη μαγεύτρα και λατρευτή μου θάλασσα, τη χαλαρωτική και λυτρωτική, που σιγά-σιγά στερούμαι. Παλαιότερα ήταν μα και σήμερα εξακολουθεί να παραμένει η μεγαλύτερη απόλαυση κι αγάπη της ζωής μου. Καθώς το αυτοκίνητο καταπίνει τα χιλιόμετρα, οι εντυπώσεις μου πολλαπλασιάζονται, οι εικόνες εναλλάσσονται και οι σκέψεις πετούν, ενώ παρατηρώ, πως αυτός ο διάπλατος και ζεστός Τορωναίος Κόλπος με μια αόρατη γραμμή, χωρίζει τη θάλασσα σε ανοιχτό θαλασσί και μπλέ ρουά. Το ανοιχτό χρώμα τονίζει τον καθαρό, αβαθή, αμμουδερό πυθμένα. Εκεί απολαμβάνεις κολύμπι και διαφάνεια παρατηρώντας την υφάλια ζωή. Πολύ γλαφυρά και τρυφερά την περιγράφει στο τέλος του το βιβλίο της Πρώτης τάξης της εποχής μου!
Το Αλφαβητάρι με τον ήλιο
«Γλυκά φυσά ο μπάτης, /η θάλασσα δροσίζεται, / στα γαλανά νερά της, / ο ήλιος καθρεφτίζεται και λες, πως παίζουν με χαρά / πηδώντας δίχως έννοια, / ψαράκια με χρυσά φτερά / σε κύματα ασημένια»!
Σαν κολυμπάς, νοιώθεις δροσιά και ευεξία παρατηρώντας τα παιγνίδια, τη ζωή και την κίνηση του διαυγούς βυθού, το τραγουδάς με παιδικό αυθορμητισμό, ενθουσιασμό και ικανοποίηση. Όσο σκουραίνει το νερό, μαρτυρεί το βάθος, που αυξάνει και την ανωμαλία του πυθμένα, γεμάτη υπόγεια κενά, βραχάκια, πέτρες κάθε σχήματος και μεγέθους, φύκια, αχινούς, σπήλαια. Κρυψώνες των μεγάλων Ελληνικών κητών, που παίζοντας βγαίνουν στα ρηχά, ενώ προηγούνται σύννεφα μικρών ψαριών, καθώς τα κυνηγούν τα μεγάλα προχωρώντας προς την ακτή: Δελφίνια κάνοντας τα χορευτικά και ακροβατικά, τους νούμερα, πλησιάζοντας τους ανθρώπους, που αγαπούν, τα ερωτικά τους παιγνίδια και κυνηγητά. Πού και πού εμφανίζεται κανένας μεγάλος τόννος 300 κιλών ή και σκυλόψαρα σπανιότερα κ. α.
Οι παραλίες από Παλιούρι, ως Καλλιθέα και Ποτίδαια με το φυσικό αυλάκι –πορθμό – από γεννήσεως της Ελλάδας, ανατολικά και από Λουτρά, ως Θεσσαλονίκη, δυτικά και νότια – δομημένες νόμιμα; Παράνομα; γεμάτες πράσινο, που θεριεύει, φως και γαλάζιο, παραλίες δαντέλες, σπίτια, που ενώνουν όλα τα παραλιακά χωριά.
Ακόμη, παράνομοι ένοικοι των δασών, σκηνές και όλα τα επακόλουθα: σκουπίδια, ρύπανση και τα συναφή στήνονται παντού και φεύγοντας, εγκαταλείπουν επί τόπου τα λάφυρά τους εκτεθειμένα ή θαμμένα στην άμμο – υπάρχουν, κάδοι παντού – και στα ξέφωτα των δασών, ενώ οι πρώτες βροχές και αέρηδες τα ξεθάφτουν, κάνουν αποκαλύψεις και φανταστείτε τις εικόνες. Όπως και χωριά «φυτεμένα» στις κορυφές, τις πλευρές και τους πρόποδες των βουνών, κρυμμένα στις πυκνές συστάδες των εναπομεινάντων υπεραιωνόβιων πεύκων κι όσοι τα κατοικούν, περνούν θαυμάσια. Αλλά τις «παρενέργειες» και τις φθορές τις δέχονται όλοι οι κάτοικοι και τα βουνά μας: Διάβρωση, ρύπανση, μόλυνση περιβάλλοντος και υδροφόρου ορίζοντα κ.α. Τα περισσότερα υδραγωγεία της Κασσάνδρας δεν έχουν κατάλληλο πόσιμο νερό. Ίσως η ευεργετική μυρωδιά του σχοίνου, του πεύκου, του ρετσινιού, του θυμαριού, της μυρτιάς, να «δρουν» σαν αποσμητικά χώρου, μα κάπου ανακατεύονται με «τ’ αρώματα» των επιβαρυντικών στοιχείων των προηγούμενων και σε ορισμένα μέρη, να ενοχλεί την όσφρηση, η δυσοσμία των αποβλήτων δημιουργώντας το αίσθημα της αηδίας.
Τι κι αν γαλάζιες σημαίες καθαρότητας, κυρίως σε πυκνά κατειλημμένες παραλίες κυματίζουν, με διηθίσματα βόθρων, βόχα ασυντήρητων και χαλασμένων βιολογικών καθαρισμών και, όταν κολυμπάς νομίζεις, πως πλέεις σε λάδι. Η προχειρότητα, η τσιγγουνιά, η ήσσων προσπάθεια, η ακόρεστη επιθυμία του εύκολου κέρδους κι Ελληνική συμπεριφορά – πολιτισμός – στο μεγαλείο του.
Παραλίες για μπάνιο των Λουτρών
Υπάρχουν παραλίες σε διάφορα σημεία κοντινά με διαφορετική εικόνα και προσπέλαση κάθε μία. Η πιο ομαλή βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού, στο λιμανάκι, αλλά αμφίβολης καθαρότητας. Πιο πέρα, κάτω από το Δημόσιο δρόμο, σε απόσταση περίπου 500 μέτρων είναι το Σιδερόπορτο. Πιο μεγάλη, προσβάσιμη, καθαρή σχετικώς, με χοντρά κι αστραφτερά βότσαλα.
Οι κοντινότερες ανάμεσα σε βραχάκια και μυτερές πέτρες είναι κάτω ακριβώς από τον οικισμό.
Η πιο ενδιαφέρουσα σύντομη και δύσκολη σε πρόσβαση για μεγάλους σε ηλικία, με κατήφορο ανώμαλο και γλυστερό, ανήφορο κοπιαστικό, βρίσκεται κάτω από το Πόρτο Ήλιος, που γίνεται η μετακίνηση. Κατεβαίνουν και αυτοκίνητα. Ένα άγριο, επιβλητικό και σπάνιο τοπίο, στη ρίζα ακριβώς της πηγής του θερμού θειούχου ύδατος, που πηγάζει από την καρδιά του βράχου, τροφοδοτεί τα λουτρά και «επιστρέφει» στον όρμο, θερμαίνεται το νερό και ενώ έχει χαλίκια μέσα κι έξω η παραλία, το μπάνιο σ’ αυτήν είναι πολύ ευχάριστο και ζεστό.
Τα δρομάκια, τα βραχάκια, το θειάφι, που μυρίζει, το χλιαρό νερό, που θερμαίνει το κορμί σαν κολυμπάς στα ρείθρα, της πηγής, τ’ απόνερα της πισίνας και των εσωτερικών λουτρών που καταλήγουν στην θάλασσα, παρασύρουν πολλούς σ’ αυτόν τον όρμο.
Γύρω, βράχοι από ασβεστόλιθο και σχιστόλιθο μεγάλοι, με τεράστιες σχισμές και κοτρώνες στο βυθό, σαν να τις έχει χαράξει πανάρχαιος πέλεκυς ενός Γίγαντα ή ο θυμός ενός οργισμένου Θεού, καθώς συγκρούονταν οι αντίπαλοι, μας οδηγούν στη βαθειά Μυθολογία, το θρύλο ή το μύθο της Γιγαντομαχίας με αντιμέτωπους Γίγαντες και θεούς – Φλέγρας και Ολύμπου – ή των εγκάτων της γης – απ’ όπου ο Εγκέλαδος ξερρίζωνε κι εκσφενδόνιζε βράχους, ξερνούσε φωτιά και ανακάτευε βουνά νερών και ό,τι η πλούσια έμπνευση των υπέροχων προγόνων μας συνελάμβανε και έπλαθε: Θρύλους και μύθους, για να δώσει υπόσταση και αλήθεια, σ’ αυτούς, να τους εξηγεί, να τροφοδοτεί το συναίσθημα, να εξάπτει τη φαντασία του λαού, και να ποικίλει την καθημερινότητά του.
Και πιστεύω, ότι η Γιγαντομαχία με τα παρεπόμενά της, επειδή έχει καλό τέλος, μετά σκληρό αγώνα και ανταγωνισμό, παρά ο σεισμός με τα ολέθρια του αποτελέσματα είναι πιο ευχάριστα αποδεκτός, λιγότερο ποιητικός γιατί η άμιλλα, ο ηρωισμός, που τους ερέθιζε και τους ενθουσίαζε το φρόνημα και η νίκη, – η λύση του δράματος, που θα τους ικανοποιούσε, απουσιάζει.
Ελένη Ζώλη