Το εμπόριο τροφίμων στην Φλώρινα κατά την γερμανική Κατοχή
Το απόγευμα της 9ης Απριλίου 1941, οι ελληνικές αρχές είχαν εγκαταλείψει την Φλώρινα. Το σχέδιο «όλοι προς τον Νότο» ολοκληρώθηκε, επειδή πλησίαζαν τα γερμανικά στρατεύματα στα τότε σερβικά σύνορα. Ο ελληνικός στρατός μαχόταν στα βουνά της Αλβανίας. Η πόλη της Φλώρινας ήταν άδεια. Δεν υπήρχαν οι Αρχές. Τα τρόφιμα που προορίζονταν για τον ελληνικό στρατό στην Αλβανία, ήταν στοιβαγμένα στα λιβάδια του Σιδηροδρομικού Σταθμού. Οι Φλωρινιώτες και οι κάτοικοι των γύρω χωριών βρήκαν την ευκαιρία να αρπάξουν όσο γινόταν περισσότερα τρόφιμα, από τα λιβάδια. Με κάρα, με καρότσια αλλά και στα χέρια “έφευγαν” τα τρόφιμα, «για να μην πέσουν στα γερμανικά χέρια» όπως έλεγαν τότε. Συνωστισμός από την λαοθάλασσα. Πολλοί ποδοπατήθηκαν και πέθαναν στην προσπάθειά τους να αρπάξουν λίγα τρόφιμα. Το “πανηγύρι” αυτό κράτησε μέχρι αργά το απόγευμα, που εισήλθαν οι πρώτες γερμανικές μοτοσικλέτες και όλοι κλείστηκαν στα σπίτια τους. Η γερμανική Κατοχή είχε αρχίσει με βασικό χαρακτηριστικό την έλλειψη τροφίμων.
Από την επομένη ημέρα ο γερμανικός στρατός άρχισε να αναζητάει τα τρόφιμα του ελληνικού στρατού, ψάχνοντας στα σπίτια των Φλωρινιωτών. Μερικά κατασχέθηκαν, και ήταν τρόφιμα, τσιγάρα, κονιάκ και κουβέρτες. Οι περισσότεροι όμως τα είχαν κρύψει καλά και τα κατανάλωσαν τον πρώτο καιρό της Κατοχής.
Από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής άρχισαν να εξαφανίζονται πολλά είδη τροφίμων στα παντοπωλεία. Βέβαια δεν υπήρχε έλλειψη τροφίμων όπως στις μεγαλουπόλεις, ούτε πέθανε κανείς από την πείνα στην Φλώρινα. Οι Φλωρινιώτες βοηθούσαν, ώστε να μην πεινάει κανείς. Φτώχεια υπήρχε, όχι όμως και ανέχεια. Οι κατακτητές ήταν αδιάφοροι σχετικά με την έλλειψη κάποιων τροφίμων. Μόνο ο Δήμος Φλώρινας ενδιαφερόταν για τους δημότες του και μάλιστα ο Δήμαρχος Νικόλαος Χάσος βοηθούσε με κάθε τρόπο.
Οι χωρικοί της Φλώρινας και γενικά οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι εξασφάλιζαν τα τρόφιμα όλων. Στον κάμπο αφθονούσε το σιτάρι και στα ορεινά χωριά τα φασόλια και οι πατάτες. Αγελάδες και αιγοπρόβατα υπήρχαν παντού, ακόμη και στην πόλη. Όπως και τα γουρούνια που τα έσφαζαν τα Χριστούγεννα και είχαν λίπος και κρέας για όλον τον χρόνο.
Τα βασικά τρόφιμα υπήρχαν. Έλλειπαν όμως αρκετά άλλα τρόφιμα. Αυτά έρχονταν από άλλες περιοχές. Τότε αναπτύχτηκαν δυο είδη εμπορίου. Το εμπόριο «Είδος με Είδος», και η «Μαύρη Αγορά».
Από την Φλώρινα έλειπε το ελαιόλαδο. Αυτό το έφερναν κάποιοι μαυραγορίτες από την Λέσβο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Μετά κάποιοι άλλοι ή και οι ίδιοι το φόρτωναν με τενεκέδες στο τρένο και το έφερναν στην Φλώρινα. Η αγορά του λαδιού δεν γινόταν με χρήματα, αλλά με είδος, όπως σιτάρι και φασόλια. Επίσης λάδι έφερναν και πολλοί νέοι και νέες από την Ήπειρο. Φτωχοί άνθρωποι και πεινασμένοι φόρτωναν έναν δερμάτινο ασκό γεμάτο λάδι στην πλάτη τους και ξεκινούσαν για την Φλώρινα. Από όπου περνούσαν ζητούσαν λίγο ψωμί και έτσι έφταναν στην Φλώρινα για να ανταλλάξουν το λάδι με σιτάρι ή φασόλια. Μερικές από αυτές τις κοπέλες παντρεύτηκαν στην περιοχή της Φλώρινας και γλύτωσαν από την πείνα και την ταλαιπωρία να μεταφέρουν λάδι στην πλάτη τους περπατώντας μεγάλες αποστάσεις. Κάπως έτσι γινόταν το εμπόριο Είδος με Είδος.
Υπήρχαν και οι μαυραγορίτες της Φλώρινας. Αυτοί ήταν νέοι άνδρες, που σχημάτιζαν ομάδες και πήγαιναν από τα χωράφια του κάμπου στο γειτονικό Μοναστήρι, που ήταν υπό βουλγάρικη Κατοχή. Οι Βούλγαροι φρόντιζαν να υπάρχει επάρκεια τροφίμων στο Μοναστήρι και σε χαμηλές τιμές, καθώς τον σλάβικο πληθυσμό του Μοναστηρίου τον θεωρούσαν κομμάτι του έθνους τους και για προπαγανδιστικούς λόγους δεν έπρεπε να τους λείπουν τα τρόφιμα. Οι Φλωρινιώτες μαυραγορίτες περνούσαν κρυφά τα σύνορα και έφταναν στην αγορά του Μοναστηρίου, όπου με χρυσές λίρες αγόραζαν, ζάχαρη, καφέ, αλάτι, σπίρτα και ότι άλλο τους είχαν παραγγείλει. Τα τρόφιμα τα φορτώνονταν στις πλάτες τους και γύριζαν στην Φλώρινα από τα χωράφια. Αν ο βουλγάρικος στρατός τους έπιανε στα σύνορα, τους έπαιρνε τα τρόφιμα και τους επέτρεπε να γυρίσουν στην Φλώρινα με άδεια χέρια. Δεν ήταν και τόσο εύκολο να φέρει κανείς τρόφιμα από το Μοναστήρι, καθώς οι περιπολίες του βουλγάρικου στρατού καθιστούσαν δύσκολο το έργο τους. Παρόλα αυτά όμως η έλλειψη κάποιων τροφίμων και οι εξαιρετικές τιμές αυτών στην Μαύρη Αγορά ήταν δέλεαρ για πολλούς, που ξεκινούσαν αδιαφορώντας για τους κινδύνους. Οι μαυραγορίτες της Φλώρινας βοήθησαν και αυτοί με τον τρόπο τους, ώστε να υπάρχουν όλα τα είδη στην περιοχή μας, αλλά με τιμές ακριβές. Οι ίδιοι παραπονιόταν για τους κινδύνους που διέτρεχαν στα σύνορα, και δεν δέχονταν παζάρια από τους πελάτες τους. Πράγματι κινδύνευε η ζωή τους, όχι μόνο από τον βουλγάρικο στρατό, αλλά και από κλέφτες, και από πεινασμένους. Γι αυτό σχημάτιζαν ολιγομελείς ομάδες, για να μπορούν να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους που τους απειλούσαν.
Στα μπακάλικα και στα μεγάλα παντοπωλεία τα ράφια είχαν αδειάσει από προϊόντα. Ελάχιστα είδη υπήρχαν, επειδή οι μεγαλο-μπακάληδες της Φλώρινας ψώνιζαν από την Θεσσαλονίκη. Η πόλη αυτή όμως είχε μεγάλη έλλειψη τροφίμων, με αποτέλεσμα να μην έρχονται από εκεί προϊόντα στην Φλώρινα. Υπήρχαν όμως και κρούσματα διαρρήξεων από την πρώτη νύχτα της Κατοχής. Κάποιοι διέρρηξαν το μπακάλικο του Θεόδωρου Γρούιου, στην γωνία της Λεωφόρου Αβέρωφ και Πουλάκα, και άδειασαν όλο το μαγαζί. Άδεια ράφια βρήκε στο μαγαζί του Γρούιος την άλλη ημέρα το πρωί, αλλά δεν είπε κουβέντα από φόβο, μήπως ο γερμανικός στρατός έσπασε την πόρτα του μπακάλικού του. Ο Γρούιος δεν έμαθε ποτέ ποιοί έκλεψαν τα τρόφιμα από το μπακάλικό του.
Στην Φλώρινα υπήρχε μεγάλη έλλειψη αλατιού. Τον πρώτο καιρό, ο Δήμαρχος Νικόλαος Χάσος έστελνε κρυφά στην Θεσσαλονίκη την ποτιστήρα του Δήμου με την πρόφαση μιας επισκευής. Η ποτιστήρα ήταν σαν ένα πυροσβεστικό όχημα. Αντί νερού όμως, το γέμιζαν με αλάτι στην Θεσσαλονίκη και επέστρεφε στην Φλώρινα. Στην συνέχεια ο Δήμος μοίραζε το αλάτι στους δημότες του. Μετά το εμπόριο του αλατιού πέρασε στην Μαύρη Αγορά, από κάποιους που έρχονταν στην πόλη μας με το τρένο.
Τα αμπάρια αλεύρων και σιτηρών δούλευαν καλά, καθώς το αλεύρι και το σιτάρι το αναζητούσαν όλοι και μάλιστα πουλιόταν με χρυσές λίρες. Σιτηρά πουλούσαν και οι γεωργοί την Τετάρτη και το Σάββατο στο σιντριβάνι της αγοράς. Και όταν ερχόταν το καλοκαίρι, η αγορά γέμιζε λαχανικά και φρούτα, που τα πουλούσαν οι κηπουροί των χωριών και της πόλης. Τότε οι Φλώρινα ήταν σχεδόν αυτάρκης. Λίγα τρόφιμα έλλειπαν κυρίως από τα μπακάλικα.
Στην Φλώρινα αφθονούσε το αλεύρι και τα αυγά, βασικά συστατικά για την παρασκευή μακαρονιών. Κάποιοι Θεσσαλονικείς έφεραν τα μηχανήματά τους και νοίκιασαν ένα σπίτι για να στεγάσουν το εργαστήριό τους, στην γειτονιά Ρεζί. Οι Φλωρινιώτες πήγαιναν με αλεύρι και αυγά και αυτοί τους έφτιαχναν μακαρόνια. Χωρίς χρήματα, αλλά κρατούσαν μια ποσότητα μακαρονιών, που ήταν η αμοιβή τους. Τα μακαρόνια αυτά έφευγαν για την Θεσσαλονίκη, όπου πουλιόταν σε καλές τιμές. Εμπόριο είδος με είδος και μετά στην Μαύρη Αγορά.
Τότε οι συναλλαγές γίνονταν με χρυσές λίρες. Ήταν οι εγγλέζικες λίρες που τις έλεγαν «Αϊ Γιώργηδες» και οι γαλλικές τα «κοκοράκια». Υπήρχαν βέβαια και τα κατοχικά χαρτονομίσματα, που ο πληθωρισμός τα έκαμνε άνευ αξίας. Τα χρήματα αυτά κατέρρεαν κάθε ημέρα και γι αυτό τα ονόμαζαν «καταρράκτες». Για παράδειγμα, πολλά εκατομμύρια δραχμές χρειαζόταν κάποιος για να αγοράσει μια φραντζόλα ψωμί. Η χρυσή λίρα όμως ήταν σταθερής αξίας και αυτός ήταν ο λόγος που οι συναλλαγές γίνονταν με λίρες, ακόμη και οι αποταμιεύσεις.
Από τους πρώτους μήνες της γερμανικής Κατοχής, τα τρόφιμα στην Φλώρινα άρχισαν να λιγοστεύουν. Όλοι περίμεναν το καλοκαίρι για να θερίσουν οι γεωργοί τον κάμπο και να πάρουν το σιτάρι. Αλλά από τον πρώτο καιρό άρχισε και η βουλγάρικη προπαγάνδα να καλεί όλους όσους δεν αισθάνονταν Έλληνες, να συσπειρωθούν γύρω από τον Κάλτσεφ και την οργάνωσή του την ΟΧΡΑΝΑ. Ο Κάλτσεφ έφερε τόνους καλαμπόκι στην Φλώρινα για να μοιραστεί σε όσους θα υπέγραφαν ότι αισθάνονται Βούλγαροι και ότι θα απαιτούσαν να έρθει ο βουλγάρικος στρατός από το Μοναστήρι στην Φλώρινα. Πολλοί έφαγαν βουλγάρικο καλαμπόκι, όχι επειδή ήταν Βούλγαροι, αλλά επειδή πεινούσαν. Μερικοί μάλιστα ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, από την νότιο Ελλάδα, που με αυτόν τον τρόπο γλύτωσαν και αυτοί και οι οικογένειές τους από την πείνα. Τα τρόφιμα είχαν πάρει και μια εθνική και πολιτική διάσταση.
Οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι ήταν οι βασικοί τροφοδότες της Φλώρινας. Από αυτούς έπαιρναν τρόφιμα οι νοικοκύρηδες για να θρέψουν τις οικογένειές τους, αλλά και οι αντάρτες από τους αγρότες εξασφάλιζαν την μερίδα τους, καθώς και ο γερμανικός στρατός. Οι δεκαπέντε της Κλαδοράχης κρεμάστηκαν για κάποια τρόφιμα. Οι Γερμανοί πήγαν στις Κάτω Κλεινές και αγόρασαν μοσχάρια για τους στρατιώτες τους. Ο έλληνας υπάλληλος όμως δεν πλήρωσε τους χωρικούς την αξία των μοσχαριών. Οι χωρικοί ειδοποίησαν τους αντάρτες, οι οποίοι ακινητοποίησαν το αυτοκίνητο, σκοτώνοντας έναν Γερμανό και τους άλλους τους πήραν αιχμαλώτους. Το αποτέλεσμα ήταν να κρεμάσουν δεκαπέντε άτομα στην Κλαδοράχη. Όλα ξεκίνησαν από τα απλήρωτα μοσχάρια που προορίζονταν για το συσσίτιο των γερμανών στρατιωτών της Φλώρινας.
Η γερμανική Κατοχή τελείωσε στην 1η Νοεμβρίου 1944. Όμως άφησε σημάδια ανεξίτηλα στις ψυχές των Φλωρινιωτών. Πολλά χρόνια μετά, συχνά άκουγε κανείς να συζητούν οι μεγαλύτεροι και να λένε «Πώς περάσατε στην Κατοχή, ψωμί είχατε;» Ακόμη και τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 φυσούσαν, φιλούσαν και έτρωγαν το ψωμάκι που τους είχε πέσει κάτω. Ήταν τα κατάλοιπα της Κατοχής, που διαλύθηκαν με την ευμάρεια των επομένων ετών.
Δημήτρης Μεκάσης