Τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας κυκλοφορούσαν οι οθωμανικές χρυσές λίρες, που τις έλεγαν «ρεσάτια». Μετά το 1912, οι Φλωρινιώτες εξαργύρωσαν τις τούρκικες λίρες. Κράτησαν όμως μερικά πεντόλιρα, τα οποία δώριζαν στους γαμπρούς την ημέρα του γάμου. Τα πεντόλιρα αυτά δεν τα εξαργύρωναν. Αυτά τα κρατούσαν για τους γάμους των παιδιών τους. Η έκφραση «λίρα εκατό» αναφέρεται στις τούρκικες λίρες που ισοδυναμούσαν με 100 γρόσια. Η έκφραση όμως «λίρα εκατό» σημαίνει τον καλό άνθρωπο, όταν αναφέρεται για κάποιον και αν αναφέρεται σε πράγμα σημαίνει πρώτη ποιότητα.
Ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος (1916 – 1918 για την περιοχή μας) πλούτισε τους Φλωρινιώτες, επειδή οι Γάλλοι πλήρωναν με γαλλικά χρυσά εικοσόφραγκα. Όλες οι προμήθειες γίνονταν με χρυσά νομίσματα, ακόμη και οι πληρωμές των στρατιωτών γίνονταν με χρυσά φράγκα. Πολλοί τότε έκαναν κομποδέματα και αποταμίευσαν χρυσά φράγκα για τις δύσκολες εποχές. Τοποθετούσαν τα φράγκα σε πήλινα ή γυάλινα βάζα και τα έθαβαν σε κάποια γωνία του σπιτιού. «Άστα να υπάρχουν» έλεγαν τότε, και τα κρατούσαν για κάποιες μαύρες ημέρες που τις περίμεναν, χωρίς όμως να μπορούν να τις προσδιορίσουν.
Και ήρθαν οι μαύρες ημέρες τον Απρίλιο του 1941, όταν εισέβαλε ο γερμανικός στρατός στην πόλη μας. Μια πόλη ανοχύρωτη. Πριν όμως φτάσουν οι Γερμανοί οι κάτοικοι της πόλης άρπαξαν πολλά τρόφιμα από τις αποθήκες του ελληνικού στρατού. Με αυτόν τον τρόπο απέφυγαν τις ελλείψεις τροφίμων τον πρώτο καιρό.
Από την αρχή φάνηκε η έλλειψη μερικών αγαθών, κάτι που βελτιώθηκε με την μαύρη αγορά. Η οικονομία όμως κατέρρεε. Η δραχμή βρισκόταν σε διαρκή υποτίμηση. Όλα γίνονταν τόσο γρήγορα, που εξ αιτίας την πτώσης της δραχμής, τα κατοχικά νομίσματα ονομάστηκαν ανεπίσημα «καταρράχτες», από το καταρρέω.
Μόνο τα χρυσά νομίσματα είχαν αξία. Οι Φλωρινιώτες έβγαλαν από την γη τα κρυμμένα τους γαλλικά εικοσόφραγκα για να επιβιώσουν. Τα έλεγαν «Ναπολεόνια» αλλά και «κοκοράκια», επειδή είχαν στο πίσω μέρος τον κόκορα· ανεπίσημο σύμβολο της γαλλικής δημοκρατίας. Τα πρώτα χρόνια της γερμανική Κατοχής τα γαλλικά χρυσά φράγκα κυκλοφορούσαν σαν το μοναδικό νόμισμα στην μαύρη αγορά. Η αγγλικές χρυσές λίρες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες.
Και όταν άρχισε να υπάρχει έλλειψη και στο ψωμί, οι αγρότες κέρδισαν πολλά χρήματα. Στην μαύρη αγορά οι γεωργοί πουλούσαν τις 25 οκάδες σιτάρι για ένα εικοσόφραγκο. Οι τιμές ανεβοκατέβαιναν ανάλογα με τις καταστάσεις και τις γνωριμίες. Επίσης οι 15 οκάδες φασόλια κόστιζαν ένα εικοσόφραγκο. Την πρώτη χρονιά της γερμανικής Κατοχής οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν καλές και η σοδιά μειωμένη. Γι αυτόν τον λόγο το σιτάρι ήταν πανάκριβο. Κερδισμένοι οι γεωργοί από την πώληση δημητριακών και οσπρίων, επειδή στην μαύρη αγορά η τιμές είχαν εκτοξευθεί. Και δεν τελείωνε στην αγορά του σιταριού. Ήταν και το άλεσμα στον μύλο για να γίνει αλεύρι. Ο μυλωνάς έπαιρνε το 10 τοις εκατόν. Το ψωμί ήταν ακριβό, ήταν όμως και το πιο βασικό είδος διατροφής των Φλωρινιωτών και δεν έλειπε από κανένα σπίτι.
Και οι αγρότες όμως δεν μπορούσαν να αποταμιεύσουν πολλά χρυσά νομίσματα, επειδή και αυτοί είχαν ανάγκη κάποιων προϊόντων που τα έβρισκαν στην αγορά της πόλης. Λάδι, αλάτι, πετρέλαιο, ρύζι, ζάχαρη, καφέ κλπ. Έτσι τα χρυσά νομίσματα “έκαμαν βόλτες” μεταξύ χωριών και πόλης.
Το 1943 εμφανίστηκαν οι βρετανοί αξιωματικοί της αποστολής του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής. Αμέσως συνδέθηκαν με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Μέχρι τότε οι αντάρτες έτρωγαν και έπιναν στην υγεία των χωρικών. Επικρατούσε το «πίτα κότα» που σήμαινε ότι ο πρόεδρος του χωριού αναλάμβανε να βρει τροφή για τους αντάρτες. Όταν όμως εμφανίστηκαν οι Βρετανοί, αυτοί έφεραν μαζί τους και πολλές χρυσές λίρες Αγγλίας. Όταν αγόραζαν τρόφιμα και καπνό από τους χωρικούς πλήρωναν με χρυσές λίρες. Το σύστημα αυτό επεκτάθηκε και στους αντάρτες του ΕΛΑΣ, καθώς ο αξιωματικός Πάτρικ Έβανς προμήθευσε τους καπετάνιους με χρυσές λίρες, ώστε να αγοράζουν τα τρόφιμα για να είναι αγαπητοί από τους χωρικούς. Επίσης κάθε αντάρτης του ΕΛΑΣ πληρωνόταν από τους Εγγλέζους με μία χρυσή λίρα τον μήνα για να καλύψουν τα ατομικά τους έξοδα.
Τότε εμφανίστηκαν οι εγγλέζικες λίρες στην αγορά της Φλώρινας, που τις έλεγαν ¨Αη Γιώργηδες» και «Εδουάρδους». Αυτές ήταν πιο ακριβές και τις προτιμούσαν καθώς η αξία τους ήταν μεγαλύτερη. Με μια εγγλέζικη χρυσή λίρα έφτασαν να παίρνουν μέχρι και 100 οκάδες σιτάρι ή 130 κιλά, πριν το τέλος της Κατοχής, επειδή οι καιρικές συνθήκες βοήθησαν για καλές σοδιές. Μέσα σε λίγο καιρό πλημύρισε η αγορά από χρυσές εγγλέζικες λίρες.
Ο χρυσός βελτίωσε την οικονομία της Φλώρινας, όλες οι συναλλαγές γίνονταν με χρυσά νομίσματα, και μόνο για μικροποσά χρησιμοποιούσαν τα χαρτονομίσματα. Με μερικά εκατομμύρια δραχμές μπορούσε κανείς να αγοράσει ένα κουλούρι. Στην μαύρη αγορά όλα ανταλλάσσονταν με είδος ή πληρώνονταν με χρυσά νομίσματα, γαλλικά ή αγγλικά. Όταν γινόταν ανταλλαγή είδος με είδος, ως μονάδα μέτρησης ήταν η χρυσή λίρα.
Μετά την απελευθέρωση, το 1944, η φορολογία των ανταρτών καθορίστηκε σε χρυσές λίρες. Πέντε λίρες για κάθε κατάστημα, επειδή το ΕΑΜ είχε να περιθάλψει πολλά καταστραμμένα χωριά. Στα χωριά όμως που δεν καταστράφηκαν δεν επέβαλλαν καμία φορολογία. Και δεν έφτανε αυτή η φορολογία και ήρθε και μια δεύτερη από τον Δήμο του ΕΑΜ. Έβγαλαν μια κατάσταση ονομάτων, γιατρών, δικηγόρων και καταστηματαρχών της πόλεως Φλωρίνης να πληρώσουν συνολικά 8.000 εγγλέζικες χρυσές λίρες. Ο λαός της Φλώρινας αντέδρασε δυναμικά και με πολλές φασαρίες στο Δημαρχείο προσπαθούσαν να μειώσουν το ποσό. Συζητήσεις επί των συζητήσεων μέχρι που ήρθε ο βρετανικός στρατός και έληξε αυτή η υπόθεση. Οι Φλωρινιώτες έσωσαν τις οικονομίες τους από τις ακατανόητες αποφάσεις του ΕΑΜ.
Φημολογείται ότι πολλοί αντάρτες στην διάρκεια της Κατοχής έθαψαν χρυσές λίρες στα βουνά. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι τις πήραν αργότερα, και πως πολλοί άλλοι βρήκαν κρυμμένες λίρες.
Ο «πυρετός του χρυσού» ήρθε πολύ αργότερα, με την Μεταπολίτευση του 1974. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που προμηθεύτηκαν ανιχνευτές μετάλλων και ανέβηκαν στα βουνά ψάχνοντας τις αντάρτικες εγγλέζικες λίρες της κατοχής. Μερικοί στάθηκαν τυχεροί.
Δημήτρης Μεκάσης