Ο Θανάσης ο Δασοφύλακας
Ο αγαπητός λόφος των Φλωρινιωτών ήταν ο λόφος του Αγίου Παντελεήμονα, που βρίσκεται νότια της πόλης. Περίπατοι και εκδρομές, θέα και καθαρό αέρα τις μέρες του καλοκαιριού, αλλά και έλκηθρα και σκι στις πλαγιές του τον χειμώνα.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας οι πλαγιές του λόφου προς την πόλη ήταν γυμνές. Ήταν βοσκοτόπια, όπου έβοσκαν εκατοντάδες πρόβατα και κατσίκια. Στην δεκαετία του 1920, άρχισαν να δενδροφυτεύουν τις πλαγιές, σταδιακά. Τα δένδρα είχαν μεγαλώσει και το βουνό είχε ομορφαίνει. Κατά την γερμανική κατοχή όμως, πολλοί κάτοικοι της πόλης μας έκοβαν δένδρα για να τα κάνουν καυσόξυλα. Ήταν μια παράνομη ενέργεια, που όμως θα τους εξασφάλιζε ζεστασιά τις κρύες ημέρες του χειμώνα. Η ανέχεια τούς έκανε να καταστρέψουν το δάσος.
Και όταν οι πόλεμοι τελείωσαν, μετά το 1950, το βουνό δενδροφυτεύτηκε με οξιές βελανιδιές και πεύκα. Σε λίγα χρόνια έγινε ένα όμορφο δάσος , που οι Φλωρινιώτες το φύλαγαν σαν τα μάτια τους. Μάλιστα διορίστηκε και δασοφύλακας, ώστε το δάσος να φυλάγεται και να προστατεύεται.
Δασοφύλακας ήταν ο Θανάσης, από την Ήπειρο. Έμενε στην οδό Αιμιλιανού, κοντά στο μονοπάτι της Σειρήνας. Κάθε πρωί ξεκινούσε από το σπίτι του και έφτανε μέχρι το Ίτς – Μπουνάρ και πιο πέρα. Περπατούσε στις κορυφές και κατέβαινε μέσα από το δάσος. Είχε μαζί του την σφυρίχτρα, που κάθε λίγο και λιγάκι σφύριζε για να δηλώσει την παρουσία του. Το σφύριγμα ακουγόταν αρκετά μακριά, καθώς στο δάσος επικρατούσε ησυχία και ηρεμία. Φορούσε το πηλίκιο του δασοφύλακα, μια φόρμα στρατιωτική, άρβυλα, και στον ώμο του ένα παλιό στρατιωτικό τουφέκι. Ένα ραβδί από κρανιά τον βοηθούσε στις ανηφόρες. Ακούραστος ο Θανάσης τριγύριζε όλη την ημέρα στο βουνό. Ήταν άνθρωπος του καθήκοντος, πολύ τυπικός, αλλά και αυστηρός.
Ο Θανάσης γνώριζε ακόμη και πόσα κλαδιά είχε κάθε δένδρο. Τρόπος του λέγειν βέβαια για έναν δασοφύλακα που γνώριζε καλά το βουνό. Παρέα του ήταν τα πουλιά και τα ζώα του δάσους, αλλά και οι περιπατητές, και οι φυσιολάτρες, που πήγαινα κάθε πρωί στο Ίτς – Μπουνάρ, για να πιούνε κρύο νερό και κανένα πρωινό τσίπουρο. Όλοι μαζί κάθονταν στα πεζούλια της βρύσης και συζητούσαν. Μαζί και ο Θανάσης. Το καλοκαίρι μάλιστα ο Θανάσης δεν ησύχαζε, από τον φόβο μην πάρει φωτιά το δάσος. Απαγόρευε αυστηρά να ανάψουν φωτιά και να ψήσουν. Ήταν η περίοδος ξηρασίας, που ένα σπίρτο και μόνο μπορούσε να λαμπαδιάσει το δάσος. Μαζί με τον Ηλία Βυζάντη τοποθετούσαν πινακίδες, που έγραφαν: «Από ένα δένδρο φτιάχνονται χιλιάδες σπίρτα και από ένα σπίρτο καίγονται χιλιάδες δένδρα». Και όταν έφτανε το Φθινόπωρο με τις βροχές, ο Θανάσης φύλαγε το δάσος από παράνομη υλοτομία, εν όψει του Χειμώνα.
Εμείς παιδιά τότε παίζαμε στο βουνό, όπου φτιάχναμε καλύβες, κάναμε πετροπολέμους, σκαρφαλώναμε στα δένδρα, σπάναμε κλαδιά για να κάνουμε σπαθιά, αλλά και διχάλες για τις σφενδόνες. Ο λόφος για μας ήταν τόπος για παιχνίδι. Τον Θανάση όμως τον δασοφύλακα τον φοβόμασταν. Όταν ακούγαμε την σφυρίχτρα του, τρέχαμε να εξαφανιστούμε. Ο Θανάσης ήταν καλός άνθρωπός, αλλά πολύ αυστηρός και μας έκαμνε χίλιες δυο παρατηρήσεις, που εμάς τότε δεν μας ενδιέφεραν. Εμείς θέλαμε να παίζομε ελεύθερα στο δάσος και χωρίς συμβουλές, έτσι όπως εμείς θέλαμε.
Ο Θανάσης σεβόταν και το έθιμο των Φωτιών. Όταν πηγαίναμε για κέδρα (σπρένκες), ο Θανάσης ποτέ δεν μας σταμάτησε. Αν και ήταν μέσα στο δάσος δεν τον βλέπαμε πουθενά. Κόβαμε τα κέδρα και τα φέρναμε στην πόλη, χωρίς κανένα πρόβλημα. Μια φορά μάλιστα, στα Ένδεκα Πεύκα, ένα πεύκο ήταν στεγνό. Αποφασίσαμε να το πάρομε για τις Φωτιές, και τα Ένδεκα Πεύκα να τα κάνουμε δέκα. Το πεύκο κατάξερο στεκόταν όρθιο, παρά τις προσπάθειές μας να το ρίξομε τραβώντας το με τριχιές. Γυρίσαμε στην γειτονιά και πήραμε πριόνια και τσεκούρια για να κόψομε το ξερό πεύκο. Πελεκούσαμε και τα χτυπήματα ακούγονταν πολύ μακριά. Δύσκολα, επειδή ο κορμός ήταν ξερός. Το καταφέραμε όμως και το πεύκο έπεσε. Τότε ακούστηκε η σφυρίχτρα του Θανάση από μακριά. Εμείς πετάξαμε τα τσεκουράκια και τα πριόνια και εξαφανιστήκαμε, όσο γινόταν πιο γρήγορα. Όλοι ήμασταν φοβισμένοι μήπως ο Θανάσης μας πάει στο Εισαγγελέα, αφού γνωρίζαμε ότι απαγορεύεται να κόψεις δένδρο. Το μόνο ελαφρυντικό ήταν ότι το δένδρο ήταν κατάξερο. Με φόβο πήγαμε στα σπίτια μας και δεν είπαμε τίποτε στους δικούς μας.
Την άλλη ημέρα βρήκαμε τον κορμό του πεύκου και τα τσεκουράκια στο μονοπάτι πίσω από το σπίτι, όπου μαζεύαμε τα κέδρα. Τι είχε γίνει; Ο Θανάσης πήρε έναν γάιδαρο και κατέβασε τον κορμό από τα Ένδεκα Πεύκα , για το κάψουμε στην χριστουγεννιάτικη Φωτιά μας. Σεβάστηκε το έθιμο. Αυτός ήταν ο Θανάσης ο δασοφύλακας, που φύλαγε το δάσος ευσυνείδητα για πολλά χρόνια.
Δημήτρης Μεκάσης