Ο Κάλες και τα βραστά κουλούρια του – Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Ο Κάλες ξεφουρνίζει τα κουλούρια

Ο Μιχαήλ Πατσούρης ήταν αρτοποιός και το αρτοποιείο του βρισκόταν στην οδό Παύλου Μελά, στην αρχή της οδού.  Πιο γνωστός ήταν με το όνομα Κάλες, από το Μιχάλης. Ήταν  ο φούρναρης της γειτονιάς και ο κουλουράς όλης της Φλώρινας και των κοντινών χωριών. Ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος δουλευτάρης, ο οποίος από τα ψωμιά, τα ψηστικά και τα κουλούρια εξασφάλιζε τα προς το ζην της πολυμελούς οικογένειάς του.

Τον συνάντησα αρκετές φορές για να μου πει τα μυστικά των βραστών κουλουριών. Καθόμασταν στην άκρη και εξιστορούσε, για την μαγιά από ρεβίθια, το ζύμωμα, το πλάσιμο των κουλουριών, τον  βρασμό των άψητων κουλουριών μέσα σε ένα καζάνι όπου, έβραζε το νερό. Τέλος η τοποθέτησή του σε μια ξύλινη πινακωτή και το φούρνισμα των κουλουριών μαζί με την πινακωτή. Τα κουλούρια είχαν κόρα και μέσα πολύ μαλακά. Ήταν τα μοναδικά κουλούρια, που τα προτιμούσαν όλοι, και πολλοί πήγαιναν και αγόραζαν αρκετά για την οικογένεια, αλλά και για την παρέα.

  Το κτήριο του αρτοποιείου του υπάρχει και σώζεται, παρόλο που είναι κλειστό πολλά χρόνια.  Το αρτοποιείο υπήρχε από τα χρόνια του πατέρα του, Νικόλαου Πατσούρη. Ο  παραδοσιακός φούρνος  έκαιγε καυσόξυλα. Μπροστά προς την τζαμαρία ήταν ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι, που ονομαζόταν τεζιές. Μια σκάλα οδηγούσε στο ζυμωτήριο, όπου ήταν οι σκάφες για ζύμωμα, και τα σακιά με αλεύρι. Από τον δρόμο έβλεπε κανείς την ταμπέλα, ένα μέρος της στέγης και έναν τοίχο, όπου ήταν δυο ανάγλυφες κεφαλές από σοβά. Τον φούρνο φαίνεται ότι τον έχτισαν οικοδόμοι από το χωριό Μπούφι. Αυτοί συνήθιζαν να κάνουν ανάγλυφα κεφάλια των ιδιοκτητών, όταν τελείωνε το κτίσιμο του κτηρίου. Οι κεφαλές αυτές δεν υπάρχουν σήμερα. Έπεσαν μαζί με τους σοβάδες.

Συζητώντας με τον Κάλε τον είδα ταραγμένο, όταν μου αφηγήθηκε ένα γεγονός που συνέβη  κατά την γερμανική Κατοχή. Παραλίγο να χάσει τον φούρνο του.  Ο Κάλες με μια τάβλα κουλούρια, σιμίτια και σταφιδόψωμα είχε πάει στο χωριό Σκοπιά. Γυρίζοντας με τα πόδια και όταν έφτασε στον Άγιο Γεώργιο εμφανίστηκαν τα συμμαχικά αεροπλάνα και άρχισαν να βομβαρδίζουν. Κρύφτηκε στα δένδρα και παρακαλούσε τον Θεό να σώσει τους δικούς του και τον φούρνο. Από την περιοχή, όπου ήταν ο φούρνος είχε σηκωθεί ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης και δεν φαινόταν ούτε τα σπίτια. Μόλις έφυγαν τα αεροπλάνα πήγε τρέχοντας. Ο φούρνος είχε σωθεί, παρόλο που οι βόμβες έπεφταν εκεί κοντά. Στο σταυροδρόμι λίγο πιο πέρα από τον φούρνο του ένας τεράστιος κρατήρας χρησίμευσε για να θάψουν οι Γερμανοί τα νεκρά άλογα.  Ήταν 28η Ιουλίου  1944.

Ο Κάλες πήγαινε παντού για να πουλήσεις κουλούρια. Στην δεκαετία του 1950, ακολουθούσε τον στρατό στις ασκήσεις και πουλούσε κουλούρια και γκαζόζες, που τις κουβαλούσαν κάποια παιδιά. Ένας από αυτούς ήταν ο Χρήστος Μαύρου, που πάντα βοηθούσε τον Κάλε λαμβάνοντας μια μικρή αμοιβή.

Τα χρόνια περάσανε με τον Κάλε να πουλά ψωμιά και το νόστιμο μαύρο ψωμί, να ψήνει τα φαγητά των γειτόνων και να πουλά κουλούρια. Ο Κάλες ασχολιόταν με τα κουλούρια κάθε πρωί. Ζεστά και φρέσκα έφταναν στα σχολεία. Μερικές ημέρες όμως ζύμωνε κουλούρια και το απόγευμα.  Πολλοί ήταν αυτοί που περίμεναν να πάρουν κουλούρια, και άλλοι όπως ο Θεόδωρος Πέπης και ο Γιάννης Βούλτσης έπαιρναν πολλά κουλούρια κάθε Παρασκευή για την αγρυπνία στα Καβάκια.

Πολλοί μάλιστα αγόραζαν τα κουλούρια και πήγαιναν στο μπακάλικο του Πατσούρη, που ήταν δίπλα. Το μπακάλικο ήταν και τσιπουράδικο και είχε ένα τραπέζι με καρέκλες στο βάθος. Εκεί έτρωγαν τα κουλούρια με τυρί φέτα πάνω σε λαδόκολλα.

Αυτά γίνονταν τα τελευταία χρόνια πριν συνταξιοδοτηθεί. Αν πάμε όμως πίσω στην δεκαετία του 1960, ο Κάλες είχε αγοράσει ένα τρίκυκλο  και με αυτό πήγαινε τα κουλούρια στο Οικονομικό γυμνάσιο, καθώς ο Λεωνίδας ο επιστάτης διατηρούσε ένα μικρό κυλικείο. Στα άλλα σχολεία πήγαινε στα διαλείμματα με το τρίκυκλο και πουλούσε κουλούρια με  Λαβάς τυρί και φέτες σαλάμι.

Αργότερα στην δεκαετία του 1970 κυκλοφορούσε με ένα ντάτσουν αγροτικό αυτοκίνητο και πήγαινε κουλούρια στα κυλικεία των σχολείων. Πουλούσε και ίδιος στα διαλείμματα των σχολείων, κουλούρια που τα είχε στην καρότσα του αυτοκινήτου. Στον φούρνο άφηνε την γυναίκα του Ελένη και τα παιδιά του να πουλάν ψωμί, όταν αυτός έλειπε στα σχολεία.

Κουλούρια από τον Κάλε έπαιρνε και ο αδελφός του ο  Κυριάκος, που είχε ένα καρότσι με τζάμια γύρω, γύρω, όπου τα τοποθετούσε και πήγαινε στα σχολεία και στην κεντρική πλατεία.  Επειδή ο Κυριάκος είχε μερίδιο στον φούρνο, είχε συμφωνήσει να μην παίρνει ενοίκιο, αλλά το αντίτιμο σε  κουλούρια, κάθε πρωί.

Ο φούρνος του Κάλε έκλεισε στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Τότε χάθηκαν και τα παραδοσιακά βραστά κουλούρια της Φλώρινας. Παλιά όλοι οι φούρνοι έκαμναν βραστά κουλούρια και ήταν χαρακτηριστικά της πόλης μας. Τελευταίος ήταν ο Κάλες. Βέβαια υπάρχουν κουλούρια σήμερα σε όλους τους φούρνους, όμως είναι διαφορετικά από τα παλιά  βραστά κουλούρια της Φλώρινας. Αν τα παλιά κουλούρια ή τα νεώτερα είναι πιο νόστιμα θα το κρίνουν όλοι αυτοί που καταναλώνουν κουλούρια κάθε πρωί και φυσικά θυμούνται την γεύση των βραστών κουλουριών, και μπορούν να συγκρίνουν.

Πολλά ευτράπελα έχουν ειπωθεί κατά καιρούς για τον Κάλε και τον φούρνο του. Λέγανε για τις πολλές γάτες που είχε στον φούρνο. Αυτές όμως έδιωχναν τα ποντίκια. Λέγανε για την καθαριότητα. Πράγματι ο φούρνος αυτός ήταν παλιός, όπως όλοι οι φούρνοι στην της παλιάς  Φλώρινας. Έμεινε όπως ήταν. Δεν αναπαλαιώθηκε. Ο φούρνος και ο Κάλες έμειναν όπως ήταν στην δεκαετία του 1950. Σταμάτησαν τον χρόνο, παρόλο που τα χρόνια περάσανε. Ο Κάλες θα μείνει στην ιστορία της Φλώρινας ως ο τελευταίος φούρναρης που έφτιαχνε παραδοσιακά βραστά κουλούρια.

 

Δημήτρης Μεκάσης