«Ο Τσίπρας, οι ελίτ και ο λαός..»
Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας, Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Όλες οι δημόσιες τοποθετήσεις του Αλέξη Τσίπρα, το τελευταίο διάστημα, αποτυπώνουν την βούλησή του να κάνει χρήση ενός ακόμα διχαστικού και εξίσου «κατασκευασμένου» διακυβεύματος: «είμαστε με τον λαό και όχι με τις ελίτ». Για να παρακολουθήσουμε όμως τις διαστάσεις αυτής της «κατασκευής» πρέπει να προσδιορίσουμε,πρώτα το εννοιολογικό φορτίο του όρου «ελίτ» και έπειτα τις χρήσεις του «υποστασιοποιημένου» λαού και του «λαϊκισμού», στη διεθνή ακαδημαϊκή βιβλιογραφία.
Τον 18ο και 19ου αιώνα, οι θεωρητικοί, στις πολιτικές αναλύσεις τους, χρησιμοποιούσαν την έννοια «ελίτ» ως απαραίτητο κλειδί για την ερμηνεία των επαναστάσεων (Martinelli 2009b: 5). Οι σημαντικοί θεωρητικοί «των ελίτ», των αρχών του 19ου-20ου αιώνα (G. Mosca, V. Pareto, M. Weber, R. Michels), ορίζουν την «ελίτ» ως «έναν μικρό αριθμό ηγετικών κοινωνικών ομάδων», υποστηρίζοντας ότι «η οργανωμένη μειονότητα επιβάλλεται στην ανοργάνωτη πλειοψηφία, μονοπωλεί και απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της εξουσίας, λόγω της υλικής ή πνευματικής της υπεροχής, ενώ οι ομάδες των ελίτ εναλλάσσονται στην εξουσία» (Pareto 1935). Η δομική-λειτουργική προσέγγιση του Radcliffe-Brown (Erickson & Murpht 2002, Radcliffe-Brown 1940), εισήγαγε την έννοια της «δομής της εξουσίας», εστίασε στις ελίτ σε μικροκλίμακα και διερεύνησε τις μεταξύ τους διασυνδέσεις. Από την άλλη πλευρά, η μαρξιστική θεωρία της εξουσίας, ήταν σε γενικές γραμμές αρνητική απέναντι στο ρόλο των ελίτ, και θετική απέανντι στον ρόλο των μαζών. Εντούτοις όμως ο νεομαρξιστής Gramsci προσέδωσε στις ελίτ διαφορετικό περιεχόμενο, μιλώντας για την «ηγεμονία», η οποία «ασκεί ιδεολογικό έλεγχο στο πλαίσιο της «κοινωνίας των πολιτών», μέσα από θεσμούς όπως για παράδειγμα η εκπαίδευση, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, τα πολιτικά κόμματα, οι πολιτισμικοί σύλλογοι».
Στο σημείο αυτό πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν μας είναι καθόλου σαφές το περιεχόμενο που δίνει στον όρο «ελίτ» ο Αλέξης Τσίπρας και το περιεχόμενο που δίνει στον όρο «λαός» στην παρούσα συγκυρία. Με βάση την αριστερή ιδεολογική του σκευή όμως μπορούμε μάλλον να εικάσουμε, πως το θεωρητικό του οπλοστάσιο είναι αρκούντως ελλειμματικό και ότι οι εμφανείς πολιτικοί του στόχοι αποβλέπουν στο να εκληφθεί το μήνυμα που εκπέμπει ως «αριστερό», δηλαδή ως πάλη ενάντια σε κατεστημένα συμφέροντα, τα οποία και φαίνεται να ορίζει, χρησιμοποιώντας όμως μη αριστερά ερμηνευτικά εργαλεία, όπως η ρομαντική υποστασιοποίηση του λαού, ή η έννοια των ελίτ, η οποία στην αριστερή εκδοχή της έπρεπε να προσδιορίζεται με αρκετή δόση απόκλισης βέβαια, είτε ως «ιντελιγκέντσια» είτε ως «ηγεμονία».
Και απώτερος στόχος όλων αυτών των προσεγγίσεών του είναι να στοχοποιήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ως γόνο μιας πολιτικής οικογένειας, άρα ως εκφραστή των πολιτικών ελίτ. Για να γίνει μάλιστα πιο πιστευτός θέτει τον υποστασιοποιημένο «λαό», σε διαλεκτική αντίστιξη με τις πνευματικές, πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Άρα ωθεί την πολιτική αντιπαράθεση στα ακραία όρια ενός ριζοσπαστικού λαϊκισμού, με αριστερό πρόσημο, «κατασκευάζοντας» απροκάλυπτα τους όρους της αντιπαράθεσης.
Η πολιτική συγκυρία βέβαια δεν είναι τυχαία: Η στήριξη των Ελλήνων κεφαλαιούχων στον Αλέξη Τσίπρα άρχεται από την προκλητική παρέμβαση της Γιάννας Αγγελοπούλου υπέρ του, η οποία τον επέβαλε στο διεθνές πολιτικό προσκήνιο και επεκτείνεται στις στρατιές των «παραγόντων» που έσπευσαν στο παρελθόν στο Μαξίμου, αιτούμενοι «συναντίληψη». Σήμερα όμως, η εμφανής, ή εκκωφαντική αποκήρυξη πλέον του Αλέξη Τσίπρα από τις σημαντικές οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές ελίτ της χώρας μας έχει οδηγήσει τους συμβούλους του σε κινήσεις αντιπερισπασμού: οι θεωρητικοί του Μαξίμου έχουν οδηγηθεί στο συμπέρασμα πως η λύση είναι να αναγορευτεί η προσωπική του ήττα στη σχέση του με τις ελίτ, ως νίκη ενάντια «στα συμφέροντα» που εκπροσωπούν οι ελίτ.
Τον εξωθούν επομένως να πείσει πως αντιπαρατίθεται σε όλες αυτές τις ελίτ με τις οποίες συναγελαζόταν. Επομένως ο Αλέξης Τσίπρας, κάνοντας μια ακόμα «κολοτούμπα», πορεύεται προς την κατεύθυνση της αναβάπτισής του στην κολυμβήθρα του αριστερού ριζοσπαστικού λαϊκισμού. Ενός λαϊκισμού που κολακεύει τις αδυναμίες των πολλών, και οπωσδήποτε υπηρετεί το παλιό, το συντηρητικό, το παρωχημένο, δημιουργώντας μια ακραία κοινωνική πόλωση, με καταστροφικές συνέπειες για την χώρα μας.
Καταλυτικός για τους κινδύνους που εκπροσωπεί για τις σύγχρονες κοινωνίες ο λαϊκιστικός αριστερός ριζοσπαστισμός, όπως αυτός του Αλέξη Τσίπρα, είναι ο Pascal Ory:
«..Ο ριζοσπαστισμός είναι μια μυθολογία που φέρνει τα άκρα κοντά, μεταξύ τους και τα κατευθύνει σε μια κοινή απόρριψη της μεταρρύθμισης και του συμβιβασμού, διευκολύνοντας, κατά περίπτωση, την κίνηση από το ένα στο άλλο άκρο. Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες πολιτικής θερμοκρασίας και πίεσης, ο αριστερός ριζοσπαστισμός ή ο λαϊκιστικός ριζοσπαστισμός μπορούν να κερδίσουν δύναμη. Τότε διαμορφώνουν, μέσα στην Ιστορία, αυτό που ικανοποιεί, από τη μια τη γεύση του απόλυτου που εμπνέει τους ριζοσπάστες και από την άλλη την εθελούσια υποτέλεια που εμπνέει τους λαϊκιστές. Ονομάζεται καταστροφή..»
(Pascal Ory Peuple souverain, De la révolution populaire à la radicalité populiste. Collection Le Débat, Gallimard, Parution19-10-2017).