Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Περί αφοδεύσεως εν Φλωρίνη
(Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ ΤΟΥΑΛΕΤΑΣ)
Με τα σημερινά δεδομένα είναι αδύνατον να καταλάβει κανείς το πρόβλημα ή καλύτερα τον ρυθμό μιας πόλης χωρίς υπονόμους. όπως ήταν η πόλη μας από παλιά και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Η ταλαιπωρία των κατοίκων του κέντρου της πόλης ήταν μεγάλη, επειδή ήταν αναγκασμένοι να μεταφέρουν τα περιττώματά τους μακριά από τα σπίτια τους για λόγους υγιεινής ή να τα πετούν στο ποτάμι και στα ρυάκια που περνούσαν μέσα από την πόλη. II δυσοσμία του ποταμού κατά τους θερινούς μήνες ήταν αποδεκτή ή αναγκαίο κακό. Ο Δήμος Φλώρινας προπολεμικά κατέβαλε πολλές προσπάθειες για να σταματήσει αυτή την κακή. αλλά αναγκαία συνήθεια/Όμως. ούτε η ενημέρωση για τις συνέπειες, ούτε και η αστυνόμευση έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, επειδή προπολεμικά ο Δήμος Φλώρινας δεν πρότεινε καμία εναλλακτική λύση. Λύση στο πρόβλημα έδωσε ο δραστήριος Δήμαρχος Παντελής Παπαθανασίου. ο οποίος μέσα σε δυο τετραετίες στην δεκαετία του 1950 κατασκεύασε το δίκτυο των υπονόμων της πόλης μας.
Οι βόθροι και οι βοθροκαθαριστές
Όλα τα σπίτια που βρίσκονταν στις άκρες της πόλης είχαν μεγάλες αυλές στις οποίες μπορούσαν να σκάψουν έναν και δυο βόθρους, μακριά από το πηγάδι, ώστε να αποφεύγουν την μόλυνση του νερού. Ο βόθρος δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τρύπα και δυο ξύλα για να πατάνε πάνω σε αυτά. Πολλές φορές έπλεκαν κλαδιά γύρω και πάνω από τον βόθρο για να μη φαίνονται, αλλά και να προστατεύονται από τις δύσκολες καιρικές συνθήκες. ‘Όταν βόθρος γέμιζε τον σκέπαζαν με χώμα και άνοιγαν δίπλα άλλον. Στη συνέχεια τοποθετούσαν τα παλούκια και έπλεκαν τα κλαδιά. Μόνο όσοι είχαν μεγάλες αυλές μπορούσαν να αλλάζουν την θέση του βόθρου.
II πόλη όμως μεγάλωνε και τα οικόπεδα μίκραιναν, έτσι αναγκαστικά έκαμναν τους βόθρους σε ένα συγκεκριμένο μέρος της αυλής ή έχτιζαν έναν απλό χώρο στην προέκταση του σπιτιού. Οι μόνιμοι βόθροι ήταν χτισμένοι με πέτρα και στο πάνω μέρος υπήρχαν δυο πλακωτές πέτρες, όπου πατούσαν, και τις μετακινούσαν κάθε φορά που γέμιζε ο βόθρος για να τον αδειάσουν. Έτσι οι γειτονιές στις άκρες της πόλης, όπου τα οικόπεδα ήταν μεγαλύτερα, απέκτησαν μόνιμους και περιποιημένους βόθρους, καθώς και μερικά μεγάλα σπίτια στο κέντρο της πόλης. Λυτό ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τον πολιτισμό στα χρόνια της τουρκοκρατίας, επειδή τότε δυστυχώς οι πόλεις ήταν βρόμικες ή τουλάχιστον έτσι τις χαρακτήριζαν οι ευρωπαίοι περιηγητές.
Εκτός από τους βόθρους των σπιτιών, που ήταν μικροί, υπήρχε και ο μεγάλος βόθρος στην παλιά Αγορά. Ο βόθρος αυτός βρισκόταν κάτω από τον δρόμο της σημερινής Λεωφόρου Αβέρωφ. στο ύψος της οδού Κ. Πουλάκα στο ποτάμι, και εξυπηρετούσε το Παζάρι και το Τσαρσί και ήταν τα μοναδικά Δημόσια Αφοδευτήρια. 0 βόθρος της Αγοράς κατασκευάστηκαν το 1904 περίπου από τον Καϊμακάμη Ταχσίν Ουζέρ με υπόδειξη του φιλοπρόοδου Μηχανικού Θεοδωράκη Νικολαΐδη, αυτού του δραστήριου (συμπολίτη μας. που στα χρόνια της τουρκοκρατίας προσπαθούσε να βάλει τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην πόλη μας). Το 1924 λειτούργησε ο βόθρος της νέας Δημοτικής Αγοράς. Υπήρχε επίσης, από τα χρόνια της τουρκοκρατίας και ένας μεγάλος βόθρος στο Στρατόπεδο, και διατηρήθηκε μέχρι που κατασκευάστηκε το δίκτυο των υπονόμων.
II ύπαρξη των βόθρων δημιούργησε το επάγγελμα του Βοθροκαθαριστή. επειδή κάθε φορά που γέμιζαν έπρεπε κάποιος να τους αδειάσει και να μεταφέρει τα περιττώματα μακριά έξω από την πύλη. Οι φτωχοί άδειαζαν οι ίδιοι τους βόθρους των σπιτιών τους. Οι περισσότεροι όμως πλήρωναν κάποιο βοθροκαθαριστή. για να αποφύγουν την σιχαμερή αυτή εργασία. Οι Βοθροκαθαριστές ξάπλωναν μπρούμυτα πάνω από την τρύπα του βόθρου και βαστώντας στο χέρι έναν μαστραπά άδειαζαν τον βόθρο και γέμιζαν τους τενεκέδες. Αν ο βόθρος ήταν μεγάλος, όπως της Αγοράς και του στρατοπέδου, έμπαιναν οι ίδιοι μέσα στο βόθρο και γέμιζαν τους τενεκέδες με φτυάρια. Τέλος φόρτωναν τους τενεκέδες στο κάρο και ξεκινούσαν για να βγουν έξω από την πόλη για να αδειάσουν τα περιττώματα στο ποτάμι. Περνούσαν μέσα από τα δρομάκια της πόλης και βρωμοκοπούσε ο τόπος από το φορτίο και τα ρούχα τους. που ανάγκαζε τις νοικοκυρές να κλείνουν πόρτες και παράθυρα, τους θαμώνες των καφενείων να βρίζουν και να φωνάζουν, επειδή δεν διάλεξαν άλλο δρόμο να περάσουν, και τους περαστικούς να φτύνουν καταγής και να κλείνουν την μύτη τους. Οι Βοθροκαθαριστές όμως δεν έδιναν σημασία σε αυτά και περνούσαν από όποιον δρόμο ήθελαν, και όταν τους έβριζαν ανταπέδιδαν με χειρότερες βρισιές, και έτσι φωνάζοντας και μαλώνοντας περνούσαν από τους δρόμους της πόλης. Ήταν φτωχοί και αγράμματοι οι Βοθροκαθαριστές. άνθρωποι από την φτωχογειτονιά Κάτω Τσιφλίκι, που δεν μπόρεσαν να μάθουν κάποια τέχνη για να ζήσουν, και οι βόθροι τους εξασφάλιζαν λίγα χρήματα. Το κόστος του καθαρισμού καθοριζόταν από τον αριθμό των τενεκέδων περιττωμάτων. Γνωστό είναι το γεγονός, που έγινε και ανέκδοτο, όταν ένα νοικοκύρης τους έξι τενεκέδες. που δεν ήταν γεμάτοι μέχρι πάνω με περιττώματα, τους μετρούσε τέσσερις. Ο Βοθροκαθαριστής επέμενε όμως ότι είναι έξι οι τενεκέδες και για έξι έπρεπε να πληρωθεί. Μετά από πολύ φασαρία μαζεύτηκαν και οι γείτονες, που και αυτοί επέμεναν ότι αντί για έξι έπρεπε να πληρωθεί για τέσσερις, επειδή οι τενεκέδες δεν ήταν καλά γεμάτοι. Ο Βοθροκαθαριστής υποχώρησε και πληρώθηκε για τέσσερις. Φεύγοντας όμως φώναξε προς τον νοικοκύρη: «Δεν πειράζει μου έφαγες δυο τενεκέδες σκατά, καλή χώνεψη».
Οι Βοθροκαθαριστές δεν είχαν μαγαζιά. Μπορούσε να τους βρει κανείς στο σπίτι τους ή σε κάποιο Καφενείο στο Κάτω Τσιφλίκι. Παλαιότερα οι Βοθροκαθαριστές ήταν αρκετοί, μετά όμως την κατασκευή του δικτύου των υπονόμων παρέμεινε μόνο ένας. ο Μπράνκος που εργαζόταν μέχρι την δεκαετία του 1960.
Οι τενεκέδες στο κενέφι
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, τα περισσότερα σπίτια στο κέντρο της πόλης ήταν μικρά, με μικρές αυλές και ήταν αδύνατον να κατασκευάσουν βόθρους. Αντί αυτών χρησιμοποιούσαν τον «τενεκέ». όπου αφόδευε ύλη η οικογένεια. Ο τενεκές ήταν ένας συνηθισμένο δοχείο από λάδι ή πετρέλαιο, με ένα σύρμα για χερούλι, και πάνω σε αυτό τοποθετούσαν ένα τελάρο από σανίδι, ώστε να κάθονται πάνω σε αυτό και να μην τους κόβει ο τενεκές. όταν αφόδευαν. Τον τοποθετούσαν σε κάποια αποθήκη ή πλυσταριό, ακόμη και κάτω από την σκάλα, που έκλεινε με πόρτα. Ο χώρος όπου τοποθετούσαν τον τενεκέ ονομαζόταν «κενέφι» και ήταν ο πρόδρομος των αποχωρητηρίων και των (σύγχρονων τουαλετών των αστικών σπιτιών). Όταν γέμιζε ο τενεκές άδειαζαν το περιεχόμενό του στο ποτάμι. Τα χρόνια εκείνα ήταν συνηθισμένο θέαμα να βλέπει κανείς κάποιες φιγούρες, με τους τενεκέδες στα χέρια και με προσοχή, ώστε να μη τους δουν οι άλλοι, να κατευθύνονται προς το ποτάμι, τις ώρες που οι δρόμοι δεν είχαν κίνηση. Δικαιολογημένη ενέργεια, επειδή η πόλη δεν διέθετε υπονόμους και το ποτάμι ήταν το μοναδικό μέσο. που έπαιρνε τα περιττώματα και τα έβγαζε έξω από την πόλη. Στο ποτάμι όμως κατέληγαν και τα ρυάκια, στα οποία έριχναν βρομιές, όσοι κατοικούσαν κατά μήκος αυτών. Ένα ρυάκι ήταν στην σημερινή οδό Σαρανταπόρου, ένα άλλο ρυάκι περνούσε από την σημερινή οδό Σ. Κοντογούρη. την κεντρική οδό και μετά στην σημερινή οδό Κρέσνας και κατέληγε στο ποτάμι. Το ρυάκι αυτό λάσπωνε ένα μέρος του Παζαριού μεταξύ του σημερινού κτηρίου του «Αριστοτέλη» και του 3ου Γυμνασίου, και γι αυτόν τον λόγο αργότερα κατασκευάστηκε υπόνομος από τον κεντρικό δρόμο και μέχρι το ποτάμι. Υπήρχαν και άλλα δυο ρυάκια, που κατάληγαν στο ποτάμι στην σημερινή πλατεία Δικαστηρίων. Το ένα ερχόταν από την σημερινή οδό Αριστοτέλους. και το άλλο από την εβραϊκή γειτονιά και έβγαζαν τις ακαθαρσίες στο ποτάμι. Τον χειμώνα τα ορμητικά νερά του ποταμού και των ρυακιών έβγαζαν τα περιττώματα γρήγορα έξω από την πόλη. Το καλοκαίρι όμως. που στέρευαν τα νερά. έμεναν τα περιττώματα στα ρυάκια και στο ποτάμι και βρωμοκοπούσε ο τόπος. Η γειτονιά που υπέφερε περισσότερο από την δυσοσμία ήταν αυτή από τα σχολεία και μέχρι την τελευταία γέφυρα, όπου τα λιγοστά νερά του ποταμού συγκέντρωναν όλα τα περιττώματα από τις πιο πάνω γειτονιές. Βρομούσε ο τόπος μέχρι που έπιανε καμιά ξαφνική δυνατή βροχή, έτσι που φούσκωνε το ποτάμι και τα παρέσυρε έξω από την πόλη. Η δυσοσμία του ποταμού αλλά και η θέα των περιττωμάτων δεν ενδιέφερε τις τουρκικές αρχές και ουδέποτε έλαβαν κάποια μέτρα, ώστε να ελαχιστοποιήσουν τα προβλήματα. Αντίθετα, για τους τούρκους, η ρίψη των περιττωμάτων στο ποτάμι. ήταν η πιο σωστή ενέργεια, επειδή με αυτόν τον τρόπο απομακρυνόταν από την πόλη. Μετά το 1912. η ελληνική Δημαρχία πήρε μέτρα, ώστε να περιοριστεί αυτό το φαινόμενο, επειδή στους παραποτάμιους δρόμους και ειδικά στο Βαρόσι γινόταν η βόλτα, αλλά και επειδή είχαν ανοίξει τα πρώτα Ζαχαροπλαστεία, που συγκέντρωναν θαμώνες όλες τις ώρες.
Οι πρώτοι Δήμαρχοι κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια με ενημέρωση στις γειτονιές και στα σχολεία, αλλά μόλις νύχτωνε, οι συμπολίτες μας γλιστρούσαν μέσα στο σκοτάδι με τον τενεκέ στο χέρι και άδειαζαν τα περιττώματα στο ποτάμι. Η αποτυχία της ενημέρωσης ανάγκασε την Δημαρχία να πάρει σκληρά μέτρα και να τιμωρεί τους παραβάτες με χρηματικό πρόστιμο. Την αστυνόμευση του ποταμού ανέλαβε η Χωροφυλακή, που περιπολούσε τις νύχτες στους παραποτάμιους δρόμους. II νοοτροπία πέντε αιώνων δεν ξεριζώνεται από την μια μέρα στην άλλη. Έτσι οι Χωροφύλακες που περιπολούσαν την νύχτα στις γειτονιές του ποταμού, πάντα έπιαναν κάποιον, που μετά τα μεσάνυχτα, σαν φάντασμα με τον τενεκέ στο χέρι κατευθυνόταν προς το ποτάμι. Ο «συλληφθείς» μετά του «αποδεικτικού στοιχείου», που ήταν ο τενεκές με το περιεχόμενό του. κλεινόταν στα κρατητήρια της Αστυνομίας. Έτσι ο παραβάτης παρέα με τον γεμάτο τενεκέ περίμενε να ξημερώσει και να εμφανιστεί ο Διοικητής της Χωροφυλακής, ο οποίος υπέγραφε τα χαρτιά της σχετικής διαδικασίας για να πληρωθεί το πρόστιμο και να αφεθεί ελεύθερος. Δεν ήταν όμως το πρόστιμο που ελάττωσε τον αριθμό των παραβατών, αλλά η παραμονή τους στο κρατητήριο και η δυσοσμία του τενεκέ όλη την νύχτα. Παρά την αστυνόμευση. τη ενημέρωση και τις πινακίδες, το πρόβλημα λύθηκε οριστικά στην δεκαετία του 1950. όταν ο Δήμαρχος Παντελής Παπαθανασίου κατασκεύασε το δίκτυο των υπονόμων στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης.
Η διαφορά του βόθρου από το αποχωρητήριο είναι, ότι στο βόθρο λιμνάζουν τα περιττώματα, ενώ στα αποχωρητήρια «αποχωρούν». Το αποχωρητήριο συνδεόταν με υπόνομο. Την καινοτομία αυτή την έφερε στην πόλη μας ο Μηχανικός Θεοδωράκης Νικολαΐδης. όταν επέστρεψε από την Ρουμανία, όπου σπούδαζε. Πρώτος αυτός, το 1905 περίπου, έκανε ιδιωτικό υπόνομο στο σπίτι τον. στην σημερινή οδό Μπιζανίου. ο οποίος κατέληγε στο ποτάμι. Τέτοιους υπονόμους και αποχωρητήρια έκανε και στους Μπέηδες και σε άλλους πλούσιους χριστιανούς εμπόρους. Αυτοί ήταν οι πρώτοι υπόνομοι, που ήταν πολύ καλύτεροι από τους βόθρους, αλλά το μεγάλο μειονέκτημά τους ήταν ότι κατέληγαν στο ποτάμι και στα ρυάκια μέσα στην πόλη.
Τα αποχωρητήρια ήταν μικρά κτίσματα με σκεπή από κεραμίδια και με απλή ξύλινη πόρτα. Τα χτίζανε πάντα έξω στην αυλή. ώστε να μην ενοχλούν, αλλά και να αερίζονται από τον καθαρό αέρα. Στις αρχές χρησιμοποιούσαν δυο μεγάλες πλακωτές πέτρες, για να πατάνε πάνω σε αυτές. Οι πέτρες ήταν χτισμένες και σταθερές, και είχαν ένα άνοιγμα ανάμεσά τους. Νερό και καζανάκι δεν υπήρχαν. Όποιος πήγαινε «για την ανάγκη του» έπαιρνε μαζί του και έναν κουβά νερό από το πηγάδι και το άφηνε έξω από αποχωρητήριο. Μετά την χρησιμοποίηση του αποχωρητηρίου. έριχνε το νερό από τον κουβά με δύναμη και τα περιττώματα, με την κλίση που είχε ο υπόνομος, έφταναν στο ποτάμι.
Στην δεκαετία του 1930 κατασκευάστηκαν περισσότεροι υπόνομοι και έτσι τα αποχωρητήρια στις αυλές πλήθαιναν. Τα προνομιούχα σπίτια ήταν αυτά που ήταν κοντά στο ποτάμι, ενώ όσοι έμεναν πιο μακριά από αυτό. χρησιμοποιούσαν τον τενεκέ στο κενέφι. και το όνειρο τους ήταν να αποκτήσουν ένα αποχωρητήριο στο σπίτι τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 περίπου οι πλακωτές πέτρες των αποχωρητηρίων αντικαταστάθηκαν με «αποχωρητήριο καλούπι» από μωσαϊκό. Σήμερα αυτού του τύπου τις τουαλέτες τις ονομάζουν «τούρκικες». Είναι λανθασμένη ονομασία, επειδή οι τουαλέτες αυτές κυκλοφόρησαν πολύ αργότερα και μάλιστα κατασκευαζόταν στην πόλη μας. Υπήρχε εργαστήριο με καλούπια όπου έφτιαχναν αποχωρητήρια για της ανάγκες της περιοχής μας. Αργότερα στην δεκαετία του 1950. όταν έγινε το δίκτυο των υπονόμων που κατέληγαν στο ποτάμι έξω από την πόλη. όλα τα σπίτια απέκτησαν αποχωρητήριο στις αυλές τους. και εκπληρώθηκε το όνειρο του κάθε Φλωρινιώτη: να αποκτήσει αποχωρητήριο. Αλλά και το ποτάμι μέσα στη πόλη έγινε πιο καθαρό, έτσι που τους θερινούς μήνες οι κάτω γειτονιές δεν υπέφεραν από την δυσοσμία.
Με τα αποχωρητήρια έγινε ένα μεγάλο βήμα προς τον πολιτισμό. αλλά όχι και προς την άνεση. επειδή η ταλαιπωρία την νύχτα και τον χειμώνα, ανάγκαζε πολλούς να χρησιμοποιούν τα δοχεία νυκτός. Αλίμονο σε όποιον πήγαινε τον χειμώνα με το πολύ κρύο στο αποχωρητήριο της αυλής. Πάγωνε στην κυριολεξία. Ξεπάγιαζε για να κάνει την ανάγκη του. Και οι δυσκοίλιοι κοκάλωναν από την παρατεταμένη παραμονή τους στο αποχωρητήριο. Αλλά και τα χειμωνιάτικα πρωινά ήταν δύσκολα, που από το ζεστό κρεβάτι τους. πήγαιναν στο παγωμένο αποχωρητήριο της αυλής. Πολλοί ήταν αυτοί που είχαν ένα παλιό χοντρό (τακάκι ή μια χοντρή παλιά ζακέτα που τα είχαν μόνο για το αποχωρητήριο. II νύχτα όμως ήταν πιο δύσκολη, και μάλιστα όλες τις εποχές, επειδή οι περισσότεροι φοβόταν τα ποντίκια των υπονόμων που έβγαιναν κάθε νύχτα από την τρύπα των αποχωρητηρίων. Και τα φώτα τότε ήταν λιγοστά. Και τις περισσότερες φορές ούτε η αυλή. αλλά ούτε και τα αποχωρητήρια δεν είχαν ηλεκτρικό φως. Έτσι άλλοι πήγαιναν με φανάρι στο αποχωρητήριο, άλλοι με σπαρματσέτο και στην καλύτερη περίπτωση με φακό. Και όταν έβρεχε και τότε υπήρχε πρόβλημα, επειδή έπρεπε να ρίξουν μια μουσαμαδιά στην πλάτη τους. ή να πάνε με ομπρέλα στο αποχωρητήριο αν αυτό ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι. Παρόλα αυτά όμως τα αποχωρητήρια ήταν αποδεκτά από όλους και αυτό φάνηκε όταν εμφανίστηκαν οι τουαλέτες στις πρώτες βίλες και πολυκατοικίες που χτίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Λεν έγινε αποδεκτή η τουαλέτα του διαμερίσματος στην αρχή. και την θεωρούσαν ανθυγιεινή. επειδή βρισκόταν μέσα στο διαμέρισμα. Φαινόταν παράξενος ο συνδυασμός μπάνιου και τουαλέτας, το σώμα καλοριφέρ, τα πλακάκια, το πατάκι και το καζανάκι. που τότε το έλεγαν «Νιαγάρα». Πιο παράξενη ήταν η τουαλέτα πορσελάνης. που πολλοί ανέβηκαν σε αυτή. αντί να καθίσουν, και όσοι τα κατάφεραν καλώς. επειδή πολλοί έπεσαν και χτύπησαν. Γρήγορα όμως προσαρμόστηκαν όλοι, και στην δεκαετία του 1970 πολλοί μετέτρεψαν κάποιο ισόγειο δωμάτιο των παλιών μονοκατοικιών σε μπάνιο με τουαλέτα. Η δεκαετία του 1970. ήταν η τελευταία δεκαετία των αποχωρητηρίων, επειδή επικράτησαν οι τουαλέτες πορσελάνης, που μπορούσε να τοποθετηθεί μέσα στο σπίτι, και έγινε έτσι ένα μεγάλο βήμα προς την άνεση. Με τις τουαλέτες γλύτωσαν οι κάτοικοι της πόλης μας από την ταλαιπωρία της νύχτας και του άγριου κρύου του χειμώνα στο αποχωρητήριο της αυλής.
Η λέξη αποχωρητήριο χρησιμοποιήθηκε και αλληγορικά στο φλωρινιώτικο λεξιλόγιο. Η φράση: «έχει στόμα αποχωρητήριο» δήλωνε αυτόν που έβριζε και χρησιμοποιούσε χυδαίες λέξεις όταν συζητούσε.
Δημήτρης Μεκάσης
Περί αφοδεύσεως εν Φλωρίνη
(Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ ΤΟΥΑΛΕΤΑΣ)
(Μέρος 2ο)
Τα δοχεία νυκτός
Μεγάλη εφεύρεση το καθίκι, και το αντιλαμβάνονται όσοι πρόλαβαν το αποχωρητήριο στην αυλή, και αναγκάστηκαν να βγουν έξω να ουρήσουν την νύχτα. Γι’ αυτόν τον λόγο τα καθίκια τα ονόμασαν «δοχεία νυκτός». Η ίδια η λέξη «καθίκι» βγαίνει από την λέξη «καθοίκιον». που σημαίνει «οικιακό δοχείο» δηλαδή ουροδοχείο, σύμφωνα με το Λεξικό του Ανδριώτη. Στη συνέχεια όμως, εξαιτίας του περιεχομένου του. η λέξη «καθίκι» μεταφορικά πήρε άλλη «σημασία και σήμερα χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον κακό άνθρωπο, τον αχρείο. Το καθίκι ήταν γνωστό και με το όνομα «ουροδοχείο».
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας στην περιοχή μας το καθίκι το ονόμαζαν «άμπε» και εννοούσαν τα πήλινα καθίκια που κατασκεύαζαν οι Αγγειοπλάστες κατόπιν παραγγελίας. Τα πήλινα καθίκια ήταν εύθραυστα, αλλά το κόστος τους χαμηλό. Όποιος ήθελε καθίκι γερό έκαμνε παραγγελία στους Μπακιρτζήδες, που κατασκεύαζαν καθίκια από χαλκό. Πολύ αργότερα κυκλοφόρησαν τα τσίγκινα και τα αλουμινένια καθίκια. που ήταν ελαφριά και κομψά και με αυτά συνδέεται η λέξη «καθίκι». αντίθετα με την λέξη «άμπε» εννοείται το χειροποίητο βαρύ πήλινο ή χάλκινο καθίκι. Τα βιομηχανοποιημένα καθίκια πουλιόταν στα Μπακάλικα και στα Υαλοπωλεία. και είχαν πέραση όσο τα αποχωρητήρια βρισκόταν στις αυλές.
Τα καθίκια είχαν μόνιμη θέση κάτω από τα κρεβάτια και εξυπηρετούσαν όλους όσους έπρεπε να κάνουν «την ανάγκη τους» μέσα στην νύχτα. Τα καθίκια τα χρησιμοποιούσαν όλοι. επειδή δεν ήταν εύκολο να αφήσει κανείς το ζεστά του κρεβάτι μέσα στην νύχτα και να πάει στην αυλή. Έτσι αναγκαστικά χρησιμοποιούσαν το καθίκι. και μετά το σκέπαζαν με μια εφημερίδα και το έβγαζαν στο διάδρομο για να μη μυρίζει στο δωμάτιο. Το πρωί οι νοικοκυρές άδειαζαν τα καθίκια στα αποχωρητήρια, τα ξέπλεναν με νερό και τα τοποθετούσαν κάτω από τα κρεβάτια ώστε να είναι έτοιμα για την επόμενη νύχτα. Τα μικρά παιδιά, οι ηλικιωμένοι και οι άρρωστοι τα χρησιμοποιούσαν όλες τις ώρες. καθώς δεν έβγαιναν στην αυλή με το κρύο. Υπήρχαν δυο μεγέθη καθικιών. για μικρούς και ενήλικες, που και στις δυο περιπτώσεις τα καθίκια ήταν κυκλικά, με τα πάνω άκρα καμπυλωτά προς έξω και κάτω. και με χερούλι στα πλάγια για να μεταφέρονται εύκολα. Στην δεκαετία του 1960 κυκλοφόρησαν τα πλαστικά καθίκια και στα δυο μεγέθη. Το παιδικό πλαστικό καθίκι τότε πήρε το όνομα «γιογιό» και χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα.
Τα καθίκια πέρασαν και στην παιδική ποίηση, δηλαδή τα στιχάκια που έλεγαν τα παιδιά της γειτονιάς για να αστειευτούνε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 συνήθιζαν τα παιδιά της γειτονιά να πλησιάζουν το βράδυ τα φωτισμένα παράθυρα των χαμηλών σπιτιών και μέσα στην ησυχία ένα από τα παιδιά με βροντερή φωνή απάγγελνε: «Ήταν μια νύχτα βροχερή / και μέσα στη σιωπή/ ακούστηκε μία φωνή», και αμέσως όλα τα παιδιά ταυτόχρονα φώναζαν δυνατά: «Ελπινίκηηη το καθίκι». Τα παράθυρα άνοιγαν και φοβισμένες οι γυναίκες έβαζαν τις φωνές, καθώς τα παιδιά χανόταν μέσα στο σκοτάδι.
Τα καθίκια εξυπηρετούσαν και τους δυσκοίλιους, οι οποίοι τα γέμιζαν μέχρι την μέση με καυτό νερό. και όπως κάθονταν έκλεινε αεροστεγώς διατηρώντας έτσι την υψηλή θερμοκρασία, που τους βοηθούσε να ενεργηθούν.
Στη δεκαετία του 1970. όταν επικράτησε η τουαλέτα με μπάνιο, αντί του αποχωρητηρίου, τα καθίκια δεν χρησιμοποιούταν πια. έτσι πέρασαν και αυτά στο παρελθόν, όπως και τα προγενέστερα χειροποίητα «άμπε» από πηλό ή χαλκό.
Το χαρτί υγείας
Πριν από την ευρύτερη χρήση του χαρτιού υγείας, τα μέσα που χρησιμοποιούσαν ήταν ποικίλα και διαφορετικά και είχαν άμεση σχέση με τις συνήθειες των κοινωνικών ομάδων. Στην τουρκοκρατία το φεουδαλικό σύστημα δεν επέτρεπε την εξέλιξη του χριστιανού αγρότη, καθώς και οι μουσουλμάνοι Μπέηδες ελάχιστα ενδιαφερόταν για την πρόοδο. Αντίθετα ο χριστιανός αστός, που ήταν είτε τεχνίτης είτε έμπορος ήταν άνθρωπος της προόδου. Στα καμπίσια χωριά οι κολίγοι ελάχιστα ενδιαφερόταν για το σκούπισμα μετά την αφόδευση, οι γυναίκες μάλιστα ουρούσαν όρθιες, επειδή δεν φορούσαν εσώρουχα. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν τα φύλλα του καλαμποκιού γι’ αυτόν το σκοπό ή τούφες χόρτου. Παρόμοια ήταν η κατάσταση και στα ορεινά χωριά, αν και υπήρχε περισσότερη ελευθερία. Αυτοί χρησιμοποιούσαν πλατιές μικρές πέτρες, πλατιά φύλλα από δένδρα και φυτά και άλλες φορές τούφες από χόρτο. Σε μερικά χωριά όπως το Πισοδέρι, φύτευαν σε γλάστρες και στο κήπο ένα φυτό με πλατιά χνουδωτά φύλλα, σαν βελούδο, και τα χρησιμοποιούσαν στο σκούπισμα.
Οι τούρκοι είχαν μια μικρή λεκάνη με νερό και μετά την αφόδευση πλενόταν χωρίς σαπούνι. Οι χριστιανοί της πόλης μας είχαν κομμάτια από πανί τα οποία έβρεχαν με νερό και σκουπιζόταν με αυτά. Μετά από κάθε χρήση έπλεναν το πανί μόνο με νερό. για να είναι έτοιμο για την επόμενη χρήση.
Μετά την τουρκοκρατία και σε όλη την διάρκεια του Μεσοπόλεμου ο αστικοποιημένος πληθυσμός που είχε το προβάδισμα, μετέτρεψε τα κενέφια και τα αποχωρητήρια σε χώρους ανάγνωσης εφημερίδων και περιοδικών. Όποιος καθόταν στον τενεκέ στο κενέφι ή στο αποχωρητήριο, ακόμη και στο καθίκι. είχε μαζί του πάντα μια εφημερίδα ή περιοδικό και διάβαζε σε όλη την διάρκεια της αφόδευσης. Στο τέλος έκοβε την σελίδα σε κομμάτια και σκουπιζόταν με αυτά. Όταν το άρθρο ήταν συναρπαστικό κανείς δεν σηκωνόταν αν δεν το τελείωνε, αδιαφορώντας για το μούδιασμα των ποδιών. Στην δεκαετία του 1950 επεκτάθηκε το διάβασμα στο αποχωρητήριο ακόμη περισσότερο, επειδή τα περιοδικά είχαν συναρπαστικά άρθρα και το χαρτί τους ήταν λεπτό και απορροφητικό κατάλληλο για σκούπισμα. Άλλοι φρόντιζαν να έχουν μόνιμα κάποιο φθηνό βιβλίο το οποίο διάβαζαν, όσες φορές πήγαιναν στο αποχωρητήριο, και έκοβαν τόσες σελίδες όσες είχαν διαβάσει, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για να σκουπιστούν. Έτσι τα πανιά της τουρκοκρατίας αντικαταστάθηκαν από κομμάτια χαρτιού εφημερίδων και περιοδικών. Μερικοί μάλιστα αγόραζαν παλιές εφημερίδες από τον μπακάλη γι αυτόν τον σκοπό. Άλλοι έκοβαν με το μαχαίρι συμμετρικά σε κομμάτια της εφημερίδες και τις περνούσαν με μια σακοράφα βελόνα σε σπάγκο και τις κρεμούσαν στο αποχωρητήριο. Ο τρόπος αυτός ενώ φαινομενικά είναι πιο νοικοκυρεμένος, εντούτοις αποδείχτηκε δύσχρηστος, επειδή οι αναγνώστες δεν έβρισκαν το άλλο μισό του άρθρου και έπρεπε να ανακατώσουν τα κρεμασμένα κομμάτια, χάνοντας χρόνο και δυνάμεις. Παρόλο που από προπολεμικά είχαν κυκλοφορήσει κάποια λευκά ορθογώνια κομμάτια χαρτιών για το σκούπισμα, δεν προτιμήθηκαν, επειδή ήταν γυαλιστερά. Τα χαρτιά αυτά υπήρχαν μόνο στα αποχωρητήρια των ξενοδοχείων, σε μερικά καλά καφενεία και ταβέρνες και σε ελάχιστα σπίτια.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 κυκλοφόρησε το χαρτί υγείας, λευκό και βελούδινο, πολύ καλύτερο από το γυαλιστερό χαρτί, αλλά και από τις εφημερίδες. επειδή δεν μαύριζε τον πισινό. Στην αρχή ήταν ακριβό και πουλιόταν ένα ρολό στην συσκευασία, και όσοι το χρησιμοποιούσαν το ξόδευαν με μέτρο και χωρίς σπατάλες. Μετά κυκλοφόρησαν δυο ρολά στην συσκευασία και με μειωμένη τιμή και έγινε προσιτό και αναγκαίο σε όλους, πλούσιους και φτωχούς.
Το χαρτί υγείας συνδέθηκε με τις τουαλέτες, επειδή σχεδόν την ίδια εποχή έκαναν και τα δυο την εμφάνιση τους. Οι τουαλέτες μάλιστα ήταν πιο αναπαυτικές και πιο κατάλληλες για διάβασμα. Λεν ήταν λίγοι αυτοί που διάβαζαν περιοδικά και εφημερίδες στην τουαλέτα και ταυτόχρονα έπιναν και τον καφέ τους καπνίζοντας αρκετά τσιγάρα. Με την πάροδο του χρόνου όμως και το διάβασμα και ο καφές και τα τσιγάρα παραμερίστηκαν, και έτσι ελάχιστοι είναι αυτοί που κράτησαν αυτή την παλιά συνήθεια.
Τα δημόσια αποχωρητήρια
Παραπάνω αναφέρθηκε ο πρώτος γνωστός δημόσιος βόθρος στην παλιά Αγορά, που κατασκευάστηκαν το 1904 περίπου. Το υπόγειο τμήμα αυτού υπήρχε μέχρι την δεκαετία του 1970. κάτω από την Λεωφόρο Αβέρωφ. Η λειτουργία του όμως μας είναι άγνωστη, επειδή οι προφορικές μαρτυρίες είναι ελάχιστες για την περίοδο της τουρκοκρατίας. Είναι βέβαιο όμως ότι ο βόθρος της Αγοράς ήταν ο μοναδικός δημόσιος βόθρος και έκλεισε το 1915 περίπου εξ αιτίας της δυσοσμίας και των προβλημάτων που δημιουργούσε στα γειτονικά σπίτια.
Το 1924. λειτούργησε 0 βόθρος της νέας Δημοτικής Αγοράς στα νεόκτιστα κτήρια της. Ο βόθρος βρισκόταν στην πάνω δεξιά γωνία των κτηρίων. Την καθαριότητα και την συντήρησή τους είχαν αναλάμβαναν φτωχοί πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Ο τελευταίος υπεύθυνος ήταν κάποιος Κυριάκος, συνταξιούχος Χωροφύλακας. Στην δεκαετία του 1950. ο βόθρος της Αγοράς συνδέθηκε με τους υπονόμους. και λειτούργησε ως δημόσιο αποχωρητήριο. Καθαριστής των αποχωρητηρίων ήταν ο Σαπουνάς, ο οποίος νύχτα και μέρα βρισκόταν στους χώρους των αποχωρητηρίων και καθάριζε τραγουδώντας. II φωνή του ακουγόταν σε όλη την αγορά και γι αυτό τον λόγο δίκαια ονομάστηκε «το αηδόνι των αποχωρητηρίων της αγοράς». Ο Σαπουνάς εργάστηκε πολλά χρόνια στα αποχωρητήρια, μέχρι το 1969 που κατεδαφίστηκαν τα κτήρια της αγοράς για να χτιστούν τα σημερινά κτήρια με δημόσια αποχωρητήρια, στο ίδιο μέρος όπου ήταν τα παλιά. Στο τοίχο μάλιστα, αντί πινακίδας, έχουν γράψει «WC» με λαδομπογιά, και ασύμμετρα γράμματα, έτσι όπως γράφουν τα πολιτικά συνθήματα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960. 0 Δήμος Φλώρινας έκανε μια προσπάθεια να κατασκευάσει δημόσια αποχωρητήρια στη κεντρική πλατεία, και μάλιστα στο «πάνω πάρκο», και αφού ξερίζωσαν τα λουλούδια, «φύτεψαν» τσιμέντα για να γίνουν τα υπόγεια αποχωρητήρια. Το έργο όμως έμεινε ατελείωτο, επειδή αντέδρασαν οι ξενοδόχοι της πλατείας, και κυρίως ο Σουρέτης. ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Αίγλη», που με την βοήθεια του Εθνικού Οργανισμού Τουρισμού σταμάτησαν το έργο και γλύτωσε η πλατεία από την δυσοσμία. Είναι γεγονός ότι όσες φορές κατασκευάστηκαν δημόσιες αφοδευτήρια στην πόλη μας. έγιναν εστία βρομιάς και δυσοσμίας.
Ένα άλλο αποχωρητήριο ήταν αυτό των Δικαστηρίων. Βρισκόταν κοντά στην γέφυρα πίσω από τα Δικαστήρια. Ήταν μόνο για ένα άτομο και τα περιττώματα έπεφταν στο ποτάμι. Υπήρχε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Σήμερα τα μόνα δημόσια αφοδευτήρια που λειτουργούν στην πόλη μας είναι αυτά της Δημοτικής αγοράς. Οι περισσότεροι όμως προτιμούν τις τουαλέτες των καφενείων και καφετεριών που υπάρχουν στο κέντρο της πόλης.
Στον 20ό αιώνα οι χώροι της αφόδευσης άλλαζαν συνεχώς και βελτιωνόταν σε σχέση με την άνεση και τους κανόνες υγιεινής. Αυτό εξάλλου φαίνεται και από τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν από τις αρχές του αιώνα μέχρι το τέλος.
Οι λέξεις «κενέφι» και «βόθρος» δήλωναν μια πρωτόγονη κατάσταση που επικρατούσε στα χρόνια της τουρκοκρατίας και λίγο μετά. Μετά επικράτησε η λέξη «αποχωρητήριο» και είχε σχέση με τους υπονόμους. Τέλος με την εμφάνιση των πολυκατοικιών επικράτησαν οι λέξεις «καμπινέ» και «τουαλέτα». Στους δημόσιους χώρους αναγράφεται η αμερικάνικη επιγραφή «WC» και οι λέξεις «ανδρών» και «γυναικών», καθώς και οι αντίστοιχες φιγούρες. Από τα κενέφια και τους βόθρους στις σύγχρονες τουαλέτες σε διάστημα λίγων ετών. γεγονός που δηλώνει ένα μεγάλο άλμα προς τον πολιτισμό.
Δημήτρης Μεκάσης