Πουγαρίδης Στέφανος, Φιλόλογος
Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο
Οδυσσέας Ελύτης, στίχοι 4-6 από το «Δώρο Ασημένιο Ποίημα»
Οι παραπάνω στίχοι του ελληνοκεντρικού ποιητή ταιριάζουν αρμονικά στην ταυτότητα της Φλώρινας όπως αυτή διαμορφώθηκε από την απόθεση και τον συγκερασμό πολιτισμικών στοιχείων. Αντικείμενο του παρόντος άρθρου είναι η αδρομερής αναφορά στον μετασχηματισμό της Φλώρινας από μία οθωμανική πολίχνη σε χώρο ομογενοποίησης ενός εθνοτικά και πολιτισμικά ετερόκλητου πληθυσμού, ο οποίος είτε ζούσε είτε κατέφθασε σε αυτήν ως αποτέλεσμα των εξελίξεων που έλαβαν χώρα στα Βαλκάνια στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Το πολιτικό πλαίσιο και οι συνθήκες της «αναγεννήσεως» του 1912 έχουν πλήρως εξακριβωθεί.Η Ελλάδα συμμάχησε με τα βαλκανικά κράτη και επιτέθηκε από τον νότο στην αποσαθρωμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην πολεμική συγκυρία, ο Υπίλαρχος Ιωάννης Άρτης εισήλθε στην πόλη και την απελευθέρωσε «εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου»[1].
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1912, η 6η Μεραρχία ξεκίνησε από τη Φλώρινα με κατεύθυνση τη βορειοδυτική Μακεδονία έχοντας ως στόχο την απελευθέρωση της Κορυτσάς, της Αθήνας της Μακεδονίας[2]. Ο ελληνικός στρατός, υπό την ηγεσία του Υποστράτηγου Δαμιανού, αφού νίκησε τις Οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, εισήλθε στην Κορυτσά στις 6 Δεκεμβρίου του 1912. Με τη συνθήκη του Λονδίνου στις 30 Μαΐου 1913, η Φλώρινα κατακυρώθηκε οριστικά στο ελληνικό κράτος, όχι όμως και η Κορυτσά, μολονότι η αστική τάξη της πόλης εξεγέρθηκε το 1914 με πρωτεργάτες τους μετέπειτα κάτοικους Φλώρινας, Γεώργιο Σούλιο και Δημήτριο Τούση. Το άλλο μεγάλο εμπορικό και πνευματικό κέντρο της βορειοδυτικής Μακεδονίας, το Μοναστήρι, είχε καταληφθεί από τους Σέρβους στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο.
Έτσι, η αποτυχία ενσωμάτωσης των δύο γειτονικών μητροπόλεων στον ελληνικό κορμό, αλλά και η ανθρωπιστική τραγωδία της προσφυγιάς το 1922 επισφράγισαν τις οικονομικές και πολιτισμικές αλλαγές στη Φλώρινα.
Νέος στόχος του ελληνικού εθνικού αφηγήματος, που αντανακλάται ιδανικά στην περίπτωση της Φλώρινας, ορίστηκε η ομογενοποίηση των χριστιανικών πληθυσμών. Οι τέως υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και στο εξής πολίτες του ελληνικού έθνους-κράτους, έχοντας ζήσει σε διαφορετικά μορφωτικά και πολιτισμικά πεδία, έπρεπε να ενσωματωθούν οργανικά στην πολυθρησκευτική και πολυγλωσσική Φλώρινα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στην επαρχία της Φλώρινας, μετά το 1922, εγκαταστάθηκαν 3.170 οικογένειες ή 12.220 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία[3].
Η άφιξη των φερέοικων πληθυσμών αποτέλεσε σημείο καμπής στην οικονομική και πολιτισμική εξέλιξη της μεσοπολεμικής κοινωνίας και λειτούργησε ευεργετικά στον μετασχηματισμό της Φλώρινας από μια «άσημη τουρκόπολη σε μια μια εκ των λαμπροτέρων πόλεων της Μακεδονίας»[4]. Στο εγχείρημα του εκπολιτισμού, της ψυχολογικής ταύτισης και της ενσωμάτωσης των αλλόφωνων πληθυσμών (Σλαβόφωνοι, Αρβανιτόφωνοι, Βλαχόφωνοι και Τουρκόφωνοι) στην πολιτισμική κοινότητα του ελληνικού Έθνους καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν ο μηχανισμός της εκπαίδευσης, ο Τύπος και οι πολιτιστικοί Σύλλογοι[5].
Βέβαια, όλοι οι νεοφερμένοι δεν κατατάσσονται στον ιδεότυπο του ταλαιπωρημένου, φτωχού και αγράμματου ανθρώπου που έψαχνε ένα κομμάτι γης για να επιβιώσει. Πολλοί απ’ αυτούς ανήκουν στο δυναμικό του κοσμοπολίτικου Ελληνισμού, με επιρροές από την ευρωπαϊκή κουλτούρα την οποία και μετακένωσαν ποικιλοτρόπως στη Φλώρινα.
Η πολιτική δράση του Γεωργίου Μόδη και η οικονομική συνεισφορά της Ελένης Δημητρίου στην ανέγερση του Νοσοκομείου Φλώρινας είναι ίσως οι πιο γνωστές περιπτώσεις. Ο Κορυτσαίος εργολάβος Δημήτριος Ιωάννου Τούσης, στη διάρκεια της εξορίας του στη Μασσαλία, γνώρισε τη γαλλική αρχιτεκτονική και την αποτύπωσε σε δημόσια και ιδιωτικά κτήρια της Φλώρινας. Ο Μοναστηριώτης Θεόδωρος Μόδης, ο επονομαζόμενος μικρός, εξοικείωσε τους Φλωρινιώτες πολίτες με την ιδέα της συλλογικής διεκδίκησης συμφερόντων. Ο Καυκάσιος δάσκαλος Καλαϊτζίδης υλοποίησε στις Κάτω Κλεινές το σύστημα της συνεταιριστικής γεωργίας και την εκμετάλλευση της υπεραξίας του παραγόμενου προϊόντος προς όφελος της κοινότητας[6]. Οι γηγενείς μετανάστες που εγκατέλειπαν την περιφέρεια για τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Αργεντινή, με τα εμβάσματά τους κράτησαν όρθια την οικονομία της Φλώρινας στην περίοδο της μεγάλης κρίσης (1928-1932) αλλά και απαθανάτισαν την επιτυχία τους με λαμπρά οικοδομήματα.
Φυσικά, μέσα στους κόλπους της φλωρινιώτικης κοινωνίας, υπήρξαν και διαχωριστικές γραμμές. Οι εθνοτικές και ταξικές συγκρούσεις για τη διανομή γης, η εκτεταμένη καχυποψία του ελληνικού κράτους εις βάρος των σλαβόφωνων, η «εκούσια» μετανάστευση, τα πελατειακά δίκτυα, η συμπεριφορά των κατώτερων κρατικών υπαλλήλων στην περιοχή ως «δορυαλώτου αποικίας»[7] αλλοιώνουν την εικόνα της αντιφατικής ενότητας που διατρέχει την επίσημη ιστοριογραφία. Την ίδια περίοδο, στην τοπική κοινωνία, εκδηλώθηκαν κεντρομόλες δυνάμεις προς το ελληνικό κράτος και αναπτύχθηκε, παράλληλα, ο μακεδονικός τοπικισμός με στόχους τη διάκριση της Φλώρινας σε εθνικό επίπεδο και την άρση των ανισοτήτων από την υπόλοιπη Ελλάδα. Απότοκο ήταν η συγκρότηση ενός επιστημονικού δυναμικού το οποίο επέστρεψε στη Φλώρινα και ενίσχυσε την πρόοδο της πόλης.
Στο σημασιολογικό, λοιπόν, φορτίο της επετείου συμπυκνώνονται μια σειρά από συμβολισμούς.
Η 8η Νοεμβρίου καταρχήν σηματοδοτεί το τέλος της παρουσίας του εκτός συνόρων Ελληνισμού στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας και την έλευσή τους στη Φλώρινα. Η ενεργοποίησή τους στον πολιτικό, κοινωνικό και πνευματικό πεδίο έθεσε τις βάσεις για την εισαγωγή μιας νέας κουλτούρας στην παλιά «τουρκόπολη» και συνέβαλε στον αστικό μετασχηματισμό της. Μέσα σε λιγότερο από τριάντα χρόνια, η Φλώρινα απέκτησε υποδομές, προικοδοτήθηκε με κέντρα εκπαίδευσης, εξελίχθηκε σε τουριστικό προορισμό παραθεριστών ακόμα και από την Αίγυπτο, ενισχύθηκε η γεωργική παραγωγή της, διακρίθηκε στους τομείς πνεύματος και πολιτισμού. Κυρίως όμως απορροφήθηκαν από την τοπική κοινωνία οι κραδασμοί που προκάλεσε η οικονομική καχεξία και η πλημμελής γνώση των τοπικών συνθηκών από μέρους του επίσημου κράτους. Εύλογα, η αναγκαστική συνοίκηση των ετερογενών πολιτισμικών συλλογικοτήτων δε στάθηκε αφορμή ώστε να προκληθεί μια αγεφύρωτη διαιρετική τομή μεταξύ των γηγενών και νεήλυδων κατοίκων, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του «σύντομου» ελληνικού Μεσοπολέμου
[1] 8 Νοεμβρίου, Νέοι Καιροί (8/11/1934)
[2] Γ., Μπαϊρακτάρης (1926), Τα κατά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας της πόλεως και επαρχίας Κορυτσάς.
[3] Έλεγχος, 1/10/1926.
[4] Η απελευθέρωσις της Φλωρίνης, Φωνή του Λαού (8/11/1931).
[5] S. Iliadou-Tachou, A. Andreou, The development of the Semi-urban Centers of Western Greek Macedonia (1912-1936).
[6] Αι Κάτω Κλειναί, Έθνος, (26/9/1931)
[7] Φ., Δραγούμης, (1922-1925). Πολιτικαί Αρχαί.