Ρίψεις τροφίμων και ζωοτροφών σε χωριά της περιοχής πριν από 65 χρόνια και ένα τραγικό συμβάν στον Άγιο Αθανάσιο
Από τον Παπαλαζάρου Ιωάννη
εκπαιδευτικό – συγγραφέα
Ο βαρύς χιονιάς και η παρατεταμένη παγωνιά που είχε ως αποτέλεσμα την παράλυση της αγοράς και το πολυήμερο κλείσιμο των σχολείων, έφερε στο νου μου τους αποκλεισμούς χωριών της περιοχής μας από τον βαρύτατο χειμώνα του 1953-1954, ιδιαίτερα του Αγίου Αθανασίου, την παλιά Τσέγανη, όπου συνέβη και ένα τραγικό συμβάν να χάσει τη ζωή του ένα 11χρονος μαθητής του σχολείου, ο Γιώργος Λιάκος, από τις ρίψεις τροφίμων από αέρος.
Χειμώνες βαρείς έχει περάσει πολλούς το χωριό και πριν και μετά το συγκεκριμένο συμβάν του 1954. Με το χιόνι να υπερβαίνει πολλές φορές το 1,5 μέτρο, με αποκλεισμό της επικοινωνίας του με τα γειτονικά χωριά τουλάχιστον επί ένα τρίμηνο (συγκοινωνία με λεωφορείο «είδε» το χωριό μετά το 1965) και με όλα τα επακόλουθα μιας τέτοιας διαβίωσης. Ο χειμώνας του 1953-54 όμως κατέρριψε όλα τα ρεκόρ. Πέραν του χιονιού, στο ύψος που προαναφέραμε, ξεσηκώθηκαν από τα μέσα του Γενάρη καθημερινοί θυελλώδεις βοριάδες, επί ένα 20ήμερο περίπου, και έφεραν τόσα χιόνια στο χωριό από τα γύρω βουνά, που τα πιο χαμηλά σπίτια διακρίνονταν μόνο από τις κεραμοσκεπές τους.
Οι κάτοικοι αναγκάσθηκαν να βγαίνουν από τα παράθυρα ή από τα μπαλκόνια, ν’ ανοίγουν στοές στις αυλές τους για να πάνε στο στάβλο ή στην αποθήκη τους, να φροντίσουν τα ζώα ή για να φέρουν ξύλα για τη σόμπα και το τζάκι. Διακοπές μαθημάτων στα σχολεία; Άγνωστο θέμα για την εποχή! Τα μαθήματα διακόπηκαν για μια μέρα, αν θυμάμαι καλά, κι αυτό όχι από πρόνοια μήπως γλιστρήσουμε ή κρυώσουμε, αλλά γιατί δε βρίσκαμε δρόμο για πάμε στο σχολείο. Επιστρατεύθηκαν οι γονείς μας με τα φτυάρια για ν’ ανοίξουν δρόμους προς την πλατεία κι από εκεί προς το σχολείο κι εμείς, τα παιδιά, με χοντρές μάλλινες κουκούλες στο κεφάλι, με λαστιχένιες γαλότσες (μπότες) οι πιο τυχεροί στα πόδια, με δυο ξύλα υπό μάλης (ένα για το σχολείο κι ένα για τον δάσκαλο) και με την υφαντή σάκα στον ώμο, κάθε μέρα παρόντες, μαθητές παντός καιρού…
Επειδή η κακοκαιρία κι ο αποκλεισμός του χωριού το χειμώνα του 1953-54 παρατεινόταν με ορατούς πλέον τους κινδύνους για τη ζωή των κατοίκων και των κοπαδιών, από τους τοπικούς βουλευτές και τον Νομάρχη Πέλλας (νομίζω λεγόταν Λεωνίδας Πυλόρωφ) ζητήθηκε από την Κυβέρνηση να γίνουν από αέρος ρίψεις βασικών τροφίμων και ζωοτροφών.
Το θέμα πέρασε από τη Βουλή, εγκρίθηκε ομόφωνα και λήφθηκε απόφαση να σταλεί η από αέρος βοήθεια, κατ’ αρχήν, υπό μορφήν συσκευασμένων τροφίμων σε τρία χωριά του Ν.Πέλλας (Άγιο Αθανάσιο, Αρχάγγελο και Κρώμνη), στη Βλάστη Κοζάνης και σε χωριά του Παρανεστίου και της Πλατανόβρυσης Δράμας.
Ζωοτροφές (βαμβακόπιτα) από αέρος έριξαν στον Άγιο Αθανάσιο τον επίσης βαρύτατο χειμώνα του 1962-63, στο μεγάλο χωράφι της εκκλησίας (βακούφικο) λίγο έξω από το χωριό.
Οι εφημερίδες των Αθηνών προέβαλαν την κυβερνητική απόφαση δεόντως:
Η απόφαση προέβλεπε τη ρίψη ποσοτήτων πέντε ειδών τροφίμων, ανάλογα με τον πληθυσμό του κάθε οικισμού. Για το χωριό μου, τον Άγιο Αθανάσιο, όριζε τις εξής ποσότητες: Άρτος οκάδες 1.620. Όσπρια οκάδες 400. Γάλα κόνις οκάδες: 400. Κονσέρβες (ψαρικά) κυτία 1.632. Κονσέρβες κρέατος κυτία 432. Καθόριζε μάλιστα επακριβώς και την κατ’άτομον διανομή. Έτσι κάθε συγχωριανός μου δικαιούνταν: δύο οκάδες άρτου, δυο κονσέρβες ψαρικών, μισή κονσέρβα κρέατος, μισή οκά όσπρια και μισή οκά σκόνη γάλακτος. Για τους νεώτερους, η οκά ήταν μέτρο βάρους που αντιστοιχούσε με 1.282 γραμμάρια. Αντικαταστάθηκε από το κιλό την 1-7-1959.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κονσέρβες των ψαρικών και του κρέατος προορίζονταν για τους σεισμόπληκτους της Κεφαλονιάς από τον φονικό σεισμό του Αυγούστου του 1953, αλλά τελικά τις φάγαμε οι χιονόπληκτοι της Τσέγανης του 1954.
Αποφασίσθηκε η ρίψη των τροφίμων να γίνει με αεροσκάφη τύπου Ντακότα (C-47) την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου, εφ’όσον οι καιρικές συνθήκες θα το επιτρέπανε. Πριν από τις ρίψεις μάλιστα, αεροπλάνα και πάλι, θα έριχναν σχετικές προκηρύξεις – ειδοποιήσεις του Υπουργείου Εμπορίου προς τους κατοίκους των αποκλεισμένων χωριών. Αυτά τα αεροπλάνα εμείς δεν τα είδαμε. Ειδοποιήθηκαν όμως σχετικά οι κάτοικοι από τον Σταθμό της Χωροφυλακής του χωριού και από την Κοινότητα και τα παιδιά του σχολείου από τους δασκάλους μας.
Επειδή οι δάσκαλοι του σχολείου (διευθυντής ο Γιάννης Χαραλάμπους) κατηγορήθηκαν για πλημμελή φύλαξη των μαθητών την ημέρα εκείνη, πρέπει να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Μαθήματα, ήταν φυσικό, δεν μπορούσαν να γίνουν τέτοια μέρα ούτε όμως και να μείνουν τα παιδιά στα σπίτια τους, απ’ όπου ήταν βέβαιο ότι θα ξεφεύγανε. Έτσι πάρθηκε η απόφαση να κλειδωθούν οι μαθητές στον σχολείο. Εκατόν πενήντα παιδιά περίπου μας κλείδωσαν, για την ασφάλειά μας, στη μεγάλη αίθουσα και στο ημιυπόγειο του σχολείου.
Κατά τις 10 το πρωί περίπου της Πέμπτης 11 Φεβρουαρίου, αφού αραίωσε η ομίχλη που είχε καλύψει αρχικά την περιοχή, εμφανίσθηκε το Ντακότα και άρχισε να υπερίπταται ερευνητικά πάνω από το χωριό. Οι έγκλειστοι μαθητές, όσο ακούγαμε τον βόμβο του αεροπλάνου, αγριεύαμε, ουρλιάζαμε και βροντάγαμε πόρτες και παράθυρα, επιθυμώντας να απολαύσουμε το θέαμα των ρίψεων. Τότε έγιναν τρία διαδοχικά λάθη, με αποτέλεσμα το τραγικό συμβάν που ακολούθησε. Το πρώτο λάθος ήταν από τους υπεύθυνους χειριστές του Ντακότα που επέλεξαν τον κεντρικό δρόμο του χωριού και άρχισαν να ρίχνουν τα σακιά με τα τρόφιμα. Πολλά από αυτά, αφού στροβιλίζονταν λίγη ώρα στον αέρα, πέφτανε στο δρόμο, άλλα σε αυλές σπιτιών και άλλα σε κεραμοσκεπές. Το δεύτερο λάθος ήταν των τοπικών παραγόντων, Κοινότητας και Σταθμού Χωροφυλακής, που δεν απέτρεψαν εγκαίρως την πραγματοποίηση των ρίψεων μέσα στο χωριό.
Το τρίτο λάθος, που ήταν και το μοιραίο, το διαπράξαμε οι ίδιοι οι μαθητές. Υπήρχαν συμμαθητές μας 14-15 χρόνων, που ήταν σωματώδεις και χειροδύναμοι και κατάφεραν με δυναμικές προσπάθειες ν’ ανοίξουν τις πόρτες του σχολείου.
Αυτό ήταν! Ξεχυθήκαμε κατά μπουλούκια προς την πλατεία και τους δρόμους του χωριού για να χαρούμε το θέαμα: το αεροπλάνο που γύριζε πάνω από το χωριό και κάθε τόσο χαμήλωνε για να ρίξει τα σακιά, που στροβιλίζονταν σαν άψυχες πεταλούδες στον αέρα και πέφτανε με γδούπο στους χιονισμένους δρόμους. Τα πιο πολλά παιδιά ανεβήκαμε στην πλατεία που ήταν πιο ασφαλής χώρος, ενώ μερικά, μεταξύ αυτών και ο συμμαθητής μου (Δ΄τάξη) Γιώργος Λιάκος, κατηφόρισαν στη νότια γειτονιά για να δουν από πιο κοντά πώς πέφτουν τα σακιά. Ένα όμως από τα σακιά αυτά είχε βάλει στόχο τον Γιώργο Λιάκο κι εκεί, μπροστά στο καφε-παντοπωλείο του Ταρτάλα, έπεσε επάνω του και τον έκανε λιώμα.
Στη στιγμή τα πάντα άλλαξαν στο χωριό. Οι φωνές και οι αλαλαγμοί μεταβλήθηκαν σε νεκρική σιγή, θρήνο και οργή. Οι πτήσεις και οι ρίψεις σταμάτησαν προσωρινά και οι χωροφύλακες βγήκαν στους δρόμους του χωριού, με τα περίστροφα στα χέρια, απειλώντας όποιον τολμούσε να βγει εκτός σπιτιού.
Οι ρίψεις τροφίμων επαναλήφθηκαν μετά το μεσημέρι έξω από το χωριό, βόρεια του Ναού της Αναλήψεως, μέσα στα χωράφια, όπου και όπως έπρεπε να είχε γίνει και το πρωί και να μη φύγει τόσο άδικα από τη ζωή ο Γιώργος Λιάκος, ένας ξανθόμαλλος άγγελος.
Αναζητήθηκαν ευθύνες για το τραγικό συμβάν, έγινε μάλιστα και δίκη λίγους μήνες αργότερα στη Θεσσαλονίκη, όμως μια δίκη-παρωδία όπου όλα ερμηνεύθηκαν ως ατυχείς συγκυρίες, χωρίς να αποδοθεί η παραμικρή κατηγορία στους πραγματικούς φταίχτες και αίτιους του θανάτου του μαθητή Γιώργου Λιάκου. Όσο για κάποια αποζημίωση προς την οικογένεια του παιδιού, ούτε λόγος. Ήταν, βλέπετε, κι ο πατέρας του, ο Αλέξανδρος Λιάκος, αριστερών φρονημάτων και μόλις αποφυλακισθείς, ως πολιτικός κρατούμενος, από τον Αϊ-Στράτη. Μην τα σκαλίζετε και μην τα ερμηνεύετε, γιατί ζέχνουν…
Οι εφημερίδες των Αθηνών απέδωσαν αποθεωτικούς επαίνους και εγκώμια στις ρίψεις των τροφίμων στον Άγιο Αθανάσιο, για το θανατηφόρο συμβάν όμως δεν έγραψαν ούτε μία λέξη, τίποτα. Αναζητήστε από περιέργεια τις εφημερίδες «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», «ΕΜΠΡΟΣ», «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» κ.ά. της 12ης και 13ης Φεβρουαρίου 1954, που αναφέρονται στα γεγονότα με φωτογραφίες από τον χιονισμένο Άγιο Αθανάσιο και επαινετικά σχόλια για τα «ηρωικά μας παιδιά» που σώσανε τους «λιμώττοντας πληθυσμούς» και αποσιωπούν τον χαμό του μικρού Γ.Λιάκου. Στα πρωτοσέλιδά τους μπορείτε να διαβάσετε συνταρακτικά νέα, με πηχυαίους τίτλους, όπως «Λύκος κατεσπάραξεν αγέλην προβάτων εις ορεινήν Αχαΐαν», «Λέμβος εξόκειλεν εις Σαλαμίναν» κ.ά. που είχαν ίσως μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την είδηση πως ένα σακί με κονσέρβες έκανε λιώμα ένα μικρό αγόρι στην Τσέγανη. Η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της Θεσσαλονίκης, που μας την έφερε την επομένη ο συγχωριανός μας έμπορος Τάκης Παπαχρήστου, δημοσίευσε σε πρωτοσέλιδο τα γεγονότα με κάθε λεπτομέρεια.
Όσο για την τύχη των ριφθέντων τροφίμων, ειδικά με τις κονσέρβες, κάποιοι επιτήδειοι του χωριού, με λαθροχειρίες, τις «φρόντισαν» ιδιαίτερα. Όλα τα λεφτά ήταν εκείνες οι κάτασπρες φραντζόλες, το «μπέλο λέμπτσε», που ήταν η μέρα με τη νύχτα με τα ντόπια ψωμιά από σίκαλη και καλαμποκάλευρο. Η μητέρα μου τα είχε κλειδώσει σε μια ντουλάπα, ως είδος πολυτελείας, και μας μοίραζε κάθε μέρα από μια λεπτή φετούλα του καθενός, γιατί έτσι πιστεύαμε ότι νοστιμίζει το ντόπιο ψωμί… Τέσσερις μήνες μας κράτησαν, μέχρι το καλοκαίρι!
Χρόνια, χελιδόνια που περάσατε…
Γιάννης Παπαλαζάρου