Του Δημήτριου Μεκάση
Από τις προφορικές μαρτυρίες θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τον Φλωρινιώτη χριστιανό έμπορο, στα τέλη του 19ου αιώνα. Εξωτερικά φορούσε το αντερί, το μάλλινο ζωνάρι στην μέση, παντοφλέ παπούτσια, ξυρισμένα μάγουλα και μεγάλο τσιγκελωτό μουστάκι, κοντό μαλλί και φέσι. Ήταν ο άσσος της αγοράς. Τεμπελάκος από την φύση του, αλλά από πονηριά γεμάτος. Αυτή η πονηριά του εξασφάλιζε τα προς το ζην, χωρίς να κουράζεται. Το εμπόριο τον είχε ξυπνήσει. Τον έμαθε να βγάζει χρήματα, χωρίς κόπο. Άλλοι δούλευαν γι αυτόν. Οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι του κάμπου και του βουνού, του εξασφάλιζαν την τροφή. Αυτοί δούλευαν σκληρά για όλους. Ήταν απλοϊκοί οι χωρικοί. Αγράμματοι και άβγαλτοι οι περισσότεροι. Ενώ αυτός είχε τελειώσει το ελληνικό δημοτικό σχολείο της εκκλησίας. Μιλούσε και έγραφε ελληνικά, αλλά μιλούσε και σλάβικα, βλάχικα, αρβανίτικα και τούρκικα. Τα κατάφερνε θαυμάσια στην πανσπερμία του φλωρινιώτικου παζαριού.
Δεν ήταν σαν τους τεχνίτες της πόλης. Αυτοί ίδρωναν όλη την ημέρα στα εργαστήρια τους, κατασκευάζοντας χρήσιμα αντικείμενα. Ο εμποράκος ήταν άνετος και ξεκούραστος. Δεν άνοιγε το μαγαζί του κάθε ημέρα. Άνοιγε μόνο τις ημέρες του παζαριού. Σε κάθε παζάρι εξασφάλιζε τόσα χρήματα, που δεν χρειαζόταν να ανοίξει το μαγαζί του, μέχρι το επόμενο παζάρι. Τις ημέρες που δεν άνοιγε το μαγαζί του, ασχολιόταν με το κρασί, το τσίπουρο και το αμπέλι του. Αυτή ήταν η απασχόληση του στον ελεύθερο χρόνο του.
Εκτός από έμπορος ήταν και μέγας τοκογλύφος, αλλά και αργυραμοιβός, δηλαδή σαράφης. Την ιδιότητα του αυτή την κρατούσε κρυφή, καθώς η εκκλησία δεν επέτρεπε τέτοιου είδους δουλειές. Είχε κάνει τους χωρικούς δούλους του, μέχρι να τον ξεπληρώσουν. Λίγα δανεικά ζητούσαν οι έρημοι χωρικοί, και αν τα έπαιρναν τα ξεπλήρωναν στο τριπλάσιο. Αλλά και εκείνοι οι Κονιάρηδες Τούρκοι στρατιώτες, που από την Μικρά Ασία έρχονταν να υπηρετήσουν την στρατιωτική τους θητεία, ήταν και αυτοί θύματα του εμποράκου. Αργόστροφοι ανατολίτες έπεφταν στα νύχια του λύγκα-εμποράκου. Τους πουλούσε καπνό και άλλα είδη. Τους κρατούσε τα χρήματα για να μην τα χάσουν, και στο τέλος ο μόνος κερδισμένος ήταν αυτός. Αλίμονο και σε όποιον άλλον είχε την ανάγκη για δανεικά χρήματα. Πλήρωνε τον εμποράκο και τρεις και τέσσερις φορές πάνω από το ποσό που είχε δανειστεί.
Φοβόταν όμως και αυτός. Φοβόταν τον Δεσπότη και πάντα τα είχε καλά μαζί του. Περισσότερο όμως φοβόταν τις τουρκικές Αρχές, τους καδήδες. Πρόσφερε όμως τις υπηρεσίες του σαν καλός χριστιανός και υπήκοος, για να έχει ελεύθερο το πεδίο δράσης, δηλαδή το εμπόριο, είτε αυτό ήταν νόμιμο είτε παράνομο.
Η χαρά του εμποράκου ήταν το παζάρι. Όμως οι Τούρκοι από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας είχαν επιβάλλει να γίνεται το παζάρι στην Φλώρινα, κάθε Κυριακή. Το παζάρι αυτό γινόταν μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Ήταν το μεγάλο παζάρι, όπου έφταναν πραματευτάδες από το Μοναστήρι, την Κοζάνη και την Καστοριά. Η Κυριακή όμως για τους χριστιανούς της Φλώρινας ήταν η ημέρα του Θεού, του εκκλησιασμού. Ο εμποράκος βρισκόταν σε δίλημμα. Εκκλησία ή παζάρι. Βρήκε την λύση. Πρωί, πρωί πήγαινε στην εκκλησία, άναβε το κερί του, για να πάει καλά η ημέρα, και από την εκκλησία στο παζάρι. Τα κατάφερνε θαυμάσια. Τιμούσε και τους πελάτες του και τους αγίους. Οι άγιοι τότε ήταν προστάτες των συντεχνιών. Όλα τα επαγγέλματα είχαν προστάτη κάποιον άγιο, που τον τιμούσε και τον λάτρευε η συντεχνία. Κάποτε σε κάποιο καφενείο πείραξαν έναν τοκογλύφο και τον ρώτησαν, ποιον έχουν προστάτη άγιο οι τοκογλύφοι. Η απάντηση του τοκογλύφου ήταν: «Τον Ιούδα».
Τα χρόνια περάσανε, ήρθε ο 20ος αιώνας, η απελευθέρωση του 1912, και το ελληνικό κράτος, όπως το διαμόρφωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο εμποράκος σταθερός στο παζάρι του. Όμως όλα είχαν αλλάξει. Ήρθαν οι Μοναστηριώτες πρόσφυγες με άλλον αέρα. Αυτοί άνοιγαν τα μαγαζιά τους κάθε ημέρα, εκτός Κυριακής. Ήρθαν και οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, έμποροι και αυτοί από την πατρίδα τους. Άνοιξαν και τα υποκαταστήματα Τραπεζών. Όλα είχαν αλλάξει. Ο Μεσοπόλεμος δημιούργησε έναν νέο έμπορο, πιο σοβαρό και τίμιο, από τον εμποράκο της τουρκοκρατίας.
Δημήτρης Μεκάσης