Τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας ο πληθυσμός της πόλης της Φλώρινας ήταν περίπου 12.000 κάτοικοι, εκ των οποίων οι 8.000 περίπου ήταν τούρκοι, τουρκαλβανοί, που ήταν μουσουλμάνοι αλβανικής καταγωγής, και τουρκόγυφτοι, που ήταν μουσουλμάνοι τσιγγάνοι. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν τούρκοι και κατάγονταν από τους στρατιώτες που κατέλαβαν την περιοχή το 1383 περίπου.
Ο στρατιωτικός τουρκικός φεουδαλισμός ήθελε τους Μπέηδες και τους Αγάδες πλούσιους και ισχυρούς, αντίθετα η μάζα του τουρκικού πληθυσμού ήταν φτωχή, που ζούσαν μέσα στην μιζέρια, έχοντας ως περιουσία ένα απλό σπίτι και λίγα στρέμματα γης. Όλοι είχαν πολλές γυναίκες, σαν καλοί μουσουλμάνοι, γεγονός που έκαμνε την ζωή τους ακόμη πιο φτωχή. Οι περισσότεροι ήταν μικρογεωργοί και κτηνοτρόφοι και λίγοι ήταν έμποροι και τεχνίτες. Οι τούρκοι συνήθως δεν ήθελαν να ασχοληθούν με το εμπόριο ή με την τέχνη. Προτιμούσαν να ασχολούνται με την γη και κυρίως να είναι πολεμιστές. Εξ άλλου έτσι τους ήθελε η τουρκική άρχουσα τάξη. Να τους διορίζει φοροεισπράκτορες και να τυραννάν τους χριστιανούς κολίγους του κάμπου και των βουνών. Και άρεζαν αυτά τα επαγγέλματα οι τούρκοι, επειδή και χρήματα εισέπρατταν, αλλά και είχαν απόλυτη εξουσία στους χριστιανούς. Σε κάθε χωριό που πήγαιναν για να εισπράξουν τους φόρους τρομοκρατούσαν τους χριστιανούς, έτρωγαν από τα αποθηκευμένα τρόφιμά τους, και γλεντούσαν με τις κόρες τους. Οι κολίγοι χριστιανοί είχαν συνηθίσει την καταπίεση και αποδεχόταν όλα τα παραπάνω. Αλλά και αν αντιδρούσαν ο θάνατος ήταν βέβαιος, ακόμη και η σφαγή όλου του χωριού. Η κατάσταση για τους κολίγους άρχισε να αλλάζει όταν οι λαοί της βαλκανικής άρχισαν απελευθερωτικό αγώνα με ένοπλες ομάδες, γεγονός που περιόρισε την θρασύτητα των τούρκων φοροεισπρακτόρων. Μέγας διώκτης όλων αυτών ήταν ο Καπετάν Κώττας, που όχι μόνο φοροεισπράκτορες σκότωσε, αλλά και τους Μπέηδες, που ήταν αφεντικά τους.
Στην πόλη της Φλώρινας οι ίδιοι τούρκοι συμπεριφερόταν διαφορετικά στους χριστιανούς. Η παρουσία του Δεσπότη, καθώς και η οικονομική άνοδος των χριστιανών από τα μέσα του 19ο αιώνα και μετά, είχε ως αποτέλεσμα να συμπεριφέρονται διαφορετικά. Εξ άλλου πολλοί ήταν γείτονες και είχα φιλικές σχέσεις μεταξύ τους και αντάλλαζαν γλυκά τις ημέρες του Μπαϊραμιού και του Πάσχα. Πολλοί τούρκοι μάλιστα εξαιτίας της φτώχειας έκαμναν διάφορες βαριές δουλειές στα χριστιανικά εργαστήρια. Αυτά συνέβαιναν στην γειτονιά Βαρόσι, στην γειτονιά των Αγγειοπλαστών, στην γειτονιά Τσεκούρι και στον Γύφτικο Μαχαλά, επειδή τον 19ο αιώνα οι γειτονιές αυτές έγιναν μικτές και δημιουργήθηκαν φιλίες. Αντίθετα στην δυτική μεριά της πόλης, όπου κατοικούσαν μόνο τούρκοι, παρέμειναν άγριοι και επιθετικοί στους χριστιανούς μέχρι το 1912, που έσκυψαν το κεφάλι τους, επειδή κατάλαβαν το οριστικό τέλος της εξουσίας τους. Παρόλα αυτά όμως προσπαθούσαν να φερθούν σκληρά στους χωρικούς, που κατέβαιναν από το χωριό Τρίβουνο και αγόραζαν σπίτια και κτήματα λίγα χρόνια πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Ο τουρκικός πληθυσμός, πλην μερικών εξαιρέσεων, δεν είχε τα χαρακτηριστικά του αστικοποιημένου πληθυσμού. Παρέμειναν ανατολίτες χωρίς μόρφωση, χωρίς να δεχτούν πολλά επιτεύγματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και ζούσαν μοιρολατρικά.H μοιρολατρία αυτή πήγαζε από την θρησκεία τους, τα ήθη και τα έθιμα τους.
Οι τουρκαλβανοί, που ήταν μουσουλμάνοι από την Αλβανία ήταν άνθρωποι πονηροί και του συμφέροντος. Είχαν καταλάβει όλες τις δημόσιες θέσεις και μερικοί από αυτούς που ζούσαν στην δυτική μεριά της πόλης ήταν χτίστες και μάλιστα πολύ καλοί στην δουλειά τους. Πολλοί από αυτούς ήταν αλβανιστές και διώκτες των μελών της ελληνικής κοινότητας. Με την πονηριά τους πολλές φορές έφεραν την ελληνική κοινότητα σε δύσκολη θέση στα κρίσιμα χρόνια τους αγώνα, και επειδή κατείχαν δημόσιες θέσεις ασκούσαν κάθε είδους πίεση.
Οι τουρκόγυφτοι, που ήταν τσιγγάνοι μουσουλμάνοι έμεναν πιο πάνω από το Βαρόσι, σε έναν ανηφορικό δρόμο, που τότε ονομαζόταν Γύφτικος Μαχαλάς. Ήταν φρόνιμοι άνθρωποι και το κύριο επάγγελμά τους ήταν το ζωεμπόριο. Πουλούσαν και αγόραζαν ζώα από τους χωρικούς και ήταν βασικοί παράγοντες στο μικρό ζωοπάζαρο που γινόταν στον Γύφτικο Μαχαλά. Υπήρχαν και μερικές οικογένειες τουρκόγυφτων που ήταν λαϊκοί οργανοπαίκτες και τα κορίτσια τους χορεύτριες. Κάθε μέρα έκαμναν πρόβα έξω από τα σπίτια τους, έτσι που στο Γύφτικο Μαχαλά γινόταν καθημερινά πανηγύρι. Την ημέρα του παζαριού, κατά το μεσημέρι, κατέβαιναν όλοι μαζί την κατηφόρα και αφού περνούσαν το ποτάμι κατέληγαν στον χώρο της Αγοράς, όπου τους περίμεναν οι χριστιανοί χασάπηδες, που έψηναν τα κρέατα που τους περίσσευαν για να μη χαλάσουν και μετά άρχιζε το γλέντι. Συχνά γέμιζαν μια στάμνα με ψιλοκομμένο κρέας και την έδιναν για ψήσιμο στον φούρναρη. Οι τουρκόγυφτοι οργανοπαίκτες και οι χριστιανοί χασάπηδες γλεντούσαν, μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών. Το 1924 χτίστηκε η νέα Δημοτική Αγορά, όπου είναι και σήμερα.
Στα χωριά του κάμπου υπήρχαν χωριά που είχαν μόνο τούρκικο πληθυσμό. Αυτά ήταν το Κέναλι, ο Μαχαλάς, το Βαρτολόμ, η Πλησεβίτσα, το Λέσκοβετς και ο Ορτά Ομπά. Επίσης υπήρχαν και μεικτά χωριά, δηλαδή κατοικούσαν και χριστιανοί και μουσουλμάνοι, όπως στο Νεόκαζι, στο Αρμενοχώρι, στην Νεβολιάνη και στην Κλαμπούτσιτσα. Οι χειρότεροι τούρκοι ήταν αυτοί που κατοικούσαν στο Νεόκαζι, το σημερινό Νεοχωράκι, που συνήθιζαν να ταλαιπωρούν και καταδιώκουν όλους τους κολίγους του κάμπου. Επίσης ζόρικοι τούρκοι ήταν αυτοί του χωριού Μαχαλά, σήμερα Τροπαιούχου, οι οποίοι ταλαιπωρούσαν τους χωρικούς των χωριών του Βιτσίου, που ήταν αναγκασμένοι να περνάν μέσα από τον Μαχαλά.
Κατά την είσοδο του ελληνικού στρατού το 1912, πολλοί τούρκοι της πόλης ακολούθησαν τον τουρκικό στρατό και έφυγαν στην Αλβανία, από φόβο μη σφαγιαστούν από άτακτες ένοπλες ομάδες χωρικών, που έβγαζαν τα απωθημένα τους. Οι περισσότεροι όμως έμειναν και αναγνωρίστηκαν ως μειονότητα και απολάμβαναν την ελευθερία της γλώσσας, της θρησκείας και της παιδείας τους. Διατήρησαν και τις περιούσιες τους. Όταν όμως άρχισε η μικρασιατική καταστροφή μερικοί από αυτούς βγήκαν στα βουνά και λήστευαν και τρομοκρατούσαν τους χωρικούς. Η ελληνική χωροφυλακή όμως, αφού συγκρότησε ένοπλες ομάδες χωρικών που δεν είχαν πάει στο μέτωπο, γρήγορα εξουδετέρωσε τους λιγοστούς τούρκους ληστές.
Ο τουρκικός πληθυσμός ανταλλάχτηκε μετά την μικρασιατική καταστροφή. Η ανταλλαγή άρχισε το 1923 και τελείωσε το 1929, που έφυγαν και οι τελευταίοι τούρκοι από την πόλη της Φλώρινας. Πολλοί έφυγαν στην Αλβανία, για να αποφύγουν την ανταλλαγή. Οι περισσότεροι όμως έμειναν. Η ανταλλαγή ήταν ένας θρήνος σε όλη την πόλη. Οι τούρκοι με τις χανούμισσες και τα παιδιά τους κλαίγοντας αναχωρούσαν για τον σιδηροδρομικό σταθμό του Αρμενοχωρίου με την συνοδεία χωροφυλάκων. Έφευγαν σταδιακά και κάθε φορά που έφευγε μια ομάδα ακουγόταν οι θλιβερές κραυγές και τα κλάματα σε όλη την γειτονιά. Αγκαλιασμένοι μουσουλμάνοι και χριστιανοί, που έζησαν μαζί στην ίδια γειτονιά έκλαιγαν και αποχαιρετούσε ο ένας τον άλλον. Δεν ήθελαν να φύγουν οι τούρκοι, αλλά αναγκάστηκαν. Μερικοί αντέδρασαν και έγιναν χριστιανοί και παρέμειναν. Τι ήταν αυτό όμως που τους έκανε να αλλαξοπιστήσουν; η αγάπη στον τόπο που γεννήθηκαν; ή οι έρωτες μεταξύ αλλοθρήσκων; σε μια πόλη που ήδη είχε αρχίσει να αστικοποιείται και να δείχνει τα πρώτα σημάδια της ανοιχτής κοινωνίας.
Δημήτρης Μεκάσης