Από τα χρόνια της τουρκοκρατίας τα χριστιανόπουλα και κυρίως τα μουσουλμανάκια αρέσκονταν να πετάν πέτρες στους διαβάτες. Ιδίως στις τούρκικες γειτονιές, όταν τα τουρκάκια έβλεπαν να περνά κάποιος χριστιανός, οι πέτρες έπεφταν σαν το χαλάζι. Κανείς χριστιανός δεν τολμούσε να περάσει από τους τουρκομαχαλάδες της Φλώρινας. Ακόμη και οι χωρικοί από τα πάνω χωριά πολλές φορές περνούσαν από μονοπάτια του βουνού για να μπουν στη Φλώρινα από άλλες γειτονιές. Η συνήθεια αυτή να πετάν πέτρες τα τουρκάκια στους χριστιανούς κράτησε μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μετά ήρθαν οι πρόσφυγες και η Φλώρινα ηρέμησε. Όλοι μπορούσαν να περάσουν από όλες τις γειτονιές χωρίς να πετροβοληθούν από τα παιδιά. Όμως ο πετροπόλεμος μεταξύ των γειτονιών διατηρήθηκε σαν πολεμικό παιχνίδι των παιδιών. Τότε οι δρόμοι δεν ήταν ασφαλτοστρωμένοι και τα πετραδάκια αφθονούσαν. Η συνήθεια να πετάν πέτρες ήταν πολύ διαδεδομένη. Πετούσαν πέτρες στα αδέσποτα σκυλιά και στις γάτες, χωρίς λόγο, έτσι για πλάκα. Αλλά και τα παιδιά όταν τσακώνονταν, άρπαζαν και μερικές πέτρες για να ρίξει ο ένας στον άλλον. Τότε τα παιδιά ήταν εξαιρετικοί σκοπευτές, και με το χέρι μπορούσαν να ρίξουν την πέτρα μακριά και να πετύχουν τον στόχο τους. Μερικοί μάλιστα μπορούσαν να πετύχουν πουλάκι πάνω στο δένδρο ρίχνοντας πέτρα με το χέρι.
Ο πετροπόλεμος γινόταν συνήθως το απόγευμα του Σαββάτου και καμιά φορά το απόγευμα της Τετάρτης. Οι μαθητές του δημοτικού τότε έκαμναν τέσσερις ώρες μάθημα το πρωί και δυο το απόγευμα. Το Σάββατο όμως και την Τετάρτη έκαμναν μόνο τέσσερις ώρες το πρωί. Το απόγευμα ήταν ελεύθεροι για να χορτάσουν παιχνίδι. Οι ομάδες των παιδιών, δυο αντίπαλων γειτονιών, διάλεγαν ένα απόμερο δρόμο μεταξύ των γειτονιών, και οι μικροί πολεμιστές συγκέντρωναν πέτρες από τον δρόμο και γέμιζαν τις τσέπες τους. Ο καθένας έπιανε μια γωνιά ή πίσω από κανένα δένδρο και οι πέτρες άρχιζαν να πέφτουν σαν χαλάζι. Γινόταν πόλεμος πραγματικός, ρίχνοντας μικρές πέτρες με τα τρέγκαλα (σφενδόνες) και μεγάλες πέτρες με τα χέρια. Οι περαστικοί άλλαζαν δρόμο, ενώ οι νοικοκυρές λίγο πρόβαλαν στην πόρτα και πριν προλάβουν να πουν «σταματήστε» έμπαιναν μέσα για να μη χτυπηθούν από τις αδέσποτες πέτρες. Οι μικροί παλικαράδες προσπαθούσαν να φανούν γενναίοι και άλλαζαν θέσεις ρίχνοντας συνεχώς πέτρες με το τρέγκαλο. Χαλασμός Κυρίου στη γειτονιά και οι γειτόνισσες να μη μπορούν να επέμβουν. Καμιά φορά έσπαζε και κανένα τζάμι και τότε η νοικοκυρά δεν άντεχε άλλο και έβγαινε στο δρόμο ουρλιάζοντας και αδιαφορώντας για τον καταιγισμό των πετρών, και κυνηγούσε τα παιδιά για να τα διώξει από τον δρόμο τους. Τα παιδιά όμως άλλαζαν μόνο θέσεις και πήγαιναν πιο πέρα, σε άλλο δρόμο, για να συνεχίσουν τον πετροπόλεμο. Όταν τελείωνε ο πετροπόλεμος μετρούσαν τις πληγές τους. Άλλος χτυπημένος στο κεφάλι και άλλος με μώλωπες στα πόδια και στο υπόλοιπο σώμα. Αυτός ήταν ο απολογισμός αυτού του πολεμικού παιχνιδιού. Ο πετροπόλεμος πέρα από τα τραύματα και τις ζημίες τελείωνε με τιμωρίες. Οι γειτόνισσες ειδοποιούσαν τους γονείς των παιδιών, και όταν αυτά επέστρεφαν στο σπίτι, οι πατεράδες τους κατέστρεφαν τα τρέγκαλα και έτρωγαν το ξύλο της χρονιάς τους. Ο επίλογος του πετροπόλεμου του Σαββάτου γραφόταν την Δευτέρα το πρωί στο σχολείο. Ο δάσκαλος που είχε ενημερωθεί για τα συμβάντα χαστούκιζε όλους τους μαθητές που συμμετείχαν στον πετροπόλεμο. Πολλές φορές όμως και ο χωροφύλακας που περιπολούσε καταδίωκε τα παιδιά και σταματούσε τον πετροπόλεμο. Χαστούκιζε και ο χωροφύλακας όποια παιδιά έπιανε.
Ποιος όμως λογάριαζε το ξύλο των χωροφυλάκων, πατεράδων και των δασκάλων μπρος στις ηρωικές πράξεις του πετροπόλεμου; Αυτές σχολίαζαν τα παιδιά κάθε μέρα και εξυμνούσαν τους γενναιότερους. Μήπως και το σχολείο τους ήρωες δεν εξυμνούσε από την ομηρική εποχή, μέχρι τον πόλεμο του 1940; Τα παιδιά δεν έκαμναν τίποτε άλλο από το να μιμούνται τους ήρωες.
Τις περισσότερες φορές ο πετροπόλεμος γινόταν στους πρόποδες του βουνού. Εκεί, ανενόχλητα τα παιδιά έπαιζαν, χωρίς να κάνουν ζημίες και χωρίς την επέμβαση των μεγάλων. Γέμιζαν τις τσέπες τους με πέτρες, έβγαζαν τα τρέγκαλα, έπιαναν θέσεις και ο πετροπόλεμος άρχιζε.
Παρακάτω θα περιγράψω την δική μου εμπειρία από τους πετροπόλεμους στο βουνό την περίοδο 1963-64. Η γειτονιά μου ήταν το Βαρόσι. Η ονομασία αυτή εκείνα τα χρόνια έτεινε να εξαφανιστεί, επειδή εμείς συνηθίζαμε να λέμε την γειτονιά μας «γειτονιά του Αριστοτέλη», καθώς ο σύλλογος Αριστοτέλης στεγαζόταν στην γειτονιά μας. Εκεί κοντά, στο τέρμα της οδού Μπιζανίου υπάρχει ένα καταφύγιο που είναι μια σπηλιά στα βράχια και εκεί περνούσαμε τις ώρες μας. Μάλιστα είχαμε τοποθετήσει και μια παλιά σόμπα, την οποία ανάβαμε και απολαμβάναμε την ζεστασιά της. Στο βάθος της σπηλιάς κρύβαμε τον οπλισμό μας που αποτελείτο από ασπίδες, κοντάρια, ξιφολόγχες και κράνη. Όλα αυτά τα χρησιμοποιούσαμε, όταν πολεμούσαμε με άλλες γειτονιές. Το καταφύγιο αυτό, η λαξευτή αυτή σπηλιά στα βράχια, ήταν διακοσμημένη με ζωγραφιστά σπαθιά, πιστόλες και καριοφίλια, καθώς και ελληνικές σημαίες, ζωγραφιές παιδιών που έπαιζαν εκεί μερικά χρόνια πριν από εμάς. Εκεί περνούσαμε την ώρα μας τις κρύες μέρες του χειμώνα. Μόλις όμως ερχόταν η άνοιξη παρατούσαμε το καταφύγιο και πηγαίναμε στο δασάκι, στην πλαγιά του βουνού, όπου κάμναμε την καλύβα μας. Η καλύβα γινόταν με κλαδιά τα οποία πλέκαμε. Το μέρος όπου γινόταν η καλύβα δεν έπρεπε να φαίνεται από την πόλη. Συνηθίζαμε όμως να κλαδεύομε ένα ψηλό ίσιο δένδρο και σε αυτό κάναμε έπαρση της σημαίας. Η ελληνική σημαία φαινόταν από τις περισσότερες γειτονιές, επειδή τότε δεν υπήρχαν πολυκατοικίες. Σε άλλα ψηλά δένδρα κάμναμε τα παρατηρητήρια μας, και τα πιο μικρά δενδράκια τα κλαδεύαμε, δέναμε ένα καλαθάκι στο πάνω μέρος, τοποθετούσαμε μια πατάτα του δάσους και όλοι μαζί τραβούσαμε το δενδράκι, το λυγίζαμε και το αφήνανε απότομα. Η πατάτα έφτανε μέχρι τα σπίτια του ποταμού και οι γιαγιάδες μας που καθόταν στις πόρτες απορούσαν και δεν μπορούσαν να καταλάβουν από που έρχονταν αυτές οι πατάτες. Αυτές ήταν οι δοκιμαστικές βολές. Τα δενδράκια αυτά όμως τα είχαμε σαν κανόνια, σε περίπτωση που η καλύβα μας θα πολιορκούνταν από κάποια ομάδα άλλης γειτονιάς. Τότε αντί για πατάτες θα ρίχναμε μεγάλες πέτρες.
Ο οπλισμός μας ήταν μοναδικός. Ήμασταν οι σιδερόφραχτοι ιππότες του βουνού. Εκτός το τρέγκαλο και τις πέτρες, φορούσαμε παλιά στρατιωτικά κράνη, φορώντας πάντα ένα καπελάκι ή σκουφάκι από κάτω. Άλλος φορούσε γερμανικό κράνος, άλλος εγγλέζικο, άλλος ελληνικό, ιταλικό, ακόμη και γαλλικό του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Όλοι είχαμε λαμαρινένιες ασπίδες από καπάκια βαρελιών πίσσας ή κανένα παλιό σατς, από αυτά που κάποτε οι νοικοκυρές έψηναν τις πίτες. Τα ακόντια μας ήταν από ξύλο κρανιάς και τα σπαθιά μας παλιές ξιφολόγχες που τις περνούσαμε στη ζώνη των παντελονιών μας. Ίσως ήμασταν η μοναδική γειτονιά που είχαμε τόσο καλό οπλισμό. Ήμασταν τυχεροί, επειδή στο υπόγειο ενός σπιτιού στην οδό Μπιζανίου βρήκαμε αρκετά παλιά κράνη, καταστραμμένες ξιφολόγχες, ακόμη και μια παλιά τούρκικη χαντζάρα. Ίσως κάποτε κατοικούσε εκεί κάποιος συλλέκτης και εμείς απλώς ανακαλύψαμε την συλλογή του. Αλλά και το ποτάμι πολλές φορές κατέβαζε κράνη, και εμείς μπαίναμε στα ορμητικά νερά για να πιάσομε ένα γερμανικό κράνος.
Η ομάδα μας αποτελείτο από δεκαπέντε περίπου διαλεχτά παιδιά που όταν βγαίναμε στο βουνό ντυμένοι με την πολεμική μας εξάρτυση όλοι υποχωρούσαν. Τα παιδιά του Γιάζι απέφευγαν να συγκρουστούν μαζί μας και το μόνο που έκαμναν ήταν να κυνηγούν πουλάκια με τα τρέγκαλά τους. Η γειτονιά του Αγίου Γεωργίου όμως μας προκάλεσε αρκετές φορές. Αυτοί πήγαιναν στο πρώτο δημοτικό σχολείο και εμείς στο δεύτερο και παίζαμε στα διαλείμματα στην κοινή αυλή. Εκεί κανονίζαμε πότε θα έχουμε πόλεμο, ο οποίος πάντα γινόταν το απόγευμα του Σαββάτου. Μαζεύονταν τα παιδιά της γειτονιάς του Αγίου Γεωργίου στο «Μπούφκαμεν», στον βράχο κοντά στο «Ξενία» και εμείς απέναντι στο «Τσουφτσούφκαμεν», που εμείς το λέγαμε «Ξέφωτο», λίγο πιο πάνω από τα ερείπια του καφενείου του Τέγου. Μας χώριζε η ρεματιά. Πιάναμε όλοι θέσεις μάχης και αρχίζαμε τον πετροπόλεμο με τα τρέγκαλα. Αυτοί ήταν οπλισμένοι μόνο με τρέγκαλα και πέτρες, ενώ εμείς φορούσαμε τα κράνη και προστατεύαμε τα κεφάλια μας από τις πέτρες. Τα κράνη όμως ήταν πολύ μεγάλα για τα μικρά μας κεφάλια και συνέχεια γέρνανε, αλλά και πέφτανε όταν τρέχαμε. Ο πετροπόλεμος από απόσταση κρατούσε αρκετή ώρα, μέχρι που αποφασίζαμε να κάνουμε επίθεση. Με τα κράνη στο κεφάλι, τις ασπίδες μπροστά και τα ακόντια σχηματίζαμε μια γραμμή και ανηφορίζαμε προς τις θέσεις τους. Οι πέτρες έπεφταν σαν χαλάζι, αλλά οι ασπίδες και τα κράνη μας προστάτευαν. Μόλις τους πλησιάζαμε βγάζαμε την ιαχή «αέρααα» και τρέχαμε απειλητικοί εναντίον τους. Αυτοί εγκατέλειπαν τις θέσεις τους και το έβαζαν στα πόδια και έφευγαν κυνηγημένοι από το μονοπάτι που έβγαινε στον Αϊ Γιώργη. Ο πετροπόλεμος αυτός έγινε μια δυο φορές με νικητές τα παιδιά του Βαροσίου.
Ο πετροπόλεμος ήταν πολύ επικίνδυνο παιχνίδι. Πολλά κεφάλια ανοίγανε από τις πέτρες. Άλλοι από το χτύπημα στο κουρεμένο κεφάλι έβγαζαν καρούμπαλο, και μερικοί λιποθυμούσαν. Μερικοί κατουρούσαν τις πληγές τους και οι περισσότεροι έψαχναν να βρουν καμιά πούφκα. Οι πούφκες ήταν φυτά σαν τα μανιτάρια. Ήταν σαν σακουλάκια που μέσα είχαν μια καφετί σκόνη που επούλωνε γρήγορα τις πληγές. Το μυξομάντιλο που όλοι είχαμε στην τσέπη μας το χρησιμοποιούσαμε σαν γάζα.
Ο πετροπόλεμος στο βουνό και στη πόλη χάθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960, επειδή τα επόμενα χρόνια τα παιδιά αναζήτησαν πιο ήσυχα και ειρηνικά παιχνίδια.
Ήταν άραγε ο πετροπόλεμος ένα βάρβαρο, σκληρό και επικίνδυνο παιχνίδι ή ήταν ένα πολεμικό παιχνίδι που έκαμνε τα αγόρια γενναία και τολμηρά; Έκαμνε ο πετροπόλεμος τα αγόρια επιθετικά ή τα έκαμνε να αντιμετωπίζουν θαρραλέα τον κίνδυνο; Αναπάντητες ερωτήσεις. Όσοι όμως έπαιξαν πετροπόλεμο δεν θα ξεχάσουν ποτέ τις ηρωικές στιγμές που έζησαν. Ακόμη και αν χτυπήθηκαν από πέτρα θα θυμούνται την αδιαφορία τους στον πόνο. Εξ άλλου τότε τα παιχνίδια ήταν διαφορετικά και οι πέτρες υπήρχαν παντού. Και όταν το χιόνι σκέπαζε τη γη, τα παιδιά αντί για πέτρες πετούσαν μπάλες από χιόνι.
Δημήτρης Μεκάσης