Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα οι Βλάχοι γίνονται στόχος των Ρουμάνων και των Βουλγάρων. Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και των Ιταλών. Στην αυγή του 21ου στόχος υπερεθνικών κέντρων και «νεωτερικών» Ελλήνων!..
Το 1861 οι Ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας ενώνονται σε ενιαίο κράτος, υποτελές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπό τον Ηγεμόνα Αλέξανδρο Κούζα τον οποίο διαδέχεται ως Βασιλεύς ο νεαρός Γερμανός πρίγκιπας Κάρολος Χοεντσόλερν-Ζιγκμαρίγκεν. Τότε το κράτος των δύο Ηγεμονιών επιχειρεί να επεκταθεί στα βαλκανικά εδάφη της ετοιμοθάνατης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, γι’ αυτό, επονομάζεται Romania. Το νέο όνομά του είναι ο «νομιμοποιητικός τίτλος του», διότι Ρωμανία ονομαζόταν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τους τελευταίους αιώνες της. Αλλά το όνομα δεν αρκεί. Έτσι στον ακόμη υπόδουλο τότε ελληνικό χώρο της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας ανακαλύπτει τους Βλάχους. Επικαλούμενο το βυζαντινό χρονικό του Κεκαυμένου υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι είχαν δήθεν κατέλθει από τη Ρουμανία και προβάλλοντας τη λατινοφωνία τους ισχυρίζεται ότι τάχα «μιλούν την ίδια γλώσσα».
Μάταια αντιτάχθηκαν σ’ αυτούς τους ισχυρισμούς της Ρουμανίας οι επιφανέστεροι Ρουμάνοι επιστήμονες. Τη δήθεν κάθοδο από τη Δακία απέρριψαν ευθύς εξ αρχής απερίφραστα οι επιφανείς Ρουμάνοι γλωσσολόγοι και ιστορικοί I. Coteuanu, Cusu Papakosta – Goga Dumutru, T. Papahagi, A. Sacerdoteanu, Siviu Dragomir, Cicerone Poghirc και Petre Nasturel και Lazarescu Lecanta.[1] Το γεγονός ότι οι Βλάχοι είναι λατινοφωνήσαντες αυτόχθονες Έλληνες απέδειξαν επίσης οι Ρουμάνοι ιστορικοί A. D. Xenopol, V. Parvan, Radu Vulpe και Al. Graur. Ο Ρουμάνος Nicolae Jorga, σοφός ιστορικός, καθηγητής, ακαδημαϊκός, πολιτικός και λογοτέχνης έγραψε ότι:[2]«Από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία οι Βλάχοι ανήλθαν μέχρι τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία».
Εν τω μεταξύ στις Ηγεμονίες Βλαχίας και Μολδαβίας διαπρέπουν δεκάδες επιφανείς Βλάχοι και τις ευεργετούν. Τις υπηρετούν ακόμη κι όταν αυτές ενώνονται με το όνομα Ρουμανία. Αυτοί, όμως, διατηρούν υπερήφανα την ελληνική τους ταυτότητα και χρυσώνουν την Ελλάδα. Γι’ αυτό οι εθνικιστές Ρουμάνοι τους κατηγορούν δημόσια ως «προδότες». Είναι ο υπουργός των Οικονομικών και καθηγητής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου Μενέλαος Γερμάνης από το Μπλάτσι. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αδάμ Λόγας, επίσης Μπλατσιώτης. Ο Μέγας Εθνικός Ευεργέτης Απόστολος Αρσάκης, από τη Χοταχόβα της Βορείου Ηπείρου, με βαθιά ελληνική παιδεία, ο οποίος μεταξύ των ετών 1822-1828 είναι Γραμματέας υπό τον Ηγεμόνα της Βλαχίας Γρηγόριο Γκίκα˙ μετά την ενοποίηση, εκλέγεται επί δέκα έτη βουλευτής και μεταξύ των ετών 1860-1862 είναι υπουργός Εξωτερικών της Ρουμανίας. Ενωρίτερα, το 1812, ο Καστοριανός Αθανάσιος Χριστόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λυρικούς ποιητές, ορίζεται Άρχων Μέγας Λογοθέτης (υπουργός Δικαιοσύνης) στην Ηγεμονία της Βλαχίας και με τον αδελφό του Κυριακό συντάσσει τον Κώδικα Ιδιωτικού Δικαίου που ισχύει ταυτόχρονα στις δύο Ηγεμονίες. Είναι Φιλικός και το 1821 σύμβουλος του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, τον οποίο φιλοξενεί στο αρχοντικό του, στο Ιάσιο κατά την Επανάσταση ο Φιλικός Κωνσταντίνος Μπέλλιος, από το Μπλάτσι, που μετά διαπρέπει στη Βιέννη ως βαρόνος και Μέγας Εθνικός Ευεργέτης. Στο Βουκουρέστι μεσουρανούν οι εξάδελφοι Κωνσταντίνος και Ευαγγέλης Ζάππας, Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες από το Λάμποβο της Βορείου Ηπείρου. Είναι τόσο απέραντα τα κτήματα που ο τελευταίος επιζών Κωνσταντίνος Ζάππας κληροδοτεί στο νεαρό τότε Κράτος των Ελλήνων, ώστε η ρουμανική κυβέρνηση αρνείται να τα παραχωρήσει με το αιτιολογικό ότι, έτσι, θα ιδρυόταν μέσα στη Ρουμανία ένα δεύτερο ελληνικό κράτος! Όταν ο Κ. Ζάππας πέθανε, στις 20 Ιανουαρίου 1892, η ελληνική πρεσβεία ξεκίνησε τη νόμιμη διαδικασία για τη διαθήκη. Αλλά το ρουμανικό Υπουργείο Εξωτερικών ματαίωσε αυθαίρετα τη διαδικασία με το επιχείρημα ότι η περιουσία του Κωνσταντίνου Ζάππα «δεν μπορούσε να κληροδοτηθεί στην Επιτροπή των Ολυμπίων, κατ’ ουσίαν στο Ελληνικό Δημόσιο, επειδή θίγονταν τα συμφέροντα των Ρουμάνων υπηκόων». Στην πραγματικότητα κλιμάκωνε την αφομοιωτική πολιτική που επιχειρούσε στα βλαχοχώρια. Ο Έλληνας πρέσβης Μ. Παπαρρηγόπουλος προσπάθησε να βρει μια συμβιβαστική λύση αλλά η Ρουμανία απέρριψε την πρόταση για παραπομπή στη διεθνή διαιτησία. Έτσι το Σάββατο 3 Οκτωβρίου 1892 η Αθήνα ανεκάλεσε όλους τους διπλωμάτες της. Ακολούθησε αμέσως το Βουκουρέστι. Οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών διεκόπησαν επί τέσσερα χρόνια. Σ’ αυτήν την τετραετία η ρουμανική προπαγάνδα προσέλαβε ιδιαίτερα επιθετικό χαρακτήρα στους Βλάχους της Μακεδονίας. Οι σχέσεις των δύο χωρών αποκαταστάθηκαν όταν, μετά τον καταστροφικό πόλεμο του 1897, η Ελλάδα βρέθηκε απομονωμένη. Η αδυναμία της Ελλάδος, όμως, έδωσε την ευκαιρία να εντείνουν την προπαγάνδα τους.[3]
Στην Άνω Μακεδονία οι Βλάχοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού και θα αποτελέσουν τον στόχο τόσο των Ρουμάνων όσο και των Βουλγάρων. Γι’ αυτό, ήδη τέλη Νοεμβρίου 1859, η Ελλάδα είχε ιδρύσει Προξενείο στα Βιτώλια, δηλαδή στο Μοναστήρι, όπου διόρισε Υποπρόξενο τον έως τότε Ειρηνοδίκη Γεράσιμο Βαλλιάνο. Εκεί στα παλαιότερα βλαχόφωνα στρώματα του Ελληνισμού είχαν προστεθεί διαδοχικά από το 1789 χιλιάδες άλλοι Βλαχόφωνοι Έλληνες της Μοσχόπολης.
Τη Μοσχόπολη, η οποία στην ακμή της είχε 60.000 κατοίκους, εγκατέλειψαν διαδοχικά το 1768 και το 1789 μετά τα Ορλωφικά οι κάτοικοί της, όταν την απέκλεισαν Τουρκαλβανοί ληστές. Στην Εθνεγερσία του 1821 οι Τουρκαλβανοί την κατέστρεψαν συθέμελα και σημειώθηκε το τελευταίο κύμα φυγής. Τότε, μαζί της, κατεστράφησαν και τα γειτονικά της βλαχόφωνα πολίσματα: η Σίπισχα, η Νίτσα, η Νικολίτσα και, στην άλλη πλαγιά του Γράμμου, η Γράμμουστα και το Λινοτόπι.
Η τριπλή έξοδος ήταν δραματική και επική. Δεκάδες χιλιάδες Μοσχοπολίτες και πλησιόχωροί τους άλλοι Βλάχοι, χωρισμένοι σε καραβάνια 100-200 ατόμων με τα αλογομούλαρά τους, τα γιδοπρόβατά τους και τα γυναικόπαιδά τους σκορπίσθηκαν στα Βαλκάνια και στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Εγκαταστάθηκαν κατά κύματα σε ομόκεντρους ελλειπτικούς κύκλους κατά μήκος των μεγάλων εμπορικών οδών και κλεισωρειών σε μέρη όπου ήδη υπήρχαν Βλάχοι. Χιλιάδες φυγάδες Βλάχοι κατέφυγαν στα Βιτώλια και συνοίκισαν τα τριγύρω του αμιγώς βλαχόφωνα χωριά Τύρνοβο, Μεγάροβο, Νιζόπολη, Μηλόβιστα, Γκόπεσι κ.ά. όπως και τα βορειότερα με κορωνίδα το ονομαστό Κρούσοβο.
Παράλληλα στον ελληνικό χώρο ακμάζουν τα βλαχοχώρια, διεθνώς δικτυωμένα. Ολόκληρες πόλεις είναι η αυτόνομη Χώρα Μετζόβου, η Σαμαρίνα, το Περιβόλι, η Αβδέλλα, η Σίπισχα, το Λινοτόπι, το Κρούσοβο, η Σιάτιστα, η Κλεισούρα, το Μπλάτσι, το Συρράκο, το Περτούλι, η Γράμμουστα, το Βλαχολείβαδο κ.ά. που σε καθεμιά ο πληθυσμός της υπερβαίνει τις 6.000. Βλαχόφωνος στη συντριπτική πλειοψηφία του είναι ο ελληνικός πληθυσμός στο Μοναστήρι, εμβληματικός στις Σέρρες και στη Θεσσαλονίκη.
Οι Καλαρρύτες, με τεράστια κοπάδια, παράγουν και εξάγουν στην Ευρώπη υφαντά και κάπες διατηρώντας στη Μεσόγειο εμπορικό στόλο με εμπορεία στη Σαρδηνία και στη Μασσαλία. Την παραγωγή κι εξαγωγή ερυθρών νημάτων και στρατιωτικών στολών όπως και τον πρώτο παραγωγικό συνεταιρισμό οργανώνει στα Αμπελάκια ο βλαχόφωνος Γεώργιος Λάϊος-Μαύρος στα ελληνικά και Σβάρτς στα γερμανικά. Περιώνυμοι αργυροχρυσοχόοι ακμάζουν στο Λινοτόπι, στη Νέβεσκα και στους Καλαρρύτες πατρίδα του Σωτήρη Βούλγαρη, ιδρυτού του διεθνούς έως σήμερα οίκου κοσμημάτων Μπούλγκαρι. Αγιογράφοι και ξυλογλύπτες στη Σαμαρίνα, στη Γράμμουστα, στο Λινοτόπι, στ’ Ασπροπόταμο, στη Μπελκαμένη, στα Άνω Σουδενά, στο Μέτσοβο κ.λπ.
Συνάζουν πλούτο και πολιτισμό, κτίζουν και καλλωπίζουν μεγάλα αρχοντικά. Στα Στρατιωτικά Ενθυμήματα ο αγωνιστής του 1821 Νικόλας Κασομούλης αναφέρει ότι στο Περτούλι και στο Βετερνίκο τ’ Ασπροποτάμου συνάντησε θεώρατα πυργόσπιτα κατάφορτα πλούτου. Ο Πουκεβίλ, Πρόξενος της Γαλλίας στην Αυλή του Αλή πασά, επισκέπτεται το 1806 τα βλαχοχώρια της Πίνδου και τη Σιάτιστα. Αφηγείται:[4]«Όσοι Βλάχοι συναλλάσσονται με το εξωτερικό και ταξιδεύουν, ομιλούν ο καθένας τους περισσότερες από μια ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν στα σπίτια τους αξιόλογες βιβλιοθήκες με γαλλικές και ιταλικές εκδόσεις και άριστες εκδόσεις κλασικών συγγραφέων. Αυτοί κι οι συχωριανοί τους ζουν τέτοια ζωή ώστε εκπλήσσεται ο επισκέπτης. Τη Σιάτιστα την έκτισαν κατά τον 12ο αιώνα τσομπαναραίοι Βλάχοι. Τά ‘χασα περνώντας από το παζάρι που το στόλιζαν ωραία μαγαζιά και βρήκα καλοχτισμένα σπίτια και χάρηκα το θαύμα μιας πολιτείας μ’ έναν αέρα αρχοντιάς και πάστρας που δεν βρίσκει κανείς πουθενά αλλού στην Τουρκία».
Μόλις αναλαμβάνει καθήκοντα ο Υποπρόξενος Βιτωλίων καταγράφει τα θερμά ελληνικά αισθήματα των Βιτωλιάνων Βλάχων. Σε έκθεσή του προς τον υπουργό Εξωτερικών Ανδρέα Γ. Κουντουριώτη. Στις 26 Νοεμβρίου 1859 γράφει:[5]
«Εξακολουθήσαντες την προς την πόλιν πορείαν μας, κατά διαστήματα συντομώτατα εσυναντούσαμεν ένθεν και εκείθεν της μεγάλης οδού σωρείας Χριστιανών συγκειμένας από διδασκάλους, μαθητάς, ιερείς, λαϊκούς πάσης τάξεως εξελθόντας εις προϋπάνησίν μας και επιχαίροντας δια την άφιξίν μας. […] Περιχωρούν ημάς και οι πρόκριτοι Χριστιανοί τους οποίους ο φόβος και η γνώσις της διαθέσεως των Οθωμανών ανεχαίτισε να εισέλθωσιν εις ακραιφνεστέρας ενδείξεις των αισθημάτων των […] Πάντως τόσον κατανυκτική, αυτοπροαίρετος και ενθουσιώδης μετά φρονήσεως υπήρξεν η υποδοχή ώστε οι οφθαλμοί τούτων εδάκρυσαν και ουδόλως ηδύναντο να αποκρυφθώσιν τα ενδόμυχα της καρδίας των αισθήματα. Την επιούσαν, ήτις ήτο Κυριακή, εκκλησιάσθημεν εν τω Ιερώ Ναώ της Μητροπόλεως όπου η παρουσία ημών προήγαγεν νέα αισθήματα εις τους παμπληθείς εκκλησιαζομένους. Μετά την Θείαν Λειτουργίαν εδέχθημεν την επίσκεψιν των κατοίκων πάσης τάξεως».
Διανοίγονταν έτσι το προοίμιο του Μακεδονικού Αγώνα ο οποίος εξελίχθηκε αδυσώπητος μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, όταν το 1870 αποσχίσθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία. Ένδεκα χρόνια ενωρίτερα, το 1859, ο Βαλής Βιτωλίων Αμπντούλ Κερίμ πασάς έλεγε στον Βαλλιάνο και αυτός αναφέρει σε έκθεσή του στις 1 Δεκεμβρίου 1859: «Εγκαρδίως συναισθάνομαι την ευχαρίστησιν εκ της καταλλήλου συστάσεως του ελληνικού προξενείου ενταύθα καθ’ όσον μόνον αυτό δύναται αναχαιτίση τον προβαίνοντα γιγαντιαίοις βήμασι πανσλαβισμόν κατά τα μέρη ταύτα προς βλάβην του Ελληνισμού. [6] Ωστόσο, ο Βαλλιάνος σπεύδει να επισημάνει την «δολιότητα και τον δεσποτισμόν των Οθωμανών δι’ ων διέπονται οι δυστυχείς Χριστιανοί των ενταύθα μερών».[7]
Εν τω μεταξύ στις 21 Νοεμβρίου 1859 Διερμηνέας του Προξενείου διορίζεται ο Σωτήριος Δαμιάνοβιτς, Έλληνας υπήκοος παρά το επώνυμό του, ο οποίος είχε το απαραίτητο προσόν να γνωρίζει και τα βλάχικα. Στην αίτηση για τον διορισμό του δηλώνει ότι είναι κάτοχος των εξής ξένων γλωσσών: Οθωμανικής, Ιταλικής, Βουλγαρικής, Βλαχικής, Αλβανικής και Γαλλικής.[8]
Κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο 1877-1878, που με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ιδρύει τη Μεγάλη Βουλγαρία, η Ρουμανία πολεμάει στο πλευρό των Ρώσων και σε αντάλλαγμα παύει να είναι υποτελής των Οθωμανών. Έτσι, όταν σύντομα αναγνωρίζεται η πρώτη Ηγεμονία της Βουλγαρίας, οι Ρουμάνοι συμμαχούν με τους Βουλγάρους: κοινός στόχος τους η Μακεδονία. Οι Βλάχοι αποτελούν τα ισχυρότερα ερείσματά της –κοινωνικά, πολιτιστικά, οικονομικά και πολεμικά. Γίνονται διπλός στόχος του βουλγαρικού και του ρουμανικού Κομιτάτου. Ασκώντας ωμή τρομοκρατία οι κομιτατζήδες τους πιέζουν να προσχωρήσουν στη ρουμανική προπαγάνδα και να δηλωθούν Ρουμούνοι ώστε να εξουδετερωθούν τα ερείσματα του Ελληνισμού και, μέσω της ρουμανικής προπαγάνδας, να ενταχθούν στο ένοπλο βουλγαρικό κίνημα είτε να ενισχύσουν οικονομικά απ’ ευθείας το Κομιτάτο. Η σχισματική Βουλγαρική Εξαρχία παραχωρεί τις εκκλησιές της στους προσήλυτους της ρουμανικής προπαγάνδας για να τελούν τη Θεία Λειτουργία στα βλάχικα. Δεκάδες διπλωματικά έγγραφα περιγράφουν το δράμα. Ήδη στις 14 Δεκεμβρίου 1878 ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στο Μοναστήρι Πέτρος Λογοθέτης ενημερώνει τον υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη:[9]«Η Ρουμανική κυβέρνησις προτίθεται να διορίση πρόξενον εν Βιτωλίοις ουχί βεβαίως δια την υπεράσπισιν των εν Μακεδονία ειδικών συμφερόντων αυτής, καθότι τοιαύτα ουδαμού της Μακεδονίας υφίστανται, αλλά ίνα δια της προξενικής αυτής Αρχής αποπειραθή να επιδιώξη συστηματικώς τον προσηλυτισμόν των Ελληνοβλάχων εις την ρουμανικήν εθνότητα δαπανώσα αδρώς εις σύστασιν και διατήρησιν βλαχικών σχολείων. Η Αυστροουγγρική Κυβέρνησις, δια των επισήμων εν Μακεδονία οργάνων αυτής, εξεδήλωσεν αείποτε ιδιάζουσαν συμπάθειαν υπέρ των ρουμανικών σχεδίων ως προς τους Ελληνοβλάχους. Επ’ εσχάτων δε αι συμπάθειαι αυταί εξεδηλώθησαν σκανδαλωδώς δια της επισήμου επεμβάσεως του εν Βιτωλίοις Γενικού Προξένου της Αυστρίας. Η Αυστροουγγρική Κυβέρνησις υποκινεί τον ρουμανικόν προσηλυτισμόν και υποστηρίζει τα όργανα αυτού ίνα δυσχεράνη, κατά το δυνατόν, την ανάπτυξιν του ελληνικού στοιχείου εν Μακεδονία».
Ο Βρετανός Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Sir Alfred Biliotti αναφέρει, στις 26 Ιανουαρίου 1903, στον Βρετανό επιτετραμμένο στην Κωνσταντινούπολη:[10] «Οι Ελληνόβλαχοι είναι Βλάχοι που έχουν εκπαιδευτεί αποκλειστικά σε ελληνικά σχολεία και εμποτιστεί με ελληνικές ιδέες. Σε ορισμένα μέρη δεν μιλούν παρά μόνο ελληνικά και αποτελούν το κύριο μέρος του μακεδονικού ελληνικού πληθυσμού στο βιλαέτι του Μοναστηρίου. Πριν δυο χρόνια μερικοί ζήτησαν την άδεια από το Πατριαρχείο να χρησιμοποιούν τη ρουμανική γλώσσα στις εκκλησίες τους. Το Πατριαρχείο αρνήθηκε, αλλά η Εξαρχία δέχθηκε το αίτημα και αυτή η λανθασμένη ενέργεια προκάλεσε τον αρχικό διαχωρισμό στο Ελληνοβλαχικό σώμα υποχρεώνοντας έναν αριθμό Ελληνοβλάχων να συνδέσουν τη μοίρα τους με την Εξαρχία. Αυτοί οι νέοι προσήλυτοι ήταν, ως είθισται, πιο ένθερμοι από τους ίδιους τους Εξαρχικούς και επικουρούμενοι από τις συμμορίες του Κομιτάτου κατέφυγαν στον εκφοβισμό και τη δολοφονία για να εξαναγκάσουν τους συμπατριώτες τους, που είχαν παραμείνει πιστοί στο Πατριαρχείο, να ενωθούν μαζί τους. Ένα από τα πρώτα ελληνοβλαχικά χωριά που επηρεάστηκε ήταν το Οσίν στον καζά της Γευγελής, όπου, με την υποκίνηση των Εξαρχικών κατοίκων, μια βουλγαρική συμμορία υπό την αρχηγία κάποιου Γιοβάνη ή Γιοβάνωφ από τη Γευγελή δολοφόνησε τον περασμένο Αύγουστο δύο από τους πιο επιφανείς Πατριαρχικούς. Πριν περίπου τρεις μήνες, όπως ανέφερα στην έκθεση μου με αριθμό 198, 9 Νοεμβρίου 1902, εμφανίστηκε στο Οσίν με τη συμμορία του και με εκείνη ενός άλλου αρχηγού, του Αργύρη. Στράφηκαν κατά των Ελλήνων διδασκάλων, διόρισαν Ρουμάνους και προσπάθησαν να πείσουν τους Ορθόδοξους ιερείς να γίνουν Εξαρχικοί και, αφού απέτυχαν σε αυτό, επέμεναν να διαβάζεται η Λειτουργία στα ρουμάνικα. Στην επίκληση άγνοιας της γλώσσας εκ μέρους των ιερέων ο Γιοβανώφ τους έδωσε 6 μήνες διορία για να τη μάθουν. Το σύστημα, που εγκαινιάστηκε στο Όσιν (Αρχάγγελος) , αυτοί οι αρχηγοί συνέχισαν στην Κούπα, στη Χούμα, στη Λόνγκουτζα (Λαγκαδιά), και στη Λούμπνιτσα (Σκρά), γειτονικά χωριά της Γευγελής, όπου επίσης οι Πατριαρχικοί είναι η πλειοψηφία. Στο χωριό Γκέρα Κορτζί, που είναι η μειονότητα, ένας από τους πιο επιφανείς δολοφονήθηκε, πριν από περίπου τρεις εβδομάδες, μέρα μεσημέρι στον αγρό του από μια βουλγαρική συμμορία επειδή αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει. Ο παπα Νικόλας, Ορθόδοξος ιερέας στο Λιβάδι, άλλο ελληνοβλαχικό χωριό, πέντε περίπου ώρες από τη Γκουμεντζέ απειλείται με θάνατο επειδή παραμένει Πατριαρχικός και, αν δολοφονηθεί, ολόκληρο το χωριό θα ενωθεί με την Εξαρχία από φόβο. Εν τω μεταξύ οι σαράντα άνδρες που απαρτίζουν τις βουλγαρικές συμμορίες ζουν εις βάρος και στα σπίτια των Ορθοδόξων (ή Ρουμ ονομάζονται επίσημα είτε είναι Έλληνες είτε Βλάχοι, σε αντίθεση με τους Εξαρχικούς) και όχι πια σε βάρος των Βούλγαρων χωρικών, μετατοπίζοντας με αυτόν τον τρόπο το βάρος της υποτιθέμενης συνενοχής από τους τελευταίους στους πρώτους. Τα χωριά στη νοτιοδυτική περιφέρεια της Γευγελής […] και τα χωριά του Γιενιτζέ Βαρντάρ (Γιαννιτσών) δεν πιέζονται αυτή τη στιγμή από τις συμμορίες για να ενταχθούν στην Εξαρχία ή για να διώξουν τους Έλληνες διδασκάλους, αλλά έχουν λάβει προειδοποίηση να είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα σε περίπτωση που η Εξέγερση γίνει σε λίγους μήνες. Ταυτόχρονα απειλούνται με θάνατο αν αποκηρύξουν τις συμμορίες, για των οποίων την υποδοχή έχουν διαταχθεί να έχουν σπίτια και προμήθειες σε συνεχή ετοιμότητα. Οι αξιοθρήνητοι, που υποφέρουν, φοβούνται ακόμη και να επισκεφθούν τη Θεσσαλονίκη από φόβο μήπως κινήσουν την υποψία ότι έχουν αποκηρύξει τους καταπιεστές τους και μόνο πρόσφατα τόλμησαν κάποιοι να έρθουν μυστικά και, αφού εξήγησαν την κατάστασή τους, ζητάνε να μάθουν τι μπορούν να κάνουν ή τι μπορεί να γίνει για αυτούς. Τρέμουν από τον φόβο των συμμοριών σε περίπτωση που το ανακαλύψουν, κάτι που σίγουρα θα τους κοστίσει τις ζωές τους. Η έλλειψη προνοητικότητας εκ μέρους της κυβέρνησης φοβάμαι ότι έχει επιτρέψει τα πράγματα να φθάσουν σε τέτοιο σημείο που κάθε θεραπεία δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμη. Ο αποθανών Χαλίλ Ριφάατ Πασάς επηρεαζόταν από μια «κατακραυγή για βαναυσότητες», κάτι που επέτρεψε στη μικρή μειονότητα της νεοσυσταθείσας Εξαρχίας να μοιραστεί τις εκκλησίες με τους Πατριαρχικούς ή να προκαλέσει το κλείσιμο των εκκλησιών για μήνες. Η υποστήριξη που δίνεται με αυτόν τον τρόπο στους Εξαρχικούς είναι ακόμα πιο αξιοθρήνητη καθώς ενθάρρυνε τα επαναστατικά Κομιτάτα να πετύχουν τους σκοπούς τους δολοφονώντας τους ιερείς, που δεν μπορούσαν να δωροδοκήσουν και τους προεστούς που δεν μπορούσαν να πειθαναγκάσουν. Συχνά έστρεψα την προσοχή των διαδοχικών Βαλήδων σε αυτή την πολιτική ως επιζήμια για τα συμφέροντα της κυβέρνησής τους, αλλά όλοι απάντησαν ότι ακολουθούν διαταγές από την Πύλη, τις οποίες δεν μπορούν να αγνοήσουν».
Ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος Λάμπρος Κορομηλάς στις 9 Αυγούστου 1904 αναφέρει στον Υπουργό των Εξωτερικών:[11] «Χρηματικαί διαφοραί θείου και ανιψιού εις το χωρίον Καλύβια Κίτρους διαιρεί τους κατοίκους εις δύο κόμματα. Ρουμανική προπαγάνδα προσεταιρίζεται κόμμα ανιψιού και βουλγαρική συμμορία Τάσσου πιέζει κατοίκους να δεχθούν εισαγωγή ρουμανικής γλώσσης εις το χωρίον. Αποτέλεσμα: άνοιξε ρουμανικό σχολείο».
Το 1903 ο Ίων Δραγούμης είναι Γραμματέας του Ελληνικού Προξενείου στο Μοναστήρι. Καταγράφει τα γεγονότα στο Βιβλίο των Εκθέσεών του. Γράφει:
27 Φεβρουαρίου 1903:[12] Χθες ανεχώρησε δια του σιδηροδρόμου άγνωστον πού ο εκ Μεγρόβου εργοστασιάρχης Παντελής Μάντσης φοβηθείς τας συνεπείας διότι ηρνήθη να γίνη ταμίας του Κομιτάτου.
17 Φεβρουαρίου 1903:[13] Οι ρουμανίζοντες Μηλοβίστης εισήλθον εις την εκκλησίαν της κώμης εκείνης μετά του ιερέως αυτών και ηθέλησαν να λειτουργήσουν ρουμανιστί. Οι ημέτεροι διέκοψαν διέκοψαν την Λειτουργίαν και έφυγαν εκ της εκκλησίας.
3 Μαρτίου 1903:[14] Σήμερον περί ώραν 2αν μ.μ. εδολοφονήθη εν τη συνοικία Γενή ο εκ των Ορθοδόξων Κωνσταντίνος Ιωάννου, κουρεύς. Την δολοφονίαν διέπραξαν δύο μέλη του Κομιτάτου διότι επρόδωσε την καταβολήν 8 λιρών εις το Κομιτάτον εκ μέρους της συντεχνίας των κουρέων.
6 Μαρτίου 1903:[15] Χθες επεσκέφθη το Μεγάροβον ο ενταύθα Βουλγαροδιδάσκαλος και ψάλτης Πέτσες συνοδευόμενος υπό του Γεωργίου Ζήση εκ Μεγαρόβου. Διεδόθη ότι μετέβησαν ίνα δολοφονήσουν τον Τ. Γρέζον.
29 Μαρτίου 1903:[16] Δολοφονία Αλεξάνδρου Μ. Ταμπούρα, νέου 14ετούς Ορθοδόξου, εντός του κέντρου της πόλεως τη 28η Μαρτίου το εσπέρας
16 Απριλίου 1903:[17] Εις 800 λίρας συμποσούνται τα υπό του βουλγαρικού Κομιτάτου εισπραχθέντα χρήματα εν Κρουσόβω εξ ων τα 9/10 είναι των ημετέρων δυστυχώς. Πανικός κατέχει άπαντας.
2 Μαΐου 1903:[18]Η Δημαρχία διένειμε ποσότητα τινα αλεύρου εις τα οικογενείας των φονευθέντων και τραυματισθέντων. Η σύζυγος του φονευθέντος Γρηγορίου Τσαρουχά δεν εδέχθη τούτο ειπούσα ότι δεν έχει ανάγκην συνδρομής. Πολλοί έμποροι τη 25η Απριλίου ήκουσαν τον Ρώσον Πρόξενον εντός του Μπεζεστενίου λέγοντα βουλγαριστί: «Ανοίξατε, ανοίξατε, ας ίδωμεν τι θα κάνουν αυτά τα σκυλιά» (οι Βλάχοι)
5 Μαΐου 1903:[19] Εν Μηλοβίστη ενεγράφησαν εις το Κομιτάτον οι εξής. Δέκα δε εκ των ρουμανιζόντων έδωκαν και χρήματα.
6 Μαΐου 1903[20]Από εβδομάδος διατελεί εν τω δεσμωτηρίω ενταύθα ο εκ Κρουσόβου Χρήστος Γ.Τσίλλης, εθελοντής κατά τον ελληνοτουρκικόν πόλεμον, διακριθείς εις τας μάχας του Βελεστίνου και προαχθείς εις λοχίαν.
16 Μαΐου 1903[21] Εν Μηλοβίστη εγένετο χθες διένεξις μεταξύ ρουμανιζόντων και ημετέρων και επυροβόλησε δια περιστρόφου είς εκ των ρουμανιζόντων (αλλά) κατηγόρησαν τον ημέτερον ιερέα παπα-Βασίλη ότι ούτος επυροβόλησε κατ’ αυτών.
27 Μαΐου 1903[22] Εις ωριαίαν απόστασιν από του Κρουσόβου εφονεύθησαν υπό Οθωμανών οι Νικόλαος Μπιδίκης και ο υιός του Θωμάς, κάτοικοι Κρουσόβου, ελληνόφρονες Ορθόδοξοι.
10 Ιουνίου 1903[23] Ο συλληφθείς υπό των Βουλγάρων Μούλας εκ Μηλοβίστης δεν απευλύθη μετά την καταβολήν των ζητηθέντων λύτρων εκ 200 λιρών.
18 Ιουνίου 1903[24] Ο Γάκης Μούλας δεν υπάρχει εν ζωή. Τα χρήματα τα δοθέντα προς απολύτρωσίν του διεμοιράσθησαν μεταξύ των οι εν Εζέρενι χωρικοί όπου εκρύπτετο η συμμορία Πέντσωφ και Πετρούση Στρέζοβικ.
Οι ρουμανίζοντες εντάσσονται στις συμμορίες του Κομιτάτου και ορισμένοι μάλιστα εκπαιδεύονται στη Σόφια. Σημειώνει τον Δεκέμβριο 1903 ο Ίων Δραγούμης:[25] «Ο γνωστός εκ Κρουσόβου ρουμούνος Τάκης Λιάπος, όστις από 4 ήδη ετών εργάζεται ενταύθα (Μοναστήρι) υπέρ του βουλγαρικού Κομιτάτου, διαβιβάζει εκ Σόφιας εις τους ομόφρονάς του εν Κρουσόβω ότι μετά τα Φώτα θα εισβάλουν πολλαί συμμορίαι μεταξύ των οποίων και αυτός μετά 50 Βλάχων».
Οι πιο φανατικοί Ρουμούνοι προσχώρησαν στις βουλγαρικές συμμορίες και λίγοι δημιούργησαν δικές τους που συνεργάζονταν ανοιχτά με τους κομιτατζήδες. Βλάχοι, επί παραδείγματι, ήσαν οι ονομαστοί βοεβόδες των κομιτατζήδων Πίτου Γούλε, Μήτρο Βλάχο και Ζλατάν. Ο Πίτου Γούλε πρωταγωνίστησε στην κατάληψη του Κρουσόβου από τους κομιτατζήδες το 1903 και έχει ανακηρυθχεί στα Σκόπια «ήρωας του Μακεδονικού Έθνους». Ο Μήτρο Βλάχο το 1904 οδήγησε, με τέχνασμα, τον οθωμανικό στρατό στη Στάτιστα όπου έτσι προκάλεσε τον θάνατο του Παύλου Μελά. Ο Ζλατάν παγίδευσε σε δήθεν συνομιλίες «ειρήνευσης» τον Τέλλο Άγρα στο Βέρμιο όπου οι κομιτατζήδες που τον συνέλαβαν και τον κρέμασαν έξω από το Βλάντοβο το οποίο, μετά την απελευθέρωση, μετονομάσθηκε Άγρας, όπως και η Στάτιστα Μελάς.
Ωστόσο, οι Βλάχοι αντιδρούν σθεναρά. Αναφέρει ο αυτόπτης Ίων:[26]
21 Σεπτεμβρίου 1903: Υπό την προεδρίαν του Δημάρχου Θεσσαλονίκης συνεστήθη ενταύθα επιτροπή προς εφαρμογήν των μεταρρυθμίσεων. Έκαστον μέλος αντιπροσωπεύει εκάστην φυλήν. Ο Έλλην Μιχαήλ Κατσουγιάννης διωρίσθη ως ρουμούνος. Παρά την επιμονήν του Γεν. Επιθεωρητού Χιλμή πασά, διεμαρτυρήθη εντόνως αποδείξας ότι ενταύθα (Μοναστήρι) και τοις πέριξ ρουμούνοις δεν υπάρχουν παρά μόνον μισθωτοί της προπαγάνδας
5 Φεβρουαρίου 1904: Η αγορά οικίας και οικοπέδου προς ανέγερσιν εκκλησίας υπο των ρουμούνων εν κεντρική ελληνική συνοικία απέτυχε διότι παρουσιάσθη ο ημέτερος Λάζαρος Νικολάου, έχων το δικαίωμα της προτιμήσεως, και υπερεθεμάτισε.
Ο Πρόξενος Θεσσαλονίκης Ε. Ευγενιάδης γράφει στον υπουργό Εξωτερικών Άθω Ρωμάνο στις 6 Μαρτίου 1904: Εν γένει οι ενταύθα Ελληνοβλάχοι θεωρούντες ότι ουδέν κοινόν έχουσιν προς τους Ρουμάνους, επιδεικνύουσιν ακμαίον εθνικόν φρόνημα και δεν παύουσιν εργαζόμενοι προς εκμηδένισιν των ενεργειών της ρουμανικής προπαγάνδας, χωρίς βεβαίως το Γενικόν Προξενείον να παραλείπη να ενισχύη αυτούς εις το έργον.[27]
Οι κάτοικοι του Μοναστηρίου γράφουν στον Οικουμενικό Πατριάρχη στις 21 Μαρτίου 1904:
Παναγιώτατε Δέσποτα,
Οι υποφαινόμενοι εκ των Ορθοδόξων Χριστιανών της πόλεως Μοναστηρίου, οι ομιλούντες εν τοις οίκοις ημών ελληνοβλαχικόν γλωσσικόν ιδίωμα όλως ανόμοιον τη ρωμουνική γλώσση, Έλληνες όντες από αιώνων, εσμέν αφωσιωμένοι τω Πατριαρχείω της Κωνσταντιπόλεως […] Τούτου ένεκα διακηρύττοντες πανηγυρικώς την τοιαύτην αδιάσπαστον ημών ταυτότητα εν πάσι προς τους Έλληνας αδελφούς ημών, την αδιασάλευτον δε από κοινού μετ’ αυτών προς τον βασίλειον κράτος πίστιν και την προς την Μητέρα Εκκλησίαν αφοσίωσιν.[28]
Οι Βλάχοι της Θεσσαλονίκης αναφέρουν στον Οικουμενικό Πατριάρχη το 1904:
Πληρεστάτην έχοντες οι μετά σεβασμού υπογεγραμμένοι Βλαχόφωνοι της Θεσσαλονίκης, Έλληνες την συνείδησιν της ημετέρας καταγωγής και του εθνικού ημών χαρακτήρος, από αιώνων δε εν τη χώρα ταύτη της οθωμ. αυτοκρατορίας οικούντες εζήσαμεν αείποτε υπό την κραταιάν αιγίδα των ενδόξων Σουλτάνων και την αμφιλαφή σκέπην της Μητρός Εκκλησίας αρρήκτως συνηνωμένοι μετά των λοιπών Ελλήνων εις εν όλον. Την τοιαύτην δε εθνικήν ημών συνείδησιν και την προς το βασίλειον κράτος πίστιν και την προς την Μητέρα Εκκλησίαν αφοσίωσιν απροκαλύπτως και πανηγυρικώς καθομολογούντες και διακηρύττοντες, μετ’ αγανακτήσεως και αποστροφής αποκρούομεν τας περί του εθνισμού ημών ασεβείς των Ρουμούνων εισηγήσεις και διδασκαλίας, την διάσπασιν της ενότητος και την διχόνοιαν μεταξύ ημών αποσκοπούσας, χάριν καταχθονίων σκοπών, και εντόνως διαμαρτυρόμεθα κατά των τοιούτων ραδιουργιών αυτών, θερμώς εν τέλει ικετεύοντες την Υμετέρα Θειοτάτην Παναγιότητα, όπως ενεργήση αρμοδίως τα δέοντα, την ειρήνην και αρμονίαν μεταξύ των αδελφών ημών εξασφαλίζουσα και εμπεδούσα.[29]
Οι πρόκριτοι Βελεσσών έγραφαν στις 25 Μαΐου 1904 στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης:
Σεβασμιώτατε,
Οι μετά βαθυτάτου σεβασμού υπογεγραμμένοι Εφοροδημογέροντες της Ελληνοβλαχικής Ορθοδόξου Κοινότητος Βελεσσών αναφερόμεθα τέκνα ανέκαθεν πιστά, ευπειθή και ασάλευτα εμμένοντα τοις πατρώοις δόγμασι και τη του Χριστού Μ. Εκκλησία.[30]
Ο Αλέξανδρος Δ. Ζάννας, εθνικός αγωνιστής και Υπουργός, παππούς του Αντώνη Σαμαρά, καταθέτει:[31] Το Λειβάδι του Ολύμπου, η πατρίδα του πατέρα μου και της μητέρας μου, κατοικούνταν όλο από φανατικά ελληνόφρονες Κουτσοβλάχους. Ποτέ κανείς δεν τόλμησε να αναπτύξει εκεί ρουμανίζουσα προπαγάνδα Τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα οι Ελληνόφρονες Κουτσόβλαχοι μισούσαν τους Ρουμανίζοντες περισσότερο ακόμη και από τους Βουλγάρους .(Στη Θεσσαλονίκη) με τα «παληόπαιδα», όπως τα λέγαμε, που φορούσαν τις ωραίες στολές των (ρουμανικών) σχολείων του Μαργαρίτη, τσακωνόμαστε κάθε φορά που τα βρίσκαμε στο δρόμο και η μανία μας ήταν να τους ξεσχίζωμε τις στολές […] Μια Καθαρά Δευτέρα στα Καραγάτσια έπεσε άγριο ξύλο. Δύο Ρουμάνοι δάσκαλοι έβγαλαν περίστροφο να μας φοβερίσουν. Τους αφοπλίσαμε αμέσως και συνεχίσαμε την καταδίωξη. Ξεγδύσαμε αρκετά.
Ο Μακεδονομάχος καπετάνιος Κ. Μαζαράκης-Αινιάν αναφέρει:[32] Ενθυμούμαι ποίαν εντύπωσιν μου έκαμεν ο φόβος του Βλάχου Τάσου όταν αιφνιδίως επλησιάσαμεν εις κονάκια ρουμανιζόντων. Το μίσος και φόβος που οι ίδιοι οι βλαχόφωνοι ΄Ελληνες αισθάνονται προς τους ρουμανίζοντας είναι αξιοπαρατήρητα. Και δεν έχουν άδικον. Είναι περίεργοι και πονηροί, ταχείς, έχοντες πολλάκις οδηγόν το συμφέρον. Επί του τελευταίου τούτου πολύ υπελόγισαν η ρουμανική προπαγάνδα δαπανώσα αφειδώς. Είναι ζήτημα αν εκ συνειδήσεως ακολουθούν την πολιτικήν ταύτην και αν δεν εννοοούν ότι ούτε κοινόν τι έχουν μετά των Ρουμάνων Αλλά το χρήμα και η αντιζηλία γίνονται αφορμή διαιρέσεων και διενέξεων.
Η Ρουμανία δαπανούσε τεράστια χρηματικά ποσά για να εξαγοράσει τους Βλάχους. Στα ρουμάνικα σχολεία προσφέρει στους φτωχούς μαθητές δωρεάν βιβλία, ρούχα, τρόφιμα και πλουσιοπάροχες υποτροφίες στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. Αποτυγχάνει, όμως. Στη σαρωτική πλειοψηφία τους οι Βλάχοι μένουν Έλληνες. Περί το 1880 επισκέπτεται τα βλαχοχώρια ο Γερμανός Gustav Weigand, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, χρηματοδοτούμενος από τη Ρουμανία για να αποδείξει ότι οι Βλάχοι «είναι Ρουμάνοι». Παρά την πρόδηλη προκατάληψή του, όμως, ομολογεί στο βιβλίο του:[33] Ενημερώθηκα ότι συνεχώς ιδρύονται νέα (ρουμανικά) σχολεία […] Αλλά όλα αυτά δεν μπορούμε να τα θεωρήσουμε επιτυχία, όταν κανείς μαζεύει 20 με 30 από τα πιο φτωχά παιδιά. Οι φτωχότεροι στέλνουν τα παιδιά τους στα ρουμανικά σχολεία, στα οικοτροφεία στο Μοναστήρι και στα Γιάννενα όπου το (ρουμανικό) Κράτος φροντίζει για τη διατροφή τους και έτσι μπορούν αργότερα να πάρουν μια θέση Ρουμάνου δασκάλου. Οι πλούσιοι, που έδιναν και εξακολουθούν να δίνουν εκατομμύρια για την ελληνική παιδεία, στέλνουν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία.
Ο Gustav Weigand ονομάζει Αρωμούνους τους Βλάχους (Aromounien) και εργάζεται να διαχωρισθούν από το Έθνος των Ελλήνων αλλά ομολογεί:[34] Ο αρωμουνικός λαός έχει πάρα πολύ μεγάλη επιθυμία να μορφωθεί. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στην Τουρκία, που θεωρείται απολίτιστη χώρα, υπάρχει αυτός ο λαός με ελάχιστους αναλφάβητους στον μόνιμα εγκατεστημένο πληθυσμό του, ενώ στο Βασίλειο της Ρουμανίας, σύμφωνα με τη στατιστική του 1895, υπάρχουν 4.719.363 αναλφάβητοι στους 5.406.209 κατοίκους του. Οι περισσότεροι Βλάχοι αποκτούν την περιουσία τους συνήθως ως έμποροι στην Αίγυπτο και στα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου. Σε εκείνα τα μέρη οι Αρωμούνοι από τη Νέβεσκα,το Κρούσοβο κτλ. θεωρούνται Έλληνες. Με τα πλούτη των εμπόρων συντηρούν εκεί σχολεία.
Ο Lecanta, γενικός επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων στον ευρύτερο ελληνικό χώρο το 1903, σε έκθεσή του προς την κυβέρνηση της Ρουμανίας έγραψε:[35] Δαπανούμε περισσότερα από 70.000 χρυσά φράγκα τον χρόνο για σχολεία χωρίς μαθητές, ρουμανίζουν μόνον όσοι ανταμείβονται και, όπου σταματά να ρέει το χρήμα μας, παύει να υφίσταται ρουμανικό έθνος.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εφαρμόζει το δόγμα «διαίρει και βασίλευε» για να αποδυναμώσει τον Ελληνισμό και έναντι των Βουλγάρων να προσθέσει νέους διεκδικητές της Μακεδονίας, τους Ρουμάνους. Μέχρι το 1871 στις απογραφές της ονόμαζε Ρουμ, δηλαδή Ρωμαίους-Ρωμιούς, όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Μετά το Σχίσμα απέγραφε ως «Βουλγάρους» όλους τους σλαβόφωνους Μακεδόνες που προσελκύονταν στη Βουλγαρική Εξαρχία. Το 1905, κατά το αποκορύφωμα του Μακεδονικού Αγώνα στον οποίο πρωτοστατούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αναγνώρισε και χωριστό μιλέτ -έθνος– Βλάχων ώστε να αποδυναμώσει τους Ρουμ! Είχαν προηγηθεί επίμονες εκδουλεύσεις και άφθονο χρυσάφι της Ρουμανίας στην Υψηλή Πύλη την οποία επί πλέον οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν υποχρεώσει να προβεί σε φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία. Έτσι η Πύλη παρουσίασε την αναγνώριση των Βλάχων σαν μια –τάχα– κατ’ εξοχήν φιλελεύθερη πολιτική της όπως δηλώνει ανοικτά στα σχετικά επίσημα κείμενά της.
Στις 10 Μαΐου 1905 ο Πρωθυπουργός Μεγάλος Βεζίρης απεφάσισε με τεσκερέ του (διάταγμα) την αναγνώριση των Βλάχων. Ακολούθησε ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης Αβδουραχμάν πασάς που εξέδωσε ανάλογο δικό του τεσκερέ τον οποίον επικύρωσε ο γνωστός «φιλελεύθερος» Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ με Αυτοκρατορικό Ιραδέ. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τεσκερές που εξέδωσε ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης Αβδουραχμάν πασάς και αναφέρει: Η Α.Υ. ο Πρωθυπουργός εκοινοποίησε δι’ υψηλού τεσκερέ ότι, επί τη αιτήσει των Βλάχων Οθωμανών υπηκόων, όπως προφυλάξωσι τον εθνισμόν αυτών, διδάσκοντες εν ταις σχολαίς αυτών δια της ιδίας αυτών γλώσσης και λειτουγούντες εν ταις εκκλησίαις αυτών δι’ ιδίων ιερέων και εν τη εθνική επίσης γλώσση, απεφασίσθη (τούτο) επειδή, κατά την άλλωστε υπό του Κράτους παραδεδειγμένην θεμελιώδη αρχήν, το Κράτος φέρεται εξ ίσου προς πάσας τας διαφόρους εθνότητας και επειδή δεν υπάρχει ούτε ίχνος προσβολής δικαιωμάτων άλλης εθνότητος.
Στις 27 Ιουνίου 1905, αμέσως μετά την κύρωση όλων των ανωτέρω από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δημοσίευσε Πατριαρχικό Τακρίριο στο οποίο, μεταξύ πολλών άλλων, υπογράμμισε ότι: Οι Ελληνόβλαχοι έκπαλαι απ’ αιώνων ουδεμίαν εδέχθησαν ούτε δέχονται διάκρισιν μεταξύ αυτών και των Ελλήνων, Έλληνες όντες και αυτοί και Έλληνας εαυτούς κηρύσσονττες. Όθεν, μετά παρρησίας δικαίας εμπνεομένης υπό της συνειδήσεως των δικαίων αυτού, το Πατριαρχείον ικετεύει την Υψηλήν Αυτοκρατορικήν Κυβέρνησιν όπως αποκρούση τας ξένας επηρείας και στερεώση την διασαλευθείσαν αρχαίαν τάξιν περιφρουρούσα την ειρήνην και την ησυχίαν των Ελληνοβλάχων, πιστών υπηκόων της Α.Α.Μ. του Σουλτάνου και φιλησύχων κατοίκων.
Ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ ήταν Βλάχος καταγόμενος από το Κρούσοβο της Άνω Μακεδονίας. Αντέδρασαν με σφοδρότητα οι ίδιοι αυτοπροσώπως οι Βλάχοι. Με ομόφωνα ψηφίσματα των Γενικών Συνελεύσεών τους οι ανθηρές Ελληνοβλαχικές Κοινότητες στο Μοναστήρι, το Μεγάροβο, το Γκόπεσι, η Κλεισούρα, η Νέβεσκα, τα Σέρβια, τα Βελεσσά, το Πισοδέρι κ.α διεδήλωσαν την αφοσίωσή τους στον Ελληνισμό απευθύνοντας επιστολές προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και αιτήσεις επαναφοράς στην οθωμανική κυβέρνηση. Δημοσιεύθηκαν στην πατριαρχική εφημερίδα Εκκλησιαστική Αλήθεια. Απέρριψαν την «αναγνώριση», δήλωσαν Έλληνες, εξέφρασαν την πίστη τους στον Αρχηγόν του Γένους μας Οικουμενικό Πατριάρχη και ζήτησαν να ματαιωθεί το νομοθέτημα. Κατέδειξαν ότι αυταπόδεικτα ήταν ψευδής ο ισχυρισμός της Πύλης ότι η αναγνώριση έγινε τάχα επί τη αιτήσει των Βλάχων Οθωμανών υπηκόων και ότι δήθεν δεν υπάρχει ούτε ίχνος προσβολής δικαιωμάτων άλλης εθνότητος!
Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο Ψήφισμα:[36]
Ο Ορθόδοξος Λαός της κωμοπόλεως Νεβέσκης και των πέριξ Ελληνορθοδόξων χωρίων, συνελθών σήμερον εις πάνδημον συλλαλητήριον επί τη προσγενομένη εις το Ρωμαϊκόν Γένος προφανεί αδικία δια της συναρπαγής και βιαίας ψηφίσεως του Νομοσχεδίου περί κυριότητος των εκκλησιών, ψηφίζει θερμήν παράκλησιν προς την Αυτού Αυτοκρατορικήν Μεγαλειότητα και την σεβ. Κυβέρνησιν όπως μη περιβάλη δια του κύρους Αυτής Νομοσχέδιον όπερ στερεί των ιερών ναών και των σχολών αυτού τον πρώτον και αρχαιότατον Λαόν της Αυτοκρατορίας.
Το 1905 η πατριαρχική εφημερίδα Εκκλησιαστική Αλήθεια δημοσιεύει τα ακόλουθα εξίσου χαρακτηριστικά γεγονότα: Εν Πελαγονεία αι Εορταί των Χριστουγέννων διεξήχθησαν εν αθυμία οι δε ορθόδοξοι μετά συνοχής καρδίας και θλίψεως ευνοήτου εγέγοντο μάρτυρες ασεβείας τολμηθείσης υπό ρουμανιζόντων και αποκρουσθείσης υπό ορθοδόξων εκπροσωπούντων εν τη πόλει ταύτη κράτος ορθόδοξον […] Εν τη πόλει του Μοναστηρίου ετολμήθη βεβήλωσις των ιερών της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπό δρακός ρουμανιζόντων.[37]
Τη 3 Ιουνίου εν μέση αγορά επετέθησαν εντός του Μοναστηρίου και, αστόχως ευτυχώς, πεντάκις επυροβόλησαν κατά του ξενοδόχου Δημητρίου Ζώζη, γενναίου ανδρός κρατήσαντος εκ του λαιμού του δολοφόνους[38] Παράδοξος είδησις. Εν Βουκουρεστίω, πρωτευούση του ρουμανικού κράτους, άθροισμα ρωμούνων ορθοδόξων τη 20 Ιουλίου πολλούς κατά της Μεγάλης Εκκλησίας ασεβείς λόγους ήκουσε, επεκύρωσε δε ψήφισμα κατά των εν Ρουμανία διαβιούντων Ελλήνων. Όταν τοιαύτα πλήθη άγωνται και φέρωνται υπό ψευδολόγων δημαγωγών, υπορριπιζόντων, δια γελοίων επιχειρημάτων, την δυσμένειαν του ρουμανικού λαού κατά της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, ο πανιερώτατος επίσκοπος Κραϊόβας Σωφρόνιος εισηγείτο ψηφίσματα μισάδελφα κατά των Ελλήνων:[39]
Παναγιώτατε δέσποτα,
Οι βαθυσεβάστως υποσημειούμενοι κάτοικοι του χωρίου Φούρκας συντηρούμεν ανέκαθεν τη ελληνίδι φωνή σχολείον ανεγνωρισμένον από αιώνων προσευχόμεθα ελληνιστί και εν πάσαις ταις συναλλαγαίς ημών και τη αλληλογραφία χρώμεθα μόνη τη ελληνική γλώσση. Συνεπώς, διακηρύττοντες ημάς εαυτούς από αιώνων Ρωμαίους, πιστά και ευπειθή τέκνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ακραδάντως εις τα πάτρια εμμένοντες, αποκρούομεν εντόνως πάσας τας ενεργείας της ρουμουνικής προπαγάνδας ήτις υπούλως και ασυνειδήτως θέλε να εισαγάγη εν τη εκκλησία και τη σχολή ημών την ρωμουνικήν γλώσσαν ήτις τυγχάνει ξένη προς ημάς και ακατάληπτος.[40]
Εκ Γρεβενών επιτέλλονται ημίν ότι οι ρωμούνοι κραυγάζουσιν εκ των επέκεινα του ΄Ιστρου χωρών εναντίον Ελλήνων διδασκάλων εναντίον της αγίας μητρός Μεγάλης Εκκλησίας. Τη 17 Ιουλίου ο Μητροπολίτης ημών Αγαθάγγελος μετέβη εκεί (εις Κρανιάν) χάριν των εξετάσεων του ελληνικού σχολείου εις άς παρευρέθησαν ησύχως και ρουμανοδιδάσκαλοι και ρουμανίζοντες, δήλον ουν αργυρώνητοι, έχοντες παρασυναγωγήν. Κατόπιν, όμως, κατήγγειλον ψευδώς και συκοφνατούσιν τον Μητροπολίτην ημών ότι δήθεν «προσηνέχθη βιαίως» κατ’ αυτών.[41]
Ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, ο μετέπειτα Εθνομάρτυς Σμύρνης, και οι Δημογέροντες Δράμας αναφέρουν στον Πατριάρχη στις 16 Φεβρουαρίου 1907 ότι είχε υποβληθεί στις Αρχές αναφορά ρουμανιζόντων που την υπέγραφαν 13 Βλάχοι:[42] Ή μείρακες δωδεκαετείς ή εμπρησταί εγκάθειρκτοι ή φερέοικοι και άστεγοι. Ο επί κεφαλής πάντων Κύρος Φίτζου, είναι Αρχηγός και μοναδικόν μέλος της Ρουμανικής προπαγάνδας ήτις ευρούσα αυτόν εν χρεοκοπία ηθική και υλική, προσείλκυσε προς δημιουργίαν φανταστικής και εν Δράμα Ρωμουνικής παρασυναγωγής. Δόξα τω Θεώ τοιαύτη λύμη δεν εμόλυνεν ούτε είναι δυνατόν να μολύνη τας ακοάς και τας καρδίας των ενταύθα ευσεβών και των φιλογενών τέκνων της Εκκλησίας και του Γένους. Φρίκη και αποτροπιασμός καταλαμβάνει πάντα πολίτην ότι εν τη Εκκλησία και ταις σχολαίς ημών είναι δυνατόν να ακουσθή η ρουμανική γλώσσα, η όλως ξένη και άγνωστος εις τους έτι λαλούντας το κουτσοβλάχικον ιδίωμα.
Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων υποστήριζε ανοικτά την Ρουμανία επειδή πρώτον οι έριδες στη Μακεδονία διασπούσαν τον χώρο και έτσι ευνοούσαν την στρατηγική της Βιέννης για κάθοδο στις θερμές θάλασσες, ενώ δεύτερον αποσπούσε την Ρουμανία από την διεκδίκηση της Τρανσυλβανίας.
Η Γερμανική Αυτοκρατορία παρακολουθούσε στενά το ζήτημα και στήριζε την ρουμανική προπαγάνδα επειδή διείσδυε ήδη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την οποία ευνοούσε η αιματηρή αντιπαλότητα των Χριστιανών και επειδή ο Βασιλεύς της Ρουμανίας Κάρολος ήταν Γερμανός.
Αποκαλυπτικές εν προκειμένω οι απόρρητες σχετικές εκθέσεις που υπέβαλαν στον Καγκελάριο του Ράϊχ Πρίγκιπα φον Μπύλοφ οι Γερμανοί πρέσβεις στη Βιέννη, στην Κωνσταντινούπολη, στο Βουκουρέστι και στη Σόφια. Τις δημοσίευσε η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών το 2013.[43]
Στις 21 Ιουνίου 1905 ο πρέσβυς Graf von Wedel αναφέρει από τη Βιέννη:[44]
Με μεγάλη ικανοποίηση μού μίλησε ο Βασιλιάς για την αναγνώριση της κουτσοβλαχικής εθνότητας εκ μέρους του Σουλτάνου και για την υποστήριξη που παρείχε η Γερμανία προς την επίτευξη αυτού του σκοπού. Ο κύριος φον Ζινόβιεφ, συνέχισε ο Βασιλιάς, ήταν ένθερμος υποστηρικτής των Κουτσόβλαχων, τόσο στην Πύλη, όσο και στο Πατριαρχείο. Ωστόσο, ο Ρώσος πρέσβης έχει στο μυαλό του τον σκοπό να επαναθέσει τους Εξαρχικούς υπό την εποπτεία του Πατριαρχείου, ώστε να ενδυναμώσει με αυτό τον τρόπο εκ νέου την εκκλησιαστική επιρροή της Ρωσίας στην Βαλκανική Χερσόνησο. Η Αυστρο-Ουγγαρία θα είχε μικρή συμμετοχή στη διεκπεραίωση αυτής της υπόθεσης. Ωστόσο ο κόμης Γκολουχόβσκι,[45] ο οποίος πριν από μένα ήταν μαζί του, δικαιολόγησε αυτή τη συγκράτηση επικαλούμενος τις διαπραγματεύσεις που αιωρούνταν τότε μεταξύ του Πατριάρχη και της αυστρο-ουγγρικής κυβέρνησης. Στην έκκληση του, ο κόμης Γκολουχόβσκι άφησε τώρα ανοιχτή την προοπτική να υποστηρίξει το ρουμανική αίτημα αναφορικά με το διορισμό ενός Κουτσόβλαχου Επισκόπου.
Ο πρέσβυς Konrad Gisbert Wilhelm Freiherr von Romberg αναφέρει από τη Σόφια στις 26 Ιουλίου 1905:[46]
Ο Ρουμάνος συνάδελφος κύριος Μίσιου[47] μού έδωσε εμπιστευτικά να διαβάσω μια εγκύκλια διάταξη της κυβέρνησής του, η οποία πραγματεύεται τις ελληνο-ρουμανικές σχέσεις και τις αντιπαραθέσεις που πρόσφατα έλαβαν χώρα στην Αθήνα μεταξύ του εκεί Ρουμάνου πρέσβη και του Πρωθυπουργού Ράλλη για τα δικαιώματα που παρέχονται στο ρουμανικό πληθυσμό της Μακεδονίας. Η εξοχότητά σας θα έχει λάβει ήδη γνώση του περιεχόμενου της εγκυκλίου μέσω της ρουμανικής πρεσβείας στο Βερολίνο.
Ο κύριος Μίσιου μού διευκρίνησε ότι ο στρατηγός Πετρώφ πληροφορήθηκε με προφανή χαρά τις ανακοινώσεις του για την οξύτατη τοποθέτηση της Ρουμανίας απέναντι στα προσβλητικά λόγια του κυρίου Ράλλη. Για τους Βούλγαρους, έτσι συνέχισε ο κύριος Μίσιου, μπορεί να είναι φυσικά πολύ επιθυμητό να κερδίσουν τη Ρουμανία ως έναν ιδεολογικό σύμμαχο απέναντι στην Ελλάδα. Επανειλημμένα η βουλγαρική κυβέρνηση έχει προσφέρει την υποστήριξη της στο Βουκουρέστι κατά της Ελλάδας στο ζήτημα του ρουμανικού πληθυσμού της Μακεδονίας· έκανε μάλιστα πρόταση να υπαχθούν οι ρουμανικές κοινότητες στη Μακεδονία υπό τη δικαιοδοσία της βουλγαρικής Εξαρχίας και σε αντάλλαγμα γι’ αυτό να χειροτονήσουν οι Βούλγαροι επίσκοποι τους Ρουμάνους κληρικούς. Εν τω μεταξύ έναντι αυτών των προτάσεων η ρουμανική κυβέρνηση τοποθετήθηκε πάντοτε αρνητικά.
Ο Alfred Kiderlen, πρέσβυς της Γερμανίας στο Βουκουρέστι, αναφέρει από το ορεινό θέρετρο Σινάϊα στις 30 Οκτωβρίου 1905:[48]
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρουμανίας χρησιμοποιεί ακόμα πολύ σκληρή γλώσσα κατά της Ελλάδας, καθώς πρέπει με κάθε τρόπο να πιέσουν τους Έλληνες που ζουν στη Ρουμανία προκειμένου, για το δικό τους συμφέρον, ν’ ασκήσουν την επιρροή τους στην ελληνική κυβέρνηση για χάρη της διευθέτησης της σύγκρουσης. Με τη διαρκή απειλή των αντιποίνων σε βάρος των εδώ μόνιμα εγκατεστημένων Ελλήνων υπάρχει, όμως, ένα πρόβλημα. Εάν γδέρνουν τους μικρούς και τους φτωχούς, αυτό δεν προκαλεί καμία εντύπωση στην Ελλάδα· εάν τσιμπήσουν τους μεγάλους και τους πλούσιους, συγχρόνως χτυπούνε και το δικό τους σώμα.
Συγχρόνως ο υπουργός συζήτησε εκ νέου το σχέδιο του για την αποστολή διεθνούς στρατιωτικής δύναμης στη Μακεδονία με τον Αυστριακό συνάδελφό μου και του εξέφρασε την πεποίθησή του, ότι, εάν συμφωνήσει η Αυστρία, θα γίνει το σχέδιο αμέσως αποδεκτό από όλες τις Δυνάμεις. Η Ρουμανία θα διέθετε τότε ευχαρίστως ένα στρατιωτικό τμήμα χωρίς και καν αποζημίωση.
Αντίθετα, ο Ρουμάνος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη μού διηγήθηκε ότι τον κάλεσαν εδώ για να εκφράσει την γνώμη του σχετικά με την βοήθεια που παρέχεται στους Κουτσόβλαχους. Αποφασίστηκε να σταλούν στους ανθρώπους χρήματα, ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν με αυτά όπλα για την υπεράσπισή τους, «προκειμένου αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι να μπορέσουν ν’ αποκτήσουν ένα ρεβόλβερ και να μην οδηγηθούν όπως τα πρόβατα στη σφαγή». Εδώ βρίσκεται λοιπόν ασφαλώς ένας υπαινιγμός για τον σχηματισμό συμμοριών.
Απέναντι στον μαργράβο Παλαβιτσίνι ο πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη χρησιμοποίησε μια τελείως διαφορετική γλώσσα. Στην πραγματικότητα η όλη υπόθεση είναι για τη Ρουμανία μόνο «ένα ζήτημα τιμής», αν η Ελλάδα ήθελε ν’ αναγνωρίσει μόνο την ισχύ του Ιραδέ για τους Κουτσόβλαχους, τότε θα ήταν όλα μια χαρά. Η Ρουμανία μάλιστα δεν έχει σοβαρές βλέψεις στη Μακεδονία· ύστερα από τη διευθέτηση του τυπικού ζητήματος θα συνεννοούταν εύκολα και για τα σχολεία και όλα τα υπόλοιπα θέματα.
Συνάγω το εξής συμπέρασμα: Οι εδώ πολιτικοί. θέλουν να επιδείξουν μόνο μια εξωτερική επιτυχία, με την οποία να μπορέσουν να κομπάσουν απέναντι στους εσωτερικούς τους πολιτικούς αντιπάλους. Εάν την έχουν, θα είναι χαρούμενοι να εξέλθουν από την αδιέξοδη ιστορία της σύγκρουσης με την Ελλάδα. Ωστόσο, ελπίζουν να παρουσιάσουν ευκολότερα μια τέτοια φαινομενική επιτυχία, εάν φωνάζουν, απειλούν, βρίζουν και καυχιούνται για τα καλά.
Ο ίδιος αναφέρει από το Βουκουρέστι στις 14 Μαΐου 1906:[49]
Η προτροπή που έγινε δήθεν από τον πρώην Ρουμάνο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη κύριο Α. Ε. Λαχόβαρυ και αποσκοπούσε στη συνεννόηση με την Ελλάδα, να ονομάζονται μελλοντικά οι Κουτσόβλαχοι «Ελληνόβλαχοι», προκάλεσε μεγάλη ενόχληση στους εδώ πολιτικούς κύκλους.
Ο ρουμανομακεδονικός πολιτιστικός σύλλογος συγκάλεσε εδώ αμέσως συγκέντρωση διαμαρτυρίας και απέστειλε στον στρατηγό Λαχόβαρυ αποστολή, απαρτιζόμενη εν μέρει από πανεπιστημιακούς καθηγητές. Αυτός υποδέχθηκε την αντιπροσωπεία ενώπιον του πρέσβυ Α.Ε. Λαχόβαρυ, που διαμένει εδώ κατά τη διέλευσή του, δηλώνοντάς της ότι οι φήμες για συμφωνίες, κατά τις οποίες οι Κουτσόβλαχοι θα ονομάζονται στο μέλλον Ελληνόβλαχοι, στερούνται κάθε λογικής. Μια συνεννόηση με την Ελλάδα είναι δυνατή μόνο τότε, εάν η Ελλάδα υποχρεωθεί να θέσει τέλος στο ελληνικό συμμοριακό κίνημα στη Μακεδονία και να μην εναντιωθεί στην εφαρμογή του Ιραδέ της 22ας Μαΐου του περασμένου έτους. Επιπλέον θα πρέπει να συγκροτηθούν μια ή δύο Επισκοπές που θα υπάγονται στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου, των οποίων οι αξιωματούχοι θα εκλέγονται από τον Λαό. Οι Επίσκοποι αυτοί θα διορίσουν τους Ρουμάνους ιερείς και θα εγκρίνουν τη χρήση της ρουμανικής γλώσσας σε εκκλησία και σχολείο. Μόνο υπό αυτούς τους όρους μπορεί να τερματιστεί η σύγκρουση ανάμεσα στη Ρουμανία και την Ελλάδα. Σε διαφορετική περίπτωση η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να τραβήξει τα πράγματα στα άκρα.
Στη συντηρητική παράταξη επιδιώκουν να δικαιολογηθούν λέγοντας ότι ο χαρακτηρισμός «Ελληνόβλαχος» προοριζόταν μόνο για τους δύο Επισκόπους διότι και οι εξελληνισμένοι Κουτσόβλαχοι στη Μακεδονία και την Ήπειρο θα υπάγονταν σε αυτούς.
Ο κύριος Βαραταζής, ο μέχρι πρότινος Έλληνας μεσολαβητής, μου ανακοίνωσε ότι, ύστερα από αυτά τα συλλαλητήρια, οι πιθανότητες για μια συνεννόηση έχουν χειροτερέψει πολύ. Και ο κύριος Α.Ε. Λαχόβαρυ είναι πολύ αγανακτισμένος με αυτή τη τροπή των πραγμάτων. Όπως μου ανέφερε ο κύριος Take Jonesco, η κύρια δυσκολία έγκειται στο ότι η Ελλάδα δεν θέλει ν’ αναγνωρίσει τον Ιραδέ της 22ας Μαΐου του προηγούμενου έτους. Γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορεί τώρα να γίνει τίποτα και πρέπει ν’ αναμένει κανείς την περαιτέρω εξέλιξη των πραγμάτων.
Εάν θα ενεργήσουν τώρα κατά των Ελλήνων στη Ρουμανία μέσω έκτακτων νόμων, αυτό εξαρτάται από την απόφαση του Βασιλιά.
Στις 14 Ιουνίου 1906 ο Kiderlen προσθέτει από το Βουκουρέστι:[50]
Η είδηση από την Αθήνα ότι ο κύριος Θεοτόκης μίλησε για επίσημη διακοπή των σχέσεων με την Ρουμανία ώθησε τον κύριο Goluchowski ν’ αναθέσει στον εδώ πρέσβυ της Αυστρο-Ουγγαρίας μια νέα διαμεσολαβητική προσπάθεια. Ο πρέσβυς οφείλει εδώ να επισημάνει κυρίως τις δυσκολίες που θα ανέκυπταν για τη Ρουμανία από την ανάληψη της προστασίας των ελληνικών συμφερόντων από την Ρωσία. Όπως προέβλεψε ο μαργράβος Παλαβιτσίνι, το διάβημά του ήταν τελείως αποτυχημένο. Ο Πρωθυπουργός κύριος Καντακουζηνός, ο οποίος εκπροσωπεί την περίοδο αυτή τον υπουργό Εξωτερικών που απουσιάζει στην Ισπανία και την Πορτογαλία, φάνηκε υπερβολικά αλαζονικός και απέρριψε κάθε συμβιβασμό με την Ελλάδα, όχι μόνο στην ουσία αλλά και τυπικά.
Η ρουμανική κυβέρνηση άφησε να παρασυρθεί πάρα πολύ βαθιά στο Κουτσοβλαχικό Ζήτημα και φοβάται πολύ πως και με την παραμικρή ενδοτικότητα απέναντι στην Ελλάδα θα κατηγορηθεί από την αντιπολίτευση για έλλειψη πατριωτισμού. Ο ανταγωνισμός σε αμοιβαίες προκλήσεις, επομένως, θα συνεχιστεί μάλλον για πολύ καιρό ακόμη.
Η απίστευτη αδυναμία της ρουμανικής διοίκησης υπό τον κύριο Καντακουζηνό, που αποδείχτηκε περίτρανα με αφορμή τις φοιτητικές αναταραχές, είναι και πάλι έκδηλη σε σχέση με τους Ρουμανομακεδόνες, οι οποίοι τριγυρίζουν άσκοπα στη χώρα. Έτσι μετέβησαν πρόσφατα μερικοί Ρουμανομακεδόνες ακτιβιστές πρώτα στο Calaft και μετά στο Giurgevo, εμπόδιζοντας σε αυτά τα μέρη την ελληνική Θεία Λειτουργία και διαπράττοντας διάφορες άλλες ακρότητες σε βάρος Ελλήνων κατοίκων. Μολονότι είχαν προαναγγείλει το ταξίδι τους σε δημόσια συγκέντρωση, δεν ελήφθη κανένα μέτρο από την πλευρά των αρχών.
Με τον νέο νόμο η ρουμανική κυβέρνηση ελπίζει να θίξει κυρίως και τις ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες, τα πλοία των οποίων στη Σουλίνα και στο Γαλάτσι κατέχουν την πρώτη θέση, εάν όχι στην χωρητικότητα αλλά σίγουρα αριθμητικά, και επιδίδονται επίσης σε επικερδή ακτοπλοΐα στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Εάν τεθούν σε ισχύ οι διατάξεις εναντίον της Ελλάδας, ίσως θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτές γερμανικές ναυτιλιακές εταιρείες, ειδικά η γερμανική Γραμμή Λεβάντε.
Στις 15 Ιουνίου 1906 η Γερμανική Αυτοκρατορική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη αναφέρει:[51]
Χθες ο Μεγάλος Βεζίρης ξέσπασε απέναντί μου σε νέα παράπονα για τις ατελείωτες δυσκολίες που συναντά από τις ενέργειές του κατά του προπαγανδιστή κληρικού στο Μοναστήρι, του εκεί Μητροπολίτη,[52] και από την πλευρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αφότου, για πολλοστή φορά η αξίωση που απηύθηνε στον Πατριάρχη ν’ ανακαλέσει τον Μητροπολίτη δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, ζήτησε τελικά από τα Ανάκτορα την καθαίρεσή του. Ο Πατριάρχης τότε επεδίωξε να κινήσει τις υποψίες του Σουλτάνου κατά του ίδιου του Μεγάλου Βεζίρη για βουλγαρο – και ρουμανοφιλία. Τελικά τα Ανάκτορα απαίτησαν από τον Ιωακείμ Γ´ να μεταθέσει εδώ τον Μητροπολίτη, τουλάχιστον προσωρινά αλλά ο εδώ Έλληνας πρέσβυς επενέβη στον Πατριάρχη. Χθες μπόρεσε τελικά ο βαλής του Μοναστηρίου ν’ αναφέρει ότι ο Μητροπολίτης αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη.
Τον Ιούλιο 1913 συνέρχεται στη ρουμανική πρωτεύουσα η Διεθνής Διάσκεψη του Βουκουρεστίου με σκοπό να τερματίσει τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο που ήταν νικηφόρος για τα ελληνικά όπλα αλλά τα οριστικά πολιτικά αποτελέσματά του παρέμεναν ακόμη μετέωρα. Ρυθμιστής της καταστάσεως αναδεικνύεται η Ρουμανία η οποία λίγες ημέρες ενωρίτερα είχε προελάσει άνευ αντιπάλου μέχρι τα πρόθυρα της Σόφιας. Για να κατακυρώσει στη Διάσκεψη τις ελληνικές νίκες στη Μακεδονία απαιτούσε να της παραδώσει η Ελλάδα αντάλλαγμα τους Βλάχους. Ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος απεχώρησε από τη σύνοδο οργισμένος. Αγνοούσε, όμως, τόσο αυτός όσο και ο Ρουμάνος ομόλογός του Τάκε Μαγιορέσκου ότι ξαφνικά ο Ελληνικός Στρατός είχε περιέλθει σε δεινή θέση μέσα στη Βουλγαρία. Τι είχε συμβεί; Η Σερβία, σύμμαχος της Ελλάδος, υπέγραψε μυστικά ανακωχή με τη Βουλγαρία και έτσι απελευθέρωσε από το σερβικό μέτωπο ισχυρές βουλγαρικές δυνάμεις οι οποίες κινήθηκαν ήδη από τα δυτικά για να θέσουν μεταξύ δύο πυρών τον Ελληνικό Στρατό ο οποίος αντιμετώπιζε την τελευταία αντίσταση των Βουλγάρων μπροστά στη Σόφια. Τέσσερις ελληνικές Μεραρχίες αναγκάζονταν να αναδιπλωθούν προς την Κρέσνα και την Άνω Τζουμαγιά την ώρα που ο Βενιζέλος εγκατέλειπε τη Συνδιάσκεψη βέβαιος για τη στρατιωτική ελληνική νίκη. Αμέσως φθάνει στο ξενοδοχείο με άμαξα ο Γενικός Διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών της Ρουμανίας, συναντάται επειγόντως με τον Έλληνα Πρωθυπουργό. Του παρουσιάζει το τηλεγράφημα του Γ.Ε.Σ. Ρουμανίας που μόλις είχε ληφθεί και αναγγέλλει τη δραματική ανατροπή των δεδομένων σε βάρος του Ελληνικού Στρατού. Ο ανώτατος διπλωμάτης της Ρουμανίας του αποκαλύπτει ότι είχε αποκρύψει το τηλεγράφημα από τον Πρωθυπουργό του. Άναυδος ο Βενιζέλος τον ευχαριστεί θερμά. Ο διάλογος, βέβαια, διεξάγεται στα γαλλικά και ο Ρουμάνος διπλωμάτης παραμένει, βέβαια, Ρουμάνος. Τη συνέχεια αφηγήθηκε αργότερα ο αυτόπτης μάρτυρας Σπύρος Μελάς, απεσταλμένος τότε της εφημερίδας «Πατρίς» και, μετά, ο ιστορικός Γεώργιος Ρούσος κάπως παραλλαγμένη διότι δεν ήταν παρών. Στο λεπτό ο Βενιζέλος επιστρέφει στη Συνδιάσκεψη. Συναντάται χωριστά με τον Ρουμάνο Πρωθυπουργό και –τι άλλο να κάνει– δέχεται τους όρους του για τους Βλάχους. Σε άμεση συμφωνία οι δύο Πρωθυπουργοί ανταλλάσσουν ταυτόσημες επιστολές που αναφέρουν:
Η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχη αυτονομίαν εις τας των Κουτσοβλάχων σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν επισκοπής δια τους Κουτσοβλάχους τούτους, της ρουμανικής κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγή υπό την επίβλεψιν της ελληνικής κυβερνήσεως τα ειρημένα ενεστώτα ή μέλλοντα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματα.
Ο Μαγιορέσκου αγνοούσε ακόμη τη δεινή θέση της Ελλάδος που μόνον ο Βενιζέλος γνώριζε. Οι δύο επιστρέφουν στην αίθουσα της Συνδιασκέψεως και υπό την απειλή της Ρουμανίας, η Βουλγαρία αναγκάζεται να υπογράψει την ανακωχή και στη συνέχεια Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου η οποία κατοχυρώνει μέχρι σήμερα τα οριστικά σύνορα της Ελληνικής Μακεδονίας. Ζωντανό ενέχυρο του της Ελληνικής Μακεδονίας γίνονται, χωρίς να ερωτηθούν, οι Βλάχοι οι οποίοι την υπερασπίσθηκαν άχρι θανάτου. Βλάχος, επίσης, είναι και εκείνος που επέτυχε τον θρίαμβο της Ελλάδος στη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου. Μετά 48 χρόνια από τότε ο ιστορικός Γεώργιος Ρούσος γράφει:[53] Το περιστατικό αυτό συνέβαινε ακριβώς την ίδιαν ημέρα, όπου στο Συμβούλιο είχε τεθεί ωμά στην Βουλγαρία το ζήτημα της αποδοχής της ανακωχής. Οι Βούλγαροι ενημερωμένοι για την κατάσταση ωρύονταν ότι είχαν τσακίσει τέσσερις μεραρχίες. Ο Βενιζέλος διέψευδε αυτό κατηγορηματικά. Και μη υπαρχούσης καμιάς επιβεβαίωσης του ισχυρισμού των Βουλγάρων από τη μεριά των ρουμανικών αρχών, ο Πρωθυπουργός της Ρουμανίας πειθανάγκασε με απειλές την βουλγαρική αντιπροσωπεία να αποδεχθεί την ανακωχή. Ήτο μεγάλη επιτυχία του Βενιζέλου, αλλά το αξιοπερίεργο είναι ότι κατά μέγα μέρος το χρωστούσε σε έναν μυστηριώδη συνεργάτη και άγνωστο φίλο της Ελλάδος, τον Γενικό Διευθυντή του Ρουμανικού Υπουργείου Εξωτερικών Μίσσιο. Αυτός ο ανώτατος υπάλληλος του Βασιλιά της Ρουμανίας Καρόλου είχε αποκρύψει όλα τα τηλεγραφήματα, τα οποία ανήγγειλαν ότι οι μεραρχίες μας υποχωρούσαν. Ο Βενιζέλος κάλεσε τον απροσδόκητο φίλο μας στην Ελληνική Πρεσβεία για να του απονείμει ανώτατο παράσημο σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Του εξέφρασε τις βαθύτερες ευχαριστίες της Ελλάδος, μιλώντας βέβαια στη γαλλική. Τότε ο Μίσσιου διακόπτει τον Βενιζέλο και σε άπταιστη ελληνική του λέγει:
-Σεβαστέ μου Κύριε Πρόεδρε, δεν έκαμα παρά το καθήκον μου προς την Πατρίδα μου.
Ήταν Έλληνας, όπως εξήγησε αμέσως στον κατάπληκτο Βενιζέλο. Κουτσόβλαχος από το Κρούσοβο, με ριζωμένη ελληνική συνείδηση, είχε σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στη Γερμανία και κατόπιν γύρισε στο χωριό του όπου όλοι οι συγγενείς του βρέθηκαν σύμφωνοι να κατέβει ο νεαρός επιστήμονας να σταδιοδρομήσει. Πράγματι ήρθε στην Αθήνα και έλαβε μέρος στον διαγωνισμό που προκηρύχθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών. Έγραψε άριστα και απάντησε σωστά σ τα προφορικά. Αλλά η θέση ήταν μία και προτιμήθηκε ο επιλαχών. «Ποίος ήτο ο επιλαχών;», ρώτησε ο Βενιζέλος. «Ο υιός του τότε Πρωθυπουργού, ο Νικόλαος Θεοτόκης».
Απογοητευμένος τότε, πληγωμένος στην φιλοπατρία του, ο νέος αναγκάσθηκε να καταφύγει στην Ρουμανία προς ανεύρεση της τύχης του. Άλλαξε το επίθετό του από Μιχαήλ σε Μίσσιου, προσελήφθη στο Υπουργείο Εξωτερικών, σταδιοδρόμησε γρήγορα, έγινε Πρεσβευτής (προ μηνών τότε Πρεσβευτής στο Λονδίνο και τώρα Γενικός Διευθυντής του Ρουμανικού Υπουργείου Εξωτερικών).Ένιωσε την φλογερή ανάγκη να βοηθήσει και αυτός την πρώτη Πατρίδα του. Απέκρυψε τα τηλεγραφήματα, τα οποία ανήγγειλαν τις αποτυχίες μας, δίδοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο καιρό στον Βενιζέλο να υποκλέψει κι’ αυτός την τόσο πολύτιμη ανακωχή. Προσθέτει ο Γ.Ρούσος: Τα μάτια του Βενιζέλου λάμπανε από δάκρυα και περηφάνια, καθώς άκουε το παραμύθι της αιωνίας Ελλάδος, ζωντανεμένο σε τούτον τον Κουτσόβλαχο πατριώτη. Τον αγκάλιασε, άρχισε να τον φιλάει στα μάγουλα, στο μέτωπο, στα χέρια και να του λέει: «Παιδί μου! Σ’ έστειλε εδώ ο Θεός της Ελλάδος για να προσφέρεις σήμερα τέτοια υπηρεσία, τέτοια ανεκτίμητη υπηρεσία».
Το Μοναστήρι, το Κρούσοβο και τα άλλα ανεκτίμητα βλαχοχώρια του Ελληνικού Βορρά έμειναν έξω από τα σύνορα της αγαπημένης Μακεδονίας. Αργότερα, κατά τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους επικαλούμενοι επίσης τη λατινοφωνία, οι Ιταλοί ανακηρύσσουν «χαμένους αδελφούς» –perdutti frateli– τους Βλάχους και ιδρύουν στα χαρτιά το «Πριγκηπάτο της Πίνδου». Αντικρούοντας στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων τις διεκδικήσεις των Ιταλών και των Ρουμάνων ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος τον Δεκέμβριο 1918 υπογράμμιζε[54] Το θρήσκευμα, η γλώσσα, η φυλή δεν δύνανται να θεωρηθούν ως βέβαιαι ενδείξεις εθνικότητος. Ο μοναδικός αλάνθαστος παράγων είναι η εθνική συνείδησις, δηλαδή η εσκεμμένη θέλησις των ατόμων όπως καθορίσουν την τύχην των και αποφασίσουν εις ποίαν εθνικήν οικογένειαν επιθυμούν να ανήκουν.
Στην Κατοχή με όπλα, χρήματα και προστασία των Ιταλών το 1941 τυχοδιώκτες και φυγόδικοι ληστοτρόφοι συγκροτούν τη «Λεγεώνα των Βλάχων» Αυτόπτης μάρτυρας και πρωταγωνιστής ο ευπατρίδης εθνικός ευεργέτης Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας καταθέτει τη μαρτυρία του:[55] Τυχοδιωκτικά στοιχεία της Λάρισας, που δεν είχαν καμιά σχέση με τους Βλάχους, ακόμη κι ένας Πελοποννήσιος, γράφονταν στη Λεγεώνα. Αυτούς αντιμετωπίζουν –και μετά διαλύουν– ευθύς αμέσως οι ίδιοι οι Βλάχοι που στελεχώνουν την Εθνική Αντίσταση. Βλάχοι ήσαν ο Αρχηγός του ΕΛΑΣ Στέφανος Σαράφης, ο Πρόεδρος της Π.Ε.Α.Ε. καθηγητής Αλέξανδρος Σβώλος, ο Γραμματέας του Κ.Κ.Ε. Γιώργης Σιάντος, ο σύνδεσμος του ΕΑΜ με το στρατηγείο του Τίτο Ανδρέας Τζήμας, ο διοικητής του Αρχηγείου ΕΛΑΣ Δυτ. Μακεδονίας Τζώτζος κ.ά.
Ο Αβέρωφ και έντεκα κορυφαίοι Βλάχοι προεστοί και επιστήμονες της Λάρισας υπογράφουν αμέσως υπόμνημα διαμαρτυρίας. Οι Ιταλοί τους συλλαμβάνουν και οι περισσότεροί τους εγκλείονται σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Ιταλία, έξω από τη Ρώμη. Μαζί τους, για τον ίδιο λόγο, από την Καστοριά ο ιατρός Μιχαήλ Ι. Τσίρλης, αδελφός της γιαγιάς μου Λίνας και ο γυμνασιάρχης Κων. Πηχεών, γιος του εθνικού αγωνιστού Αναστασίου Πηχεών. Επιστρέφουν σκιές. Μόνον ο Μιχαήλ απουσιάζει. Εξοντώνεται στο Νταχάου. Είχε λάβει μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα και είχε περιθάλψει τον Παύλο Μελά. Η Ναταλία Π. Μελά περιγράφει τη σκηνή:[56] Ξημερώματα ήλθαν στο δάσος άλλοι δύο από τη Νέβεσκα να δουν τον Παύλο. Ο γιατρός ο Τσίρλης και ο αδελφός του τού έφεραν ρούχα ν’ αλλάξη, στεγνά προσόψια να σφουγγίση το πρόσωπό του, του έφεραν του πολιτισμού τη γλύκα, την αδελφοσύνη.
Ο συνταγματάρχης Αθανάσιος Χρυσοχόου είχε διορισθεί κατά την Κατοχή στη Θεσσαλονίκη ως Επιθεωρητής, που, όμως με μυστική αποστολή είχε να παρακολουθεί άγρυπνα και, ει δυνατόν, να αντιμετωπίζει την ξένη προπαγάνδα αλλόφωνους Μακεδόνες. Καταθέτει στην Ιστορία την αυθεντική μαρτυρία του:[57] Προς μεγίστην τιμήν του ιδιαιτέρου, αλλά και του ελληνικού του ονόματος, το βλαχόφωνον στοιχείον εν τη μεγίστη αναλογία του εστάθη ανώτερον των περιποιήσεων και προσφορών και αψηφούν πάντα κίνδυνον και πάσαν απειλήν δι’ άλλην μίαν φοράν διεκήρυξεν απεριφράστως τους αρρήκτους δεσμούς της υπερηφάνου ταύτης διακλαδώσεως της ελληνικής φυλής προς την Μητέρα Πατρίδα. Η αντίδρασις, προκληθείσα εκ των σπλάγχνων αυτού τούτου του βλαχικού στοιχείου, ανέτρεψεν άρδην όλους τους χαρτίνους πύργους των Ιταλών και Ρουμάνων.
Στους καιρούς μας οι βλαχόφωνοι Έλληνες συγκεντρώνουν το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον ξένων κέντρων τα οποία θεωρούν –και εργάζονται να αποδείξουν– ότι οι Βλάχοι, παρ’ ότι αφοσιωμένοι στον ελληνισμό, ανήκουν δήθεν σε ένα ξεχωριστό διαπεριφερειακό έθνος των Βαλκανίων και, γι’ αυτό, χρειάζονται ανάδειξη, προστασία και ενίσχυση αυτής της υποτιθεμένης ξεχωριστής εθνικής τους ταυτότητας. Ανεξάρτητα από την ποιότητα των προθέσεών τους και τον βαθμό του μεταξύ τους συντονισμού, οι προστάτες των Βλάχων καθιστούν αντικειμενικά φανερό εξ αποτελέσματος ότι όλες οι ενέργειές τους συγκλίνουν στον κατακερματισμό του ελληνικού έθνους, στην σταδιακή αποδόμησή του και στην διολίσθησή του σε μια κινουμένη άμμο αλληλοϋποβλεπομένων λαϊκών ομάδων που μοιραία θα αυτοτροφοδοτούν αμοιβαία την εσωστρέφεια, την φοβία και την καχυποψία. Άλλωστε, από τον καιρό του Ομήρου έως σήμερα, οι Έλληνες έχουμε μακρά παράδοση εμφυλίων ερίδων, ανοικτών ή συγκεκαλυμμένων.
Έτσι, τον 21ο αιώνα, ξένα κέντρα επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν τους Βλάχους για να αποδομήσουν το ελληνικό Έθνος, να ναρκοθετήσουν το ελληνικό Κράτος και να ολοκληρώσουν τη στρατηγική περικύκλωση της ήδη σκληρά χειμαζομένης Ελλάδος ώστε να επιδιαιτητεύει αποφασιστικότερα στα Βαλκάνια ο Μεγάλος Αδελφός.
* Κάθε χρόνο, επί δεκαετίες, η ετησία έκθεση του αμερικανικού Σταίητ Ντιπάρτμεντ για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον Κόσμο «διαπιστώνει» σταθερά ότι στην Ελλάδα υπάρχουν «εθνικές μειονότητες» Βλάχων, Μακεδόνων, Τούρκων, Αλβανών και Ρομά που το ελληνικό Κράτος «αρνείται επίμονα να αναγνωρίσει, δεν προστατεύει και τακτικά καταπιέζει».
* Το ίδιο ισχυρίζονται επίσημα τα Σκόπια και η Τουρκία, η εμπειρογνώμων του ΟΗΕ MacDugal, πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και αρκετοί Έλληνες διανοούμενοι ταγμένοι στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
* Ένα δυναμικό και ισχυρά δικτυωμένο τμήμα της ελληνικής πανεπιστημιακής κοινότητας, της διανόησης και της δημοσιογραφίας αποτελεί την σχολή νεωτερικών η οποία, εν ονόματι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της Δημοκρατίας και της ειρήνης, κηρύσσει ότι το Έθνος «αποτελεί φαντασιακή κοινότητα» που εκ των υστέρων κατασκεύασαν τα διάφορα Κράτη και εκτρέφει τον εθνικισμό ο οποίος τελικά οδηγεί σε πολέμους ή συνεχώς σε συγκρούσεις χαμηλότερης αλλά καταστρεπτικής έντασης. Ο καλύτερος πράκτορας είναι όποιος αγνοεί ότι πρακτορεύει ξένα συμφέροντα αλλά πιστεύει ότι υπηρετεί τα πραγματικά συμφέροντα της χώρας του και του Λαού της.
Ν.Ι.Μέρτζος
[1]. Αχιλλέας Λαζάρου, Συμβολή της ρουμανικής επιστήμης στην ορθή λύση των Βλάχων της Ελλάδος, Αθήνα 2007
[2]. N.Jorga, Geschichte des rumänischen Volkes, τ. 1, Gotha 1905, σ. 52
[3]. Ελένη Σταματιάδου, Όψεις των ελληνορουμανικών πολιτικών σχέσεων1892-1906: Από την υπόθεση Ζάππα στο ανθελληνικό κίνημα του 1905-1906, (αδημ. μεταπτυχιακή εργασία) Θεσσαλονίκη 2011
[4]. Fr. Pouqueville, Voyages en Grece, Paris 1820, σ. 178, 78.
[5]. ΙΑΥΕ 1859, φάκ. 38/8, Έκθεσις του Βαλλιάνου προς τον Ανδρέα Κουντουριώτη, υπουργό των Εξωτερικών και του Βασιλικού Οίκου, Βιτώλια, 26 Νοεμβρίου 1859, αρ. πρωτ. 2
[6]. ΙΑΥΕ 1859, φάκ. 38/8, Επιστολή του Βαλλιάνου προς τον Ανδρέα Κουντουριώτη, υπουργό των Εξωτερικών και του Βασιλικού Οίκου, Βιτώλια, 1 Δεκεμβρίου 1859, αρ. πρωτ. 9
[7]. ΙΑΥΕ 1859, φάκ. 38/8, Επιστολή του Βαλλιάνου προς τον Ανδρέα Κουντουριώτη, υπουργό των Εξωτερικών και του Βασιλικού Οίκου, Βιτώλια, 28 Νοεμβρίου 1859, αρ. πρωτ. 5, αντίγραφο
[8]. ΙΑΥΕ 1859, φάκ. 38/8, Αίτησις Σωτηρίου Δαμιάνοβιτς, 7 Αυγούστου, αρ. πρωτ. 6001
[9]. ΑΥΕ/Κ.Υ.-VIII, αριθ. 399
[10]. F.O. 195/2156, φφ. 76v, αρ. πρωτ. 20
[11]. Α.Υ.Ε.Φ. Θεσσαλονίκης, αριθμ. 450
[12]. Γιώργος Πετσίβας (επιμ.), Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, Αθήνας 2000, σ. 24 (στο εξής: Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν)
[13]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σ. 16
[14]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σ. 32
[15]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σ. 36
[16]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σ. 66
[17]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σ. 84
[18]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σ. 98
[19]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σ. 102
[20]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σ. 104
[21]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σ. 116
[22]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σ. 126
[23]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σ. 146
[24]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σ. 152
[25]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σ. 398
[26]. Ίωνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν, ό.π. (σημ. 12), σσ. 292, 428
[27]. Ε. Ευγενιάδης προς τον Ά. Ρωμάνο, αριθ. εγγρ. 31, Θεσσαλονίκη, 6 Μαρτίου 1904, στο Σοφία Δ. Αλεξανδρίδου (επιμ.), Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1904) 100 έγγραφα από το Αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα/Κέντρο Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης, 2009 (στο εξής: Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα)
[28]. Αντίγραφο επιστολής των κατοίκων του Μοναστηρίου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αριθ. εγγρ. 36, Μοναστήρι, 21 Μαρτίου 1904, στο Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα, ό.π. (σημ. 27)
[29]. Αντίγραφο διαμαρτυρίας Ελληνοβλάχων Θεσσαλονίκης προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αριθ. εγγρ. 40, Θεσσαλονίκη, στο Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα, ό.π. (σημ. 27)
[30]. Οι πρόκριτοι Βελεσσών προς τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, αριθ. εγγρ. 48, Βελεσσά, 25 Μαΐου 1904, στο Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα, ό.π. (σημ. 27)
[31]. Ο Μακεδονικός Αγώνας. Απομνημονεύματα Π. Αργυροπούλου, Α. Ζάννα, Κ. Μαζαράκη–Αινιανός, Α. Σουλιώτη–Νικoλαΐδη, Ναούμ Σπανού, Β. Σταυρόπουλoυ, Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ, 1984, σσ. 109-111
[32]. Ο Μακεδονικός Αγώνας, ό.π.(σημ. 31), σ. 227
33 Gustav Weigand, Οι Αρωμούνοι, εκδόσεις Κυριακίδη, σσ. 343-344
[34]. Weigand, ό.π. (σημ. 33), σελ. 343 και 148
[35]. Κων. Αν. Βαβούσκος, Η συμβολή του ελληνισμού της Πελαγονίας εις την Ιστορίαν της Νεωτέρας Ελλάδος, Θεσσαλονίκη, Ε.Μ.Σ., 1959
[36]. Νικολάος Λούστας, Ιστορία του Νυμφαίου, Νέβεσκας Φλωρίνης, εκδόσεις Ζήτη 1988, σσ. 38-39
[37]. Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος ΚΕ΄, σ. 22
[38]. Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος ΚΕ΄, σ 354. [Σημ:] Ο Δημητράκης Ν. Τζώτζης από το Πισοδέρι ήταν εκ μητρός προπάππος μου, πατέρας της γιαγιάς μου Πανδώρας Δ. Λιάτση
[39]. Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος ΚΕ΄, αρ. 30, εξώφυλλο
[40]. Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος ΚΕ΄, αρ. 31, εξώφυλλο
[41]. Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος ΚΕ΄, αρ. 34 σελ. 410
[42]. Το Αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου, τ. Α΄, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, 2000, σσ. 141-142
[43] Το Μακεδονικό Ζήτημα και η Γερμανία, Απόρρητα έγγραφα του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών, εισαγωγή-επιμέλεια Στράτος Δορδανάς και Βάϊος Καλογρηάς, εκδόσεις Κυριακίδη
[44] Όπου ανωτ.PA AA, R 13692, Makedonien, αριθμ. εγγρ. 216
[45]. Ο Agenor Maria Adam Graf Gołuchowski διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Αυστρο-Ουγγαρίας (1895-1906). Έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια και επιζήτησε την προσέγγιση με την Ρωσία.
[46] Όπου ανωτ. PA AA, R 13693, Makedonien,αρ. Εγγρ. 134
[47] Ο Μίσιος ήταν Ελληνόβλαχος από το Μοναστήρι και αγωνίζονταν μάταια να πείσει την ρουμανική κυβέρνηση ότι όφειλε να συμμαχήσει με την Ελλάδα. Αναφέρεται κατωτέρω η εθνική προσφορά του.
[48] Όπου ανωτ. PA AA, R 13697, Makedonien, από 1 έως 15 Νοεμβρίου 1905
[49] Όπου ανωτ.PA AA, R 13704, Makedonien, αρ.εγγρ.123
[50] Όπου ανωτ. PA AA, R 13705, Makedonien αρ. εγγρ. 149
[51] ΄Οπου ανωτ. PA AA, R 13705, Makedonien, αριθ. εγγρ.72
[52]. ΄Ηταν ο Μητροπολίτης Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλος καταγόμενος από τη Χίο
[53]. Γ. Ρούσος, «Ο Βενιζέλος και η εποχή του», εφημ. Το Βήμα, Αθήνα, 16 Ιουνίου 1961
[54]. Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800, εκδόσεις Βάνιας, ,τεύχος Β΄σελ.274
[55]. Ευαγγέλος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων – Ίδρυμα Ευαγγέλου Αβέρωβ-Τοσίτσα 1987 (2η έκδοση), σ. 74.
[56]. Ναταλία Π. Μελά, Παύλος Μελάς, Αθήνα, εκδ. Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων,1963 (β΄έκδοση), σ. 398
[57]. Αθανάσιος Ι. Χρυσοχόος, Η Κατοχή εν Μακεδονία, Η δράσις της ιταλο-ρουμανικής προπαγάνδας, Θεσσαλονίκη, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1951