Περί εθνικής ταπείνωσης
Γράφει η Σοφία Μουρτζούκου
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Ζούμε μέρες ιστορικές. Μέρες που γράφουν και ξαναγράφουν την ιστορία της χώρας μας. Μέρες πανηγυρικές για κάποιους, αλλά για τους άλλους, τους «εν συνειδήσει» Έλληνες μέρες εθνικής ταπείνωσης. Και όχι για πρώτη φορά.
Πριν περίπου δέκα χρόνια ξέσπασε στην χώρα μας μια μεγάλη κρίση – οικονομική, λένε, όμως συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι μόνο οικονομική. Ήδη από την αρχή πολλοί πνευματικοί ταγοί της χώρας υποστήριζαν πως πρόκειται για κρίση αξιών, κρίση του πνεύματος, κρίση των θεσμών. Και τι άλλο άραγε;
Οι μισθοί μειώθηκαν, οι συντάξεις επίσης. Οι φόροι αυξήθηκαν, η ανεργία επίσης. Οι πολίτες περάσαμε απότομα – πολύ απότομα – σ’ ένα νέο καθεστώς, αυτό της λιτότητας ή/και της πενίας για πολλούς. Ήρθαν οι παλιοί μας φίλοι να μας βοηθήσουν, να μας βάλουν μία τάξη, αφού εμείς δεν είμαστε νοικοκυραίοι. Το αποτέλεσμα; Η εθνική μας ταπείνωση! Όλοι θυμόμαστε τους χαρακτηρισμούς των ξένων ΜΜΕ για εμάς, αλλά και τις υπόλοιπες χώρες της νότιας Ευρώπης ότι είμαστε τεμπέληδες, κλέφτες, ότι ζούμε σε βάρος του Βορρά κτλ.
Τότε προσπαθούσαμε ν’ αντισταθούμε προβάλλοντας τον πολιτισμό και την ιστορία μας, την συμβολή προσωπικοτήτων, που έθεσαν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτισμού, αλλά και πολλών τομέων της επιστήμης. Φέρναμε επιχειρήματα που μαρτυρούσαν ένα άλλο πρόσωπο του Έλληνα και όχι απαραίτητα αυτό που μας παρουσίαζαν. Αναζητούσαμε έρευνες που αποδείκνυαν ότι ο Έλληνας εργάζεται περισσότερο από τον Γερμανό ή ότι στη Γερμανία έχουν περισσότερες αργίες από εμάς. Ξεθάβαμε τα κακώς κείμενα των άλλοτε «φίλων» μας, για να αποδείξουμε ότι δεν είναι καλύτεροι από εμάς. Με άλλα λόγια, παλεύαμε να κρατήσουμε ψηλά την εθνική μας περηφάνια. Μάταια…
Η ταπείνωση χτύπησε την πόρτα όχι μόνο της χώρας μας, αλλά και του σπιτιού μας. Λογικό αφού το συλλογικό δεν αργεί ν’ αγγίξει το ατομικό και το ατομικό δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από την πραγματικότητα, που το πλαισιώνει. Πόσο εύκολο είναι να συνεχίσει να νιώθει περήφανος ένας εργαζόμενος, όταν του λένε: «δε μας είσαι άλλο χρήσιμος, πήγαινε σπίτι σου!»; Πώς βλέπει τον εαυτό ο γονιός που δυσκολεύεται πλέον να προσφέρει τα βασικά στα παιδιά του; Πώς αισθάνεται ο νέος πτυχιούχος, που δεν εκτιμώνται τα προσόντα του; Που ματαιώνεται μέρα με τη μέρα;
Και η ιστορία συνεχίζεται. Ένα φλέγον θέμα, ένα θέμα που έμενε κρυμμένο κάτω απ’ το χαλί για δεκαετίες ήρθε να ταράξει κι άλλο τα νερά. Οι αξιώσεις των γειτόνων μας περί Μακεδονικού κράτους, μακεδονικής γλώσσας και μακεδονικής εθνότητας έγιναν κατακτήσεις – φυσικά με την παρέμβαση τρίτων. Η χώρα μας ξανά ηττημένη, ξανά ταπεινωμένη. Ο κάθε Έλληνας, ο κάθε Μακεδόνας (προς αποφυγή παρεξηγήσεων εννοώ τον Έλληνα πολίτη που κατοικεί στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας που ονομάζεται Μακεδονία) είναι κι αυτός ταπεινωμένος. Αυτός ο Μακεδόνας – και όχι ο άλλος, ο καινούριος – χάνει ένα κομμάτι από την εθνική του ταυτότητα. Ο Κρητικός μπορεί να αυτό-προσδιορίζεται Κρητικός και αυτό συγχρόνως να σημαίνει ότι είναι Έλληνας. Όμως ο Μακεδόνας (δηλαδή ο κάτοικος του γεωγραφικού μας διαμερίσματος) θα πρέπει να εξηγεί, όπως κάνω κι εγώ μέσα στις παρενθέσεις. Ίσως και να απολογείται…
Είναι πραγματικά οξύμωρο το γεγονός πως ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση ιδρύθηκε, για να κλείσει τις πληγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τώρα ανοίγει νέες. Ενώ παρουσιαζόταν ως η καλή Μητέρα, που νοιάζεται για τα παιδιά της, για την ισότητα, την ισοτιμία, την ελευθερία, τώρα είναι μια Μητέρα που τα ταπεινώνει.
Η ταπείνωση (ατόμων, ομάδων, λαών, κρατών) διέρχεται μέσα από τρία στάδια. Το πρώτο αφορά στην απώλεια του ελέγχου. Συμβαίνει όταν άλλοι αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς. Για να καταλάβουμε, αρκεί να σκεφτούμε τι συνέβη με το ΔΝΤ και το δημοψήφισμα του ’15. Στην πρώτη περίπτωση αποφάσιζαν άλλοι για εμάς (για το καλό μας πάντα), ενώ στην δεύτερη παρόλο που ο λαός είπε «όχι», οι κυβερνώντες το έκαναν «ναι». Έτσι περνάμε στο δεύτερο στάδιο, τον υποβιβασμό της θέσης του ατόμου, του πολίτη και της χώρας. Στο τρίτο στάδιο, έχουμε τον αποκλεισμό από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Τι κι αν γίνονταν τόσες διαδηλώσεις κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών; Δόθηκε ο λόγος στους πολίτες; Όχι! Ενώ ένα δημοψήφισμα θα έδινε την ευκαιρία στον καθένα να τοποθετηθεί σε ένα τόσο φλέγον θέμα.
Η ταπείνωση είναι δυνατό συναίσθημα. Σε μια μόλις δεκαετία η χώρα και οι πολίτες της ταπεινωθήκαμε πολλές φορές. Σε αυτό το έντονο συναίσθημα μπορεί ν’ αντιδράσουμε με οργή, θυμό, αγανάκτηση, πόλωση, τάση για εκδίκηση. Ή/και να παραιτηθούμε – αφού ούτως ή άλλως δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε την ροή των γεγονότων – να πλημμυρίσουμε από συναισθήματα αδυναμίας, να οδηγηθούμε στην ατομική κι εθνική θλίψη.
Ή μπορούμε αποκτώντας επίγνωση των πραγμάτων ν’ αντισταθούμε, να κάνουμε τη διαφορά, αυτό που δεν περιμένει κανείς. Ας δούμε τους εαυτούς μας και τις επιλογές μας μέσα από μια κριτική διάθεση και ας αναλάβουμε την ευθύνη – την ατομική και συλλογική ευθύνη – που μας αναλογεί. Ας πάψουν τα μοιρολόγια, η απόδοση ευθυνών και η μάταια γκρίνια. Και ας λάβουμε υπόψη μας τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη: «Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει». Εμείς τι ανάστημα έχουμε;