Μια φορά και έναν καιρό σε έναν τόπο ευλογημένο ζούσε ένας μεγάλος κτηματίας. Η περιοχή του μεγάλη με πολλά υποστατικά, αλλά ο Θεός τον ευλόγησε με πολλά «παιδιά» τα οποία, είχαν υποχρέωση να είναι υπεύθυνα για τα κτίρια μα ακόμα περισσότερο για τους ανθρώπους που ζούσαν γύρω και μέσα σε αυτά. Εάν ανέβαινες στο πιο ψηλό βουνό της περιοχής, όπου υπήρχε και εκεί ένας Σταυρός που είχε τοποθετήσει ο «παππούς» δηλ. ο πατέρας του κτηματία με δυσκολία θα διέκρινες τα όρια του κτήματος.
Μεγάλο το κτήμα πολλά τα υποστατικά αλλά δόξα τω Θεώ πολλά και τα παιδιά που υπηρετούσαν με ζήλο και αυταπάρνηση το πατέρα τους. κάθε ένα από τα οποία (όπως προανέφερα) είχε στην ευθύνη του από ένα.
Έτσι λοιπόν κάποτε πήρε ένα παιδί το οποίο επέστρεψε επειδή έλειπε για πολλά χρόνια από το κτήμα, και το όρισε υπεύθυνο σε ένα παλιό αρχοντικό κοντά του. Ταυτόχρονα όμως τον είχε και δίπλα του για πάρα πολλά χρόνια να διαχειρίζεται τα οικονομικά του κτήματος μαζί με άλλο ένα παιδί του…
Τα χρόνια πέρασαν σαν γάργαρο νεράκι. Ο γιός έκανε πάντοτε ότι του έλεγε ο πατέρας όλα κυλούσαν όμορφα, το αρχοντικό – υποστατικό στο οποίο τοποθετήθηκε έγινε «μελίσσι», πόλος έλξης. Η πραότητα η αγάπη και η ανιδιοτέλεια του γιού εκτιμήθηκαν, όχι μόνο από τους εργαζόμενους και κατοίκους γύρω από το υποστατικό αλλά και από άλλους, που έρχονταν από τα διπλανά για να συμπαρασταθούν μα και να βρουν συμπαράσταση από τον γιό που άοκνα με πρόδηλη την Αγάπη εξυπηρετούσε όσους πήγαιναν εκεί.
Το αρχοντικό ομόρφυνε, ανακαινίστηκε, λάμπρυνε κτιριακά αλλά ακόμα περισσότερο πιο λαμπρό φώς εξέπεμπε όταν γέμιζε από όλους όσους έρχονταν με τις καλές τους φορεσιές να το θαυμάσουν και να «αναπαυθούν» σε αυτό.
Ο γιός μέρα νύχτα εκεί, παρών για όσους είχαν πρόβλημα, για όσους ήθελαν να πουν τον πόνο τους θυμόταν τα λόγια του «παππού» : « να εργάζεσαι σιωπηλά..»
Και ήρθε η ώρα που ο «δαίμονας της ζήλιας» κατενίκησε κάποια από τα «αδέρφια» του. Θαμπωμένα από την νέα εικόνα, την αίγλη και την ωραιότητα του ανακαινισμένου υποστατικού, από την συνεχή προσέλευση των ανθρώπων και την προσφορά τους σε αυτό (επειδή τα έργα συνέχιζαν να γίνονται από προσφορές και προσωπικές εργασίες των ανθρώπων), ενοχλημένοι από την αγάπη των ανθρώπων προς τον γιό… επηρεασμένοι από έναν νέο «Ιό» αυτόν της απόγνωσης και του φόβου, έσπευσαν στον απομονωμένο, ηλικιωμένο πατέρα, διέβαλαν με όποιον τρόπο μπορούσαν τον γιό, που στωικά δεν απαντούσε στις κατηγορίες, «υπέμενε» με ταπείνωση το μίσος και τα πάθη των αδελφών του…
Στην αρχή τον κατηγόρησαν επειδή υπενθύμιζε τον απαιτούμενο «σεβασμό» και την «τάξη» των εισερχομένων στο υποστατικό, δίχως ποτέ να επιτιμήσει κάποιον τουναντίον· προσπαθούσε με υπομονή και αγάπη όλους να τους ενισχύσει πνευματικά. Έπειτα τον σπίλωσαν με λόγια δόλια που δεν είπε και πράξεις που δεν έκανε… για ανυπακοή και απειθαρχία προς τον πατέρα… και μετά για κακοδιαχείριση ….
Και τα κατάφεραν έδιωξαν τον γιό…. Κρίμα και Άδικο για τον πατέρα και τον γιό!
Το παραμύθι συνεχίζεται….
Πέτρος Γ. Γώγος