Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Ένταση προκάλεσε στην εκπαιδευτική κοινότητα το γεγονός της αναστολής λειτουργίας των 67 διετών προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης, που είχαν εκπονηθεί από 11 πανεπιστήμια, για τα οποία είχε εξασφαλιστεί η σχετική χρηματοδότηση και τα οποία απευθύνονταν σε αποφοίτους των ΕΠΑΛ παρέχοντας επαγγελματικά πιστοποιητικά ευρωπαϊκών προσόντων επιπέδου 5.
Σύμφωνα με την Υπουργό Παιδείας κ. Νίκη Κεραμέως, τα διετή προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης οργανώθηκαν χωρίς ουσιαστική προηγούμενη μελέτη, χωρίς καμία προετοιμασία και τεκμηρίωση και χωρίς καμία συνεργασία με τα στελέχη της αγοράς. Επίσης, σύμφωνα πάντα με την ίδια, αυτά είχαν ιδρυθεί με υπουργικές αποφάσεις 2-3 ημέρες πριν τις εκλογές. Καταγγέλθηκε ακόμα από την ίδια η μη προσφυγή στο Εθνικό Συμβούλιο Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρωπίνου Δυναμικού ή στην Εθνική Επιτροπή Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, όπως προέβλεπε ο νόμος Γαβρόγλου (άρθρο 48Α του ν.4485/2017) . Τέλος η Υπουργός ενέταξε την αναστολή στην συνολική αναθεώρηση του πλαισίου επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και δια βίου μάθησης.
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιήθηκε το επιχείρημα «ότι η αναστολή λειτουργίας των προγραμμάτων είχε ταξικό πρόσημο, αφού τα διετή προγράμματα Γαβρόγλου ήταν δωρεάν, ενώ τα ιδιωτικά ΙΕΚ, στα οποία θα στραφούν πλέον φέτος οι απόφοιτοι των ΕΠΑΛ, προϋποθέτουν καταβολή διδάκτρων».
Περνάμε τώρα στην αντιπαράθεση σε περιφερειακό επίπεδο με πρωταγωνιστές βουλευτές και των δύο κομμάτων. Η συγκεκριμένη αντιπαράθεση οφείλεται στο γεγονός ότι, ανάμεσα στα 67 προγράμματα που είχαν εγκριθεί, συμπεριλαμβάνονταν και δύο προγράμματα του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και συγκεκριμένα το πρόγραμμα παροχής της ειδικότητας Τεχνικού Αμπελουργίας – Οινολογίας (Τμήμα Γεωπονίας) και το πρόγραμμα παροχής της ειδικότητας Αργυροχρυσοχοΐας (Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών, ΦΕΚ Β’ 2843/05-07-2019).
Ο Νόμος Γαβρόγλου, υιοθετώντας κυρίως το γαλλικό αλλά εναλλακτικά και το ιταλικό πρότυπο επαγγελματικής κατάρτισης, δημιούργησε ως απάντηση στις συγχωνεύσεις ΑΕΙ-ΤΕΙ, που κατήργησαν στην πράξη την Ανώτερη Τεχνική Εκπαίδευση, τα διετή προγράμματα που αναθέτουν την επαγγελματική εκπαίδευση στα πανεπιστήμια.
Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να βάλουμε το ζήτημα της επαγγελματικής εκπαίδευσης στις πραγματικές του διαστάσεις. Ειδικότερα τα ερωτήματα που εγείρονται αναφορικά με την μεταδευτεροβάθμια επαγγελματική κατάρτιση είναι πολλά όπως, από ποιους φορείς παρέχεται η μεταδευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση, στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην χώρα μας, ποιο είναι το πλαίσιο λειτουργίας των φορέων αυτών, ποιοι αποφασίζουν για το περιεχόμενο της κατάρτισης αυτής, για τον σκοπό και τους στόχους της.
Αναφερόμαστε λοιπόν στην μετα-δευτεροβάθμια επαγγελματική κατάρτιση, μια και τα είδη της επαγγελματικής κατάρτισης είναι πολλά. Φορείς επαγγελματικής κατάρτισης δημόσιοι ή ιδιωτικοί είναι: α) η Σχολή Επαγγελματικής Κατάρτισης (Σ.Ε.Κ.) η οποία παρέχει αρχική επαγγελματική κατάρτιση β) το Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) το οποίο παρέχει αρχική επαγγελματική κατάρτιση στους απόφοιτους της τυπικής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, γ) το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης, δ) το Κολλέγιο. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου Θ΄ του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012(Α΄ 222), η εποπτεία των φορέων, και η αρμοδιότητα διαμόρφωσης του εκπαιδευτικού πλαισίου καθορίζεται από την η Γενική Γραμματεία Δια Βίου Μάθησης ενώ η πιστοποίηση ανατίθεται στον ΕΟΠΠΕΠ= Εθνικός Οργανισμός Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού.
Επιπλέον τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι τα εξής: ποιοι είναι οι δείκτες πιστοποίησης της ποιότητας της επαγγελματικής εκπαίδευσης, ποιες είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν όσοι μετέχουν, αλλά και όσοι διδάσκουν σε αυτήν, τι επιπέδου πτυχίο, με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα, απονέμεται σε όσους μετέχουν στα συγκεκριμένα προγράμματα, ποια είναι η σχέση των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης με την αγορά εργασίας και με την τοπική οικονομία;
Στην πραγματικότητα, αντίθετα με τα ευρωπαϊκά μοντέλα, τα προγράμματα Γαβρόγλου δεν επιχειρούν να ανταποκριθούν α) στα αιτήματα των τοπικών φορέων, επιχειρήσεων, Δήμων, και επομένως δεν θέτουν ως προϋπόθεση την προώθηση ελκυστικών τεχνικών δεξιοτήτων για την τοπική αγορά εργασίας. β) εκχωρούν όλα όσα σχετίζονται με την οργάνωση των προγραμμάτων στα πανεπιστήμια και δεν εμπλέκουν τις περιφερειακές διοικήσεις, όταν προσδιορίζουν τα παραγωγικά και οικονομικά χαρακτηριστικά του προγράμματος. γ) Δεν προτάσσουν τον συνδυασμό θεωρίας και πράξης, αφού δεν ακολουθείται το ευρωπαϊκό μοντέλο στο οποίο τα μαθήματα διαρκούν 4 εξάμηνα, με άλλα λόγια 1800/2000 ώρες, από τις οποίες τουλάχιστον το 30% πρέπει να δαπανηθεί σε μια εταιρεία ως πρακτικά άσκηση κατάρτισης και το 50% των εκπαιδευτικών πρέπει να προέρχεται από τον κόσμο των επιχειρήσεων και του επαγγέλματος. δ) Ενώ στην Ευρώπη η επιτυχής ολοκλήρωση του μαθήματος οδηγεί σε ένα Ανώτερο Τεχνικό Δίπλωμα με Επίπεδο 5 του ΕΠΕΠ, όπως και στο νόμο Γαβρόγλου, στον τελευταίο δεν προβλέπεται η δυνατότητα μετάβασης σε ανώτερο επίπεδο τεχνικής κατάρτισης.
Και έρχομαι τώρα στο σημαντικότερο ερώτημα: είναι τα διετή προγράμματα του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας συνυφασμένα με την αγορά εργασίας της Δυτικής Μακεδονίας, κάτι που θα πρέπει να αποτελεί το κριτήριο του Υπουργείου για την συνολική αποτίμησή τους και για την λειτουργία τους τον επόμενο χρόνο;
Αναμφίβολα σε ένα νέο πλαίσιο σχεδιασμού της επαγγελματικής εκπαίδευσης συνολικά, τα προγράμματα που θα παρέχονται από τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης που θα σχεδιάζουν το πρόγραμμά τους με ευθύνη του πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, έτσι ώστε να συνδυάζουν την πρακτική άσκηση με την εξειδικευμένη γνώση του αντικειμένου, μπορούν να προσφέρουν στην παραγωγή ειδικοτήτων που ανταποκρίνονται στις περιφερειακές ανάγκες. Τόσο η ειδικότητα του Τεχνικού Αμπελουργίας – Οινολογίας, στο πλαίσιο του Ινστιτούτου που θα οργανωθεί στο Τμήμα Γεωπονίας, όσο και η ειδικότητα Αργυροχρυσοχοΐας που μπορεί να προσφέρεται από ινστιτούτο που οργανώνεται από το Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών, αξιοποιούν τις περιφερειακές δυνατότητες και συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της Δυτικής Μακεδονίας. Και προτίθεμαι να μεταφέρω τις απόψεις αυτές στην Υπουργό ως μέλος της Επιτροπής παιδείας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της Νέας Δημοκρατίας .
Επομένως θα πρέπει συνοψίζοντας να καταλήξουμε ότι ο σχεδιασμός της επαγγελματικής εκπαίδευσης συνολικά, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στα ευρωπαϊκά πρότυπα απαιτεί συνέπεια, χρόνο και μελέτη. Μόνο έτσι τα Προγράμματα του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας μπορούν να συμβάλλουν στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να είμαστε ενημερωμένοι, συνεπείς και ουσιαστικοί στις προσεγγίσεις μας.