Στον δικό μας Γιάννη

Σύσσωμη η ιατρική κοινότητα της Θεσσαλονίκης, αλλά και πλήθος κόσμου, επώνυμοι και ανώνυμοι, συνάδελφοι εν όπλοις στον αγώνα του για υγεία και ζωή, αλλά και ασθενείς του – μεταμοσχευμένοι, φίλοι και φυσικά Φλωρινιώτες (γιατί Φλωρινιώτης ήταν και ένοιωθε και ο ίδιος) τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία με πραγματική συντριβή.

Ήταν τόσα πολλά όσα λέχθηκαν στους επικηδείους του, που εξήραν την κατάρτιση, τον αγώνα του για την πρόοδο του τομέα της μεταμόσχευσης στην Ελλάδα, την προσήλωσή του στην επιστήμη, το πάθος, το ήθος, την ενέργειά του που περνούσε σε ασθενείς και οικείους, που μπόρεσαν στ’αλήθεια να σκιαγραφήσουν έναν ακάματο εργάτη της ιατρικής, που έσωνε καθημερινά ζωές, δίδοντας δεύτερες ευκαιρίες σε ανθρώπους καταδικασμένους.

Στο δικό μας Γιάννη όμως, όχι τον αξεπέραστο γιατρό αλλά στον άνθρωπο χρωστούμε το δικό μας αντίο. Φλωρινιώτης από την μητέρα του και ο κυρίως  Φλωρινιώτης στη ψυχή, ποτέ δε σταμάτησε να λαχταράει τον τόπο του. Εδώ πέρασε τα μαθητικά του χρόνια, εδώ έπαιξε και έκανε φιλίες που άντεξαν στο χρόνο, εδώ και οι τάφοι των γονιών του, Παύλου και  Τζένης. Εδώ επέστρεφε με την οικογένειά του, τη σύζυγό του Μαρία (επίσης καθηγήτρια στο ΑΠΘ) και την κόρη του Αριάδνη  (ιατρό που ειδικεύεται στην χειρουργική), στις ελάχιστες αποδράσεις του. Για εδώ όλες του οι αναφορές.

Σπάνιος άνθρωπος, χαρούμενος, γελαστός, ανοιχτός και με χιούμορ. Αισιόδοξος  πάντα, γέμιζε με θετική ενέργεια τον χώρο κι ’ας ήταν η πορεία του για την αναγνώριση, όχι απλά δύσκολη αλλά εξαντλητική. Τίποτε δεν του χαρίστηκε για να φθάσει στην ανώτατη Ακαδημαϊκή βαθμίδα του τακτικού καθηγητή της Ιατρικής και του Προέδρου την Ελληνικής Εταιρείας Μεταμοσχεύσεων. Διότι ήταν αυτό το κάθετο ορεσίβιο ήθος του, το αφιλοχρήματον που τον διέκρινε, η ολοκληρωτική του προσήλωση στον ασθενή και η δυσανεξία του σε πρακτικές κάθε εκμετάλλευσης, που ούτε αγαπητό, ούτε δημοφιλή, σε συγκεκριμένα κέντρα τον έκαναν.  Πολέμησε όσο τίποτε άλλο την αναξιοκρατία, την αναρρίχηση με αλλότριες βοήθειες και  την παρασυναλλαγή και βρέθηκε απόλυτα δικαιωμένος, αλλά και τόσο πολύ κουρασμένος.

Τούτο, διότι το τίμημα που πλήρωσε γι’ αυτό ήταν η έλλειψη κάθε προσωπικής στιγμής. Η ιδιότητά του, τού απαγόρευε να προγραμματίσει το παραμικρό και εμείς οι φίλοι και συγγενείς του το γνωρίζαμε καλά. Πάντοτε, νύχτα – μέρα με το νυστέρι έτοιμο, έφευγε από κάθε ταξίδι ή εκδήλωση να πάρει το στρατιωτικό αεροπλάνο, να μεταβεί άμεσα εκεί όπου υπήρχε μόσχευμα, να το αφαιρέσει, να σιγουρευτεί για τη μεταφορά (στην κυριολεξία στην αγκαλιά, αφού ζωή κρατούσε στα χέρια του) και να το μεταμοσχεύσει σε πολύωρες, πολυσύνθετες και εξαντλητικές 10ωρες και πλέον εγχειρήσεις.

Και μετά από αυτό είχε την δύναμη να διατηρεί το χιούμορ του, να στηρίζει οικείους, να τους αποφορτίζει και με πρωτόγνωρη ζωτικότητα να τρέχει στο επόμενο περιστατικό, δίχως πραγματικό ύπνο, δίχως ανάπαυση. Αυτά ζούσαν όσοι βρίσκονταν εγγύτερα σε έναν Γιατρό, αφοσιωμένο στον άνθρωπο.

Χαρακτηριστικό που λίγοι γνώριζαν αλλά δείχνει το πόσες ατελείωτες ώρες μόχθησε για το συνάνθρωπο σε εκείνη την πραγματική αλυσίδα ζωής που στήνεται, όταν προκύπτει δότης οργάνων: Είχε περάσει τόσες ώρες με το ένα χέρι κρεμασμένο από τον ιμάντα του C-130 και το άλλο στο δοχείο με το μόσχευμα, που με τον ίδιο τρόπο κοιμόταν και στο σπίτι του. Τόσο του είχε γίνει δεύτερη φύση, η διαδικασία.

Τα υπόλοιπα, όπως η βαθύτατη αγάπη του για τη φύση (ιδίως αυτή του τόπου μας), για το κυνήγι και τα ζώα, τις φιλικές και συγγενικές μαζώξεις, την τοπική και όχι μόνο ιστορία και το ενδιαφέρον για το συνάνθρωπο σε κάθε εκδήλωσή του, μόνο σαν σπαράγματα – ελάχιστες δόσεις προσωπικής χαράς, μπόρεσε να απολαύσει.

Σ ’αυτόν τον πιο ευχάριστο, τον πιο δοτικό, τον πιο ευγενή, προσηνή και χαρούμενο και τελικά τον πιο Γιατρό και συγχρόνως άνθρωπο που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε, μόνο ευχαριστώ έχουμε να πούμε. Και  καλό παράδεισο επίσης, με τη βεβαιότητα ότι αυτός φτιάχτηκε για να υποδεχθεί ακριβώς τέτοιους ανθρώπους.

ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗΤΥΠΗ & ΑΡ. ΜΗΤΚΑΣ