Η γερμανική Κατοχή έφερε φτώχεια και ανέχεια στην Ελλάδα. Όλοι προσπαθούσαν να τα βολέψουν αναζητώντας λίγο ψωμί και φαγητό. Μερικοί με κίνδυνο της ζωής τους έκλεβαν τρόφιμα και άλλα είδη του γερμανικού στρατού. Ήταν και οι λεγόμενοι σαλταδόροι, που τολμούσαν να κλέψουν μέρος του φορτίου που είχαν στις καρότσες τα γερμανικά αυτοκίνητα.
Τον Αύγουστο του 1941, μια ομάδα νέων από το Βαρόσι, που ήταν σεσημασμένοι από προπολεμικά, έκλεψαν τα καινούργια ελαστικά, που προοριζόταν για το αυτοκίνητο του γερμανού Φρούραρχου Φλώρινας. Τα ελαστικά αυτά είχαν αξία επειδή τα πουλούσαν στους τσαγκάρηδες και αυτοί έφτιαχναν σόλες για τα παπούτσια με αυτά. Έφτιαχναν και πέδιλα και τσαρούχια. Το αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο στη οδό 25η Μαρτίου μπροστά από το σπίτι, όπου έμενε ο Φρούραρχος. Ήταν στην καρότσα ενός μικρού φορτηγού και προορίζονταν για το επιβατικό αυτοκίνητο του Φρουράρχου. Τέσσερις ήταν οι σαλταδόροι: ο Δημήτριος Κ. 22 ετών, ο Δημήτριος Σ. 21, ετών, ο Ηλίας Κ. 22 ετών, και ο Βασίλειος Κ. 21 ετών. Αυτοί άρπαξαν τα ελαστικά και τα έκρυψαν στο υπόγειο ενός σπιτιού στο Βαρόσι.
Ο Φρούραρχος έδωσε εντολή στην ελληνική χωροφυλακή να ψάξουν και να βρουν τα ελαστικά. Και μάλιστα αν δεν τα παραδώσουν σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα θα εκτελούσε αρκετούς Φλωρινιώτες. Η χωροφυλακή βρήκε τα ελαστικά και τα παρέδωσε στον Φρούραρχο. Μαζί και τον Δημήτριο Κ. και τον Δημήτριο Σ. Οι άλλοι δυο, ο Ηλίας Κ. και ο Βασίλειος Κ. πρόλαβαν και έφυγαν στο Μοναστήρι, όπου έβοσκαν πρόβατα στα βουνά και χάθηκαν τα ίχνη τους. Οι άλλοι δυο δικάστηκαν και καταδικάστηκαν. Μεταφέρθηκαν στις φυλακές Επταπυργίου Θεσσαλονίκης, όπου πέθαναν από την πείνα και τις αρρώστιες. Στην δίκη τους ο Φρούραρχος είπε: «Τι θα γίνουν αυτοί οι νεαροί μελλοντικά αφού δεν φοβήθηκαν να κλέψουν ελαστικά από τον ένδοξο και αήττητο στρατό του Γ’ Ράιχ». Ήταν και αυτή μια πράξη αντίστασης κατά του γερμανικού στρατού Κατοχής.
Άλλο ένα περιστατικό έγινε στην γειτονιά Αβράμικα, στην οδό Κιουταχείας. Μικροί ήρωες ήταν: ο Στέλιος Α. 14 ετών, ο Μίμης Σ. 14 ετών, ο Φώνης Α. 11 ετών, ο Βασίλειος Α. 15 ετών, και ο Τάκος Σ. 11 ετών. Αυτοί κατάφεραν να αρπάξουν μερικές μπαταρίες φακών, από ένα γερμανικό καμιόνι, που ήταν σταθμευμένο στη οδό Κιουταχείας. Οι Γερμανοί έμαθαν από τους γείτονες ποια παιδιά ήταν και τα μεσάνυχτα έκαναν έφοδο στα σπίτια τους και τα έπιασαν στον ύπνο. Πρώτο έπιασαν τον Στέλιο Α. που ξύπνησε τρομαγμένος. Ταυτόχρονα του έδωσαν ένα δυνατό χαστούκι, και έπεσε στο πάτωμα. Το ίδιο και με τον Τάκο Σ. Μετά πήραν τα αδέλφια Φώνη και Βασίλη Α. και τέλος πήγαν σπίτι του Μίμη Σ. τον έδειραν και τον άρπαξαν. Η μάνα του όρμησε να τον σώσει, αλλά οι Γερμανοί την έσπρωξαν προς τον τοίχο.
Οι Γερμανοί οδήγησαν τα παιδιά στο κτήριο του 4ου δημοτικού σχολείου, που ήταν επιταγμένο και τα έκλεισαν σε μια αίθουσα του πάνω ορόφου. Μετά διαπραγματεύτηκαν με τους γονείς να δώσουν πίσω τις μπαταρίες. Τα παιδιά όμως είχαν καταστρέψει τις μπαταρίες για να πάρουν το μολύβι που υπήρχε μέσα σε αυτές για να γράφουν στους τοίχους. Τελικά οι γονείς των παιδιών συμφώνησαν να αγοράσουν καινούργιες μπαταρίας. Στις τρεις τα ξημερώματα οι Γερμανοί άφησαν ελεύθερα τα παιδιά και γύρισαν στα σπίτια τους. Την άλλη μέρα οι γονείς αγόρασαν μερικές μπαταρίες από τα καταστήματα της Φλώρινας και τις παρέδωσαν στου Γερμανούς. Τα παιδιά γλύτωσαν επειδή ήταν παιδιά. Και οι γονείς παρέδωσαν τις μπαταρίες και δεν συνελήφθησαν.
Σαλταδόροι υπήρχαν πολλοί σε όλες τις πόλεις. Μάλιστα γράφτηκαν και τραγούδια ρεμπέτικα και λαϊκά γι αυτούς τους μικρούς ήρωες. Ένα από αυτά λέει: «Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω την ρεζέρβα να του πάρω…».
Δημήτρης Μεκάσης