Οι παππούδες κοπίαζαν ασταμάτητα να προμηθευτούν κι άλλα ή να μεγαλώσουν αυτά τα κομμάτια γης, που κατείχαν.
Με τα προϊόντα που παρήγαν είχαν αυτάρκεια κι όσα τους περίσσευαν τα εμπορεύονταν, αγόραζαν κι άλλα, κι άλλα, τόσα, που να μπορούν να κουμαντάρουν τα εργατικά χέρια, που διέθεταν.
Ανέπτυξαν και μεγάλη και μικρή κτηνοτροφία αρκετή. Έγιναν υπεραυτάρκεις, γιατί ήσαν φιλόπονοι κι εργατικοί, επειδή αυτός ήταν τότε ο μοναδικός τους σκοπός. Αν δεν επαρκούσαν τα αγαθά ξενιτεύονταν κιόλας. Κι όμως δεν πείνασαν ποτέ.
Στην Κατοχή, όταν όλοι είπαν το ψωμί – ψωμάκι πολλοί μετεξελιγμένοι «αριστοκράτες» της Φλώρινας πήγαιναν στα χωριά, κυρίως στη Σκοπιά, που παράγει ποικίλη και πλούσια σοδειά και ζητούσαν λίγο καλαμπόκι, να ταΐσουν τη φαμίλια τους. Αυτό συνέβη πιο έντονα και στις μεγάλες πόλεις, προπάντων στην Αθήνα, που άδειασε από ανάγκη για ασφάλεια και διατροφή.
Όταν όμως έφυγαν από τη ζωή, τα κτήματα έμειναν ακαλλιέργητα, με αποτέλεσμα να τα ενοικιάσει κάποιος αντί «πινακίου φακής» για παραγωγή ζωοτροφών κι ό,τι επιθυμούσε, γιατί τα περισσότερα βρίσκονταν στο πιο ευνοϊκά γόνιμο κομμάτι του κάμπου. Είχα κάποια επισκεφθεί στα νιάτα μου και μου έμειναν απωθημένο οι εικόνες, που έζησα.
Στο βουνό και στη Σλατίνα είχε αμπέλια, που τρυγούσαμε. Ένα μικρό πλήθρινο σπιτάκι, για προστασία από ήλιο και βροχή ήταν στημένο στη Σλατίνα, όπου κρύβονταν τα παιδιά και φύλαγαν τα σταφύλια από τους «επιδρομείς».
Είχε όμως και πλούσια λιβάδια, που τα επισκεπτόμουν με τα ανίψια μου και τον καλό μου την Πρωτομαγιά, για να «πιάσουμε το Μάη». Γεμάτα νάρκισσους και γλυκόχορτα, που ρουφάς το ευχάριστο ζουμί τους μασώντας τα σαν κουνελάκι. Απολάμβανα τη γιορτή της και την Άνοιξη. Εκείνο που με τρέλαινε ήσαν οι νάρκισσοι. Έκοβα, έκοβα, προχωρώντας έβρισκα καλύτερους, γέμιζα αγκαλιές και θαύμαζα τη φινέτσα τους και το μεθυστικό άρωμά τους. Διασκέδαζα σαν παιδί και ο καλός μου ευχαριστιόταν με τον ενθουσιασμό και την αγαλλίαση, που βίωνα και με χαιρόταν, με θαύμαζε λουλούδι μέσα στα λουλούδια. Μνήμες, μνήμες …..
Στ’ άλλο χωράφι πάλι Πρωτομαγιά στον κάμπο όλοι στη δουλειά. Σκάλιζαν καλαμπόκι. Πάλι ήθελα να πάω. Πήρα και μαχαίρι να βγάλω χόρτα. Πάλι οι δυο μας ποδαρόδρομο και πολύ μακρύ. Έγκυος στο μήνα μου στο πρώτο μου παιδάκι.
Όλα ωραία! Οι ανοιξιάτικες εικόνες, οι συντροφιές σ’ όλο το χώρο να περιποιούνται τα νεαρά καλαμποκάκια – φιντανάκια είκοσι πόντων – στις αυλακιές. Ο κάμπος γεμάτος ζωή, φωνές, καταπράσινος και η φύση να λάμπει. Πόσο ευτυχισμένη νιώθω, που έχω τόσο ειδυλλιακές εμπειρίες…! Ο γυρισμός όμως βαρύς και δύσκολος….
Σε είκοσι ημέρες έφερα το γιο μου στο φως.
Σε άλλο πάλι χωράφι, σε διαφορετική τοποθεσία του εύφορου κάμπου, είχα πάει με τους άλλους, να θερίσουμε καλαμπόκι. Αρχίσαμε με κέφι και φόρα με δρεπάνια και φαλτσέτες να κόβουμε τα κοτσάνια, να γεμίζουμε καλάθια και τα κουβαλούσαμε στο κάρο. Όταν η καρότσα γέμιζε, ο αείμνηστος παππούς μας ντούκου – ντούκου το οδηγούσε στο χωριό, το ξεφόρτωνε και ξαναγύριζε. Η γιαγιά είχε καθαρά σκουπίσει την αυλή, την είχε «λουστράρει» με αραιωμένη κοπριά, να μην ξεφτίζει το χώμα. Ο παππούς ξαναγύριζε στο χωράφι, όπου τον περίμενε μαζεμένο άλλο φορτίο και ξανά κουβάλημα.
Ιδρωμένοι και κουρασμένοι, πόσο ευεργετική νιώθαμε τη σκιά του μεγάλου δέντρου στην άκρη του χωραφιού και πόσο νόστιμο το φαγητό, που έφερνε ο παππούς το μεσημέρι, μα πόσο ανακουφιστική και η λίγη ξεκούραση από τον κόπο της εργασίας.
Το βράδυ άρχιζαν τα νυχτέρια για το ξεφλούδισμα με παρέα, που έσπευδε για βοήθεια – δανεική βέβαια – τ’ αστεία, τ’ ανέκδοτα, τα γέλια, το τραγούδι. Ο παππούς έκανε φαναράκια με κολοκύθες για τα παιδιά και οι «μπαρμπερίνοι» – καρναβάλια – με το μπαστούνι για το φόβο τω σκυλιών, έρχονταν να ευχηθούν και του χρόνου και να απολαύσουν τον αλεύρινο χαλβά, που η γιαγιά έψηνε στο τζάκι, ενώ εμείς ξεφλουδίζαμε.
Ανθρώπινες, ζεστές σχέσεις, σύμπνοια, συνεργασία, συντροφικότητα, που ο «πολιτισμός» και η τηλεόραση της μοναξιάς και της σιωπής έχουν διαγράψει. Σε όσους τις ζήσανε θα μείνουν ανεξίτηλα τυπωμένες στο μυαλό και στην καρδιά ισοβίως. Και οι νεότεροι, όταν τ’ ακούνε θα τα ανάγουν στο μύθο, καθώς συνηθίζεται σήμερα, όπως η Ιστορία με ντοκουμέντα, ημερομηνίες, χώρους διεξαγωγής τους, παρατηρητές, γεγονότα γίνονται μύθος και θρύλος!! Και η παράδοση αμβλύνεται ή ξεθωριάζει.
Για μας όλα βιωμένα, περασμένα ναι, μα ποτέ λησμονημένα.
Χώμα: Κοιτάζοντας με ένα δέος τον ουρανό μ’ όλα του τα στολίδια από τους άρχοντες, ήλιο, φεγγάρι, λαό, αστέρια, πλανήτες, απλανείς, έως τους γαλαξίες και τον αιθέρα, τον ορίζοντα, τη φύση, τα φαινόμενα, λουλούδια, δέντρα, πουλιά, μπορείς να φανταστείς την ομορφιά του Παραδείσου, όση μπορεί να συλλάβει ο πεπερασμένος εγκέφαλός σου και να υποθέσεις τα Τάρταρα με το σκοτάδι, τις δαιδαλώδεις στοές, να ακούσεις τις φωνές και τα βογγητά της γης – και όσων βρίσκονται εκεί: σύγκρουση πλακών το βουητό της φωτιάς, τις δυνάμεις, που εκεί αντιμάχονται στη μορφή τη διάπυρη της μάζας και ζητούν διέξοδο κι απελευθέρωση. Η γη κοιλοπονεί, για να μας παρέχει ο πλουμιστός φλοιός της την ποικιλότητα της ομορφιάς, που αντικρίζουμε και τα χρήσιμα, νόστιμα και πάμπλουτα προϊόντα, που μας προμηθεύει, αν την ποτίσεις με ιδρώτα, τη δουλέψεις με κόπο και τη «χαϊδέψεις» μ’ αγάπη.
Το στρώμα με τις σιταροκαλαμιές έτοιμες να παραδοθούν για εξαφάνιση κάτω από το χώμα λίπασμα για τη νέα σοδειά.
Οι φυτείες, η ανοιχτοσιά, η ελευθερία, το στεφάνι των βουνών βορειοδυτικά με πολλές πλαγιές κρυμμένες στ’ απόσκια κι οι κορυφές τους να λάμπουν στο φως. Η Φλώρινα γεύεται το προμήνυμα του λυκόφωτος, ενώ στον κάμπο τον πλατύ ο ήλιος ήταν οργνιές ψηλά κι έλαμπε κι έκαιγε. Έτσι τα βοηθεί όλα να προκόβουν και να ωριμάζουν.
Ξεχώριζε ο λόφος με το Σταυρό, μικρό σημαδάκι στην κορφή και οι κορυφές της Ατραπού, της Τριανταφυλλιάς κι απόμακρα του Πολυποτάμου θαμπά. Ενώ τα όρη Β.Α. τυλιγμένα στην αχλή έδειχναν και τόνιζαν αχνά την παρουσία τους.
Το μεγαλείο του κάμπου επιβλητικό, μεγαλόπρεπο.
Το δέσιμο με τη γη των ξωμάχων μας δικαιολογημένο. Τους ενώνει σφιχτά ο ιδρώτας, ο κόπος, η αγάπη και η ανταμοιβή.
Γι’ αυτό αγαπούν τη γη κι όταν τους αποκόψεις απ’ αυτή, μαραίνονται σα λουλούδια σ’ ανθογυάλι χωρίς νερό, ή μαραζώνουν σαν πουλάκια σε κλουβί.
Εγώ συγκινήθηκα τόσο, στρώθηκα πάνω σε αχυρένια στρώση, χάρηκα την επαφή της, δέχτηκα τα χάδια της. Έβαλα το αυτί μου στην καρδιά της, ένιωσα τους χτύπους της, άκουσα το τραγούδι της, τα μυστικά της και το παράπονό της, που πολλοί την εγκαταλείπουν. Όμως, όπως προοιωνίζεται, εκεί πάλι θα γυρίσουμε…
Η γη είναι χρυσάφι, που δεν έχει τιμή, ούτε εξαργυρώνεται, είναι θησαυρός ανεκτίμητος.
Την ξεσχίζουν τα τεράστια μαχαίρια του τρακτέρ, τη χαράζουν, την πονάνε, αλλά κατανοεί, πως όλα γίνονται από ανάγκη και φροντίδα για να γίνει γόνιμη και καρπερή κι αυτή μας συγχωρεί και μας ανταμείβει. Όσο περισσότερο παιδεύεται, τόσο πιο πολύ προκόβουν και καρπίζουν αυτά που μας αποδίδει. Ενώ φιλότιμα και καλόκαρδα μας ευεργετεί.
Είναι η μάνα κι η αδελφή μας η παντοτινή. Η προέλευση και ο προορισμός μας. Ας την πατούμε εγωιστικά και περιφρονητικά. «Θα σε πατήσω», λέμε σ’ όποιον θέλουμε να τιμωρήσουμε. Κι όμως, το τραγούδι εκφράζει φιλοσοφημένα και ομολογητικά: «Τούτη η γη, που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε. Τούτη η γη με τα χορτάρια, με τα λουλούδια…, με τα τραγούδια…, τούτη η γη θα φάει κι εμένα, που με έχει η μάνα μου ένα ή με τα μάτια τα γραμμένα…». Παρά τη δραματική πλοκή του στίχου χορεύεται με πολύ κέφι, μεράκι, καημό κι απελπισία.
Φθινόπωρο και η ευλογημένη βροχούλα ποτίζει το ξερό και διψασμένο από το Καλοκαίρι χώμα να αφρατέψει, για να το οργώσει ο γεωργός και να κρύψει στα σπλάχνα του το σπόρο, που θα ακολουθήσει τον κύκλο του και θα μας τον προσφέρει το Καλοκαίρι μεστό καρπό, μετά από τις απαραίτητες διεργασίες, που προηγούνται.
Κάποιο παλαιό Αναγνωστικό είχε μια χαριτωμένη εικόνα με βροχούλα και παιδάκια κάτω από μια μαύρη ομπρέλα να τραγουδούν: «Βρέχει, βρέχει στο χωράφι και γεμίζει από χρυσάφι….». Η γραφική εικόνα του ζευγά με τα βόδια, τη βουκέντρα ή τα άλογα με το καμουτσίκι για φοβέρα, να τραβούν γρήγορα το ζυγό έχει χαθεί, όπως και όλα τα έθιμα και οι συνήθειες, που διάνθιζαν και αποφόρτιζαν από τις γεωργικές εργασίες, έχουν σβήσει με την πρόοδο της τεχνολογίας. Μόνο στις δύσβατες και δυσπρόσιτες περιοχές σήμερα τα συναντάς.
Ο Χειμώνας θα σκεπάσει με το χοντρό απαλό του πάπλωμα το σπόρο, για να φουσκώσει, να ζεσταθεί και να προχωρήσει η διαδικασία της φύτρας. Και μόλις λειώσει το χιόνι, θα προβάλλουν τα σπαρτά, μικρά, πράσινα καρφάκια σε καφέ επιφάνεια στα χωράφια. Η θαλπωρή του ήλιου, η δροσιά της βροχής και η γλύκα του καιρού θα τα βοηθήσουν να μεγαλώσουν, να βγάλουν το στάχυνο άνθος τους, να δέσουν καρπό και από Ιούνιο κι ύστερα να ωριμάσει. Μιλάμε για τα δημητριακά της πρώιμης σποράς. Εν τω μεταξύ από Μάρτη κι ύστερα αρχίζει και η προετοιμασία των όψιμων καλλιεργειών, ενώ οι ξωμάχοι μας δεν ξεκουράζονται ποτέ στα ζεστά τα μέρη. Ενώ στα ψυχρά το Χειμώνα με τα κρύα, τους πάγους και τα χιόνια βρίσκουν λίγο χρόνο σχετικής ανάπαυσης. Οι φυτείες με την ποικιλία τους γεμίζουν τον κάμπο σχήματα και χρώματα με κυρίαρχο το χρώμα της ελπίδας, σ’ όλους τους τόνους και τα λιβάδια κοκκινίζουν από τις παπαρούνες κι ασπρίζουν απ’ τους νάρκισσους.
Πρώιμα: Σιτηρά, κουκιά, φακές, βήκος.
Όψιμα: Καλαμπόκι, ηλιοτρόπια, σουσάμι, κηπευτικά, μποστάνια και το πολυετές τριφύλλι μετατρέπουν τον κάμπο σε μια απέραντη ζωγραφική σύνθεση.
Είναι παράξενο κι αξιοθαύμαστο το σκάσιμο και ρίζωμα του σπόρου, το στήριγμά του και η ανάπτυξή του σε ανάλογο φυτό.
Ο ποιητής παρακαλεί σιωπή να τ’ απολαύσει ακουστικά:
«Σώπα, αηδονάκι της φραγής και της σχισμής τριζόνι
ν’ ακούσω ο σπόρος μες στη γη, πώς σκάει και πώς ριζώνει».
Ο σπόρος! Ένα τόσο δα πραγματάκι από κεφάλι καρφίτσας έως καρύδι και καρύδα να φυτρώνει θαυματουργά και να εξελίσσεται από το πιο ασήμαντο χορτάρι σε ένα πανέμορφο λουλούδι, σ’ ένα τρυφερό βρώσιμο φυτό, σ’ ένα πανύψηλο και μεγαλόπρεπο δέντρο, σ’ έναν γλυκύτατο καρπό, για διαιώνισή του και ηδονική γεύση δική μας.
Υποκλίνομαι στον κάμπο, το μεγαλείο του, την προσφορά του και την ακάματη προσπάθεια των εργατών του, που με μόχθο τον φροντίζουν, με ιδρώτα τον ποτίζουν, με αγάπη και στοργή τον κανακεύουν και κοπιάζουν, για να προσφέρουν σ’ ανθρώπους περισσότερο, μα και σε ζώα, τ’ αγαθά του.
Αυτά τα κτήματα λοιπόν στον κάμπο επισκέφθηκα με άριστο και αγαπημένο μαθητή μου, τον κύριο Τηλέμαχο Ρόμπη, να τα μετρήσουμε, για να πουληθούν. Όταν τα αντίκρισα αγχώθηκα, στενοχωρήθηκα, φορτίστηκα έντονα. Παρατήρησα τον κάμπο με την άπλα, τον ανοιχτό ορίζοντα, τη σιωπή του και τις ώριμες σοδειές του και μου φαινόταν, πως άκουα τη φωνή τους: «Μείνε μαζί μας! Μη φεύγεις! Μη μας διώχνεις!». Συγκινήθηκα τόσο και σκέφθηκα πως, αν είχα την οικονομική δυνατότητα, θα τα αγόραζα όλα – είναι τέσσερα μερίδια εξ αδιαιρέτου – να βρίσκονται, όσο υπάρχω. Ύστερα: «Γαία πυρί μειχθήτω». Όμως τα παιδιά είναι ρεαλιστές, τα αντιμετωπίζουν ψυχρά, ξεκομμένα από τη λατρευτή Φλώρινα και την προσοδοφόρα Σκοπιά και έδωσαν την απάντηση: «Τι τα θέλουμε, αφού κανένας μας δεν μένει εκεί…!» κι επειδή η Πολιτεία τους έχει μετατρέψει σε… Βαλκάνιους. Έτσι, «ο κύβος ερρίφθη».
Ένα – ένα αλλάζουν κάτοχο κι εμένα θα μου μείνει μόνο η ανάμνηση και το παράπονο της στέρησης του πιο σίγουρου μεταλλίου της επίγειας Πατρίδας.
Ο κάμπος ανήκει στους γενναίους, στους αποφασισμένους, στους δυνατούς. Εμείς είμαστε «άχθος αρούρης».
Αντίο νεανικές μου θύμησες και βιώματα!
Καλημέρα αδυναμία, τύψη, μεταμέλεια! Καληνύχτα σταύρωση και φτώχεια.
Ζήτω γη ευλογημένη μάνα, τροφός και με την πλημμύρα συναισθημάτων, που μας γεμίζεις και για όσα μας παρέχεις.
Γη χωνευτήρι. Προέλευση και προορισμός μας.
Γη ποτισμένη με τον ιδρώτα του πεθερού μου, που με κουράγιο και υπομονή, αδιαμαρτύρητα, πότε με το κάρο, πότε με το γαϊδουράκι πηγαινοερχόταν, όσες φορές προλάβαινε την ημέρα για να κουβαλήσει τα φασόλια, τις πατάτες, το καλαμπόκι, το άχυρο, το σανό.
Και με των κουνιάδων μου τον ιδρώτα και του συζύγου μου, που μετά το σχολείο, σα στοργικός και φιλότιμος γιος έσπευδε να βοηθήσει τον ηλικιωμένο πατέρα του, που με κόπους και στερήσεις και τη συμβολή όλης της οικογένειας τον σπούδασε. Εκτός από τη στοργή και τη φροντίδα, που τους έδειξε κι ήσαν όλα ένα μεγάλο «Ευχαριστώ!», αναγνώριζε το δώρο τους και την ευεργεσία της μάθησης και το θεωρούσε οφειλή, να βοηθεί.
Ελένη Ζώλη