Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Στον 20ο αιώνα, στη Φλώρινα, έδρασαν πολλές μυστικές υπηρεσίες, όπως τούρκικες, ελληνικές, βουλγάρικες, ρουμάνικες, αυστριακές, βρετανικές, γαλλικές, γερμανικές, ιταλικές, ρώσικες, σοβιετικές και στο τέλος οι αμερικανικές. Τα δίκτυά τους είχαν πάντα και ξένους και εντόπιους πληροφοριοδότες, τους οποίους ο λαός, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, τους ονόμαζε «σπιούνους» και «κοντόσηδες». Τους Βούλγαρους πληροφοριοδότες τους ονόμαζαν «μαρζένηδες» και «σιόπηδες». Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο επικράτησαν οι λέξεις «χαφιές» και «ρουφιάνος» και δήλωναν τον αντικομουνιστή πληροφοριοδότη. Η λέξη «καρφί» χρησιμοποιείται για πάσης φύσεως καταδότη.
Ο Μακεδονικός Αγώνας: Από το 1890 περίπου και μετά, οι Βούλγαροι κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα μεγάλο δίκτυο πληροφοριοδοτών σε όλη την Μακεδονία. Σε κάθε χωριό και κάθε πόλη υπήρχαν πληροφοριοδότες που έδιναν πληροφορίες σε κάποια κέντρα σχετικά με τις κινήσεις των Τούρκων, αλλά και για τα ελληνικά σχολεία και την πατριαρχική παράταξη. Αργότερα δημιουργήθηκαν και τα ένοπλα τμήματα των κομιτατζήδων, οι οποίοι σκότωναν τους αντιπάλους τους με βάση τις πληροφορίες που λάμβαναν από τους πληροφοριοδότες τους. Τον πρώτο καιρό οι Βούλγαροι σκότωναν τους Τούρκους καταπιεστές των χωρικών, και με αυτό τον τρόπο κατάφερναν να παρουσιάζονται ως προστάτες των αγροτών. Είναι αλήθεια ότι οι Βούλγαροι κομιτατζήδες είχαν και σοσιαλιστικές απόψεις και ξέκαναν πολλούς Μπέηδες, φοροεισπράκτορες και φύλακες τσιφλικιών και ανακούφισαν τους χωρικούς. Δεν άργησαν όμως να στραφούν και εναντίον των ελληνικών σχολείων και των πατριαρχικών χριστιανών.
Η ελληνική παράταξη, μετά από όλα αυτά, άρχισε να οργανώνεται. Έτσι και στη Φλώρινα και όλα τα χωριά της δημιουργήθηκε δίκτυο πληροφοριοδοτών. Δάσκαλοι, παπάδες, χαντζήδες, αγωγιάτες, καταστηματάρχες και αγρότες συμμετείχαν ενεργά στην περισυλλογή των πληροφοριών. Οι πληροφορίες αυτές σχετικά με τις κινήσεις των Βουλγάρων κατέληγαν στο «Κέντρο» που ήταν η συνθηματική λέξη της Μυστικής Υπηρεσίας και στεγαζόταν στο ελληνικό Προξενείο του Μοναστηρίου. Στο Κέντρο υπηρετούσαν έλληνες Αξιωματικοί και αξιολογούσαν τις πληροφορίες. Κατόπιν, το Κέντρο έδινε εντολή στα ένοπλα τμήματα των Μακεδονομάχων να επέμβουν ένοπλα και να τιμωρήσουν τους Βουλγάρους, αλλά και να διώξουν τις βουλγάρικες συμμορίες που πλησίαζαν τα χωριά. Ο Μακεδονικός Αγώνας δεν ήταν τίποτε άλλο από έναν πόλεμο προπαγάνδας και κυρίως πληροφοριών, βάσει των οποίων ενεργούσαν τα ένοπλα τμήματα.
Την περίοδο αυτή όμως και τα ξένα Προξενεία του Μοναστηρίου διέθεταν οργανωμένα δίκτυα πληροφοριοδοτών και αυτό αποδεικνύεται από τις λεπτομερείς περιγραφές διαφόρων γεγονότων που συνέβησαν στην περιοχή μας και υπάρχουν στα αρχεία των υπουργείων εξωτερικών πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Τα ευρωπαϊκά Προξενεία συγκέντρωναν πληροφορίες για να ενημερώσουν τα υπουργεία εξωτερικών των χωρών τους. Αντίθετα, τα Προξενεία των βαλκανικών χωρών με τις πληροφορίες που συγκέντρωναν διεξήγαγαν τον αγώνα τους, μέχρι τους απελευθερωτικούς πολέμους του 1912 – 13.
Κατά την προέλασή του ο ελληνικός στρατός το 1912 βοηθήθηκε από το δίκτυο των πληροφοριοδοτών. Οι εμπροσθοφυλακές των τμημάτων πάντα έβρισκαν πρόθυμους χωρικούς που τους έδιναν κάθε πληροφορία σχετικά με τις κινήσεις του εχθρού.
Η Γαλλοκρατία: Κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και συγκεκριμένα στις 17 Αυγούστου του 1916 κατελήφθη η Φλώρινα από τον βουλγάρικο στρατό. Αμέσως έφτασε ο γαλλικός στρατός και μετά από έναν μήνα απώθησε τους βούλγαρους προς το Μοναστήρι. Ήταν η περίοδος διχασμού στην Ελλάδα και επειδή η Φλώρινα είχε πολλούς βασιλικούς οι Γάλλοι συμπεριφέρονταν ως κατακτητές τον πρώτο καιρό. Αργότερα όμως οι βενιζελικοί έγιναν το δεξί χέρι των Γάλλων. Το γαλλικό δεύτερο γραφείο γρήγορα κατάφερε να δημιουργήσει δίκτυο πληροφοριοδοτών, στο οποίο συμμετείχαν πολλοί βενιζελικοί Φλωρινιώτες. Οι πληροφορίες που συγκέντρωναν οι Γάλλοι είχαν σχέση με τους βουλγαρόφιλους χωρικούς και γενικά με τους βασιλόφρονες όλης της περιοχής. Οι πληροφορίες αυτές, όμως, έστειλαν αρκετούς Φλωρινιώτες στο εκτελεστικό απόσπασμα με την κατηγορία της κατασκοπείας, και άλλοι βρέθηκαν εξόριστοι στο Νησί του Διαβόλου στην Γαλλική Γουιάνα στην Νότια Αμερική. Πολλοί δεν γύρισαν από την εξορία. Πέθαναν σε αυτό το αφιλόξενο νησί από τις κακουχίες και την ελονοσία.
Η γαλλική μυστική αστυνομία ονομαζόταν «Surete» και επικεφαλής στην Φλώρινα ήταν κάποιος αξιωματικός που ονομαζόταν Κινέ. Η υπηρεσία αυτή είχε γίνει κράτος εν κράτει στην Φλώρινα, αφού ο Κινέ ήταν παντοδύναμος. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, η υπηρεσία αυτή διαλύθηκε.
Πολλοί φιλήσυχοι και αθώοι ταλαιπωρήθηκαν από τα σπιόνια των Γάλλων, όπως πάντα συμβαίνει σε τέτοιες ανώμαλες καταστάσεις. Ο πόλεμος όμως κάποτε τελείωσε και ο κόσμος ησύχασε. Η Επιμελητεία του γαλλικού στρατού, όμως, φρόντισε να δώσει ένα μεγάλο μέρος του στρατιωτικού υλικού στους Φλωρινιώτες πληροφοριοδότες τους, για να το εκποιήσουν. Πολλοί ήταν αυτοί που πλούτισαν από την εκποίηση αυτών των υλικών.
Ο Μεσοπόλεμος: Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 εμφανίστηκαν τα κομμουνιστικά και αριστερά κόμματα στη Φλώρινα. Παρ’ όλα αυτά, όμως, ήταν μια ήσυχη περίοδος για τους Φλωρινιώτες. Η Χωροφυλακή δεν ασχολούταν με τους αριστερούς, επειδή αυτοί ήταν ελάχιστοι και ακίνδυνοι. Η εθνική ασφάλεια απειλούταν από τον τούρκικο πληθυσμό της περιοχής, καθώς μετά την Μικρασιατική Καταστροφή οι Τούρκοι της Φλώρινας σήκωσαν κεφάλι και μάλιστα σχηματίστηκαν και μερικές ένοπλες συμμορίες στα χωριά. Οι Αρχές όμως ενεργοποίησαν το δίκτυο πληροφοριοδοτών που υπήρχε από τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα και εξόπλισαν τους χωρικούς. Έτσι η τουρκική απειλή εκ των έσω έπαψε να υφίσταται.
Σε όλη την δεκαετία του 1920 υπήρχε ο κίνδυνος των ληστών. Οι συμμορίες των ληστών έφταναν στην περιοχή της Φλώρινας από την κεντρική Ελλάδα, από την Αλβανία και από την περιοχή του Τετόβου. Γρήγορα, όμως, εκδιώχτηκαν οι Αλβανοί ληστές έξω από τα ελληνικά σύνορα, ενώ οι Έλληνες ληστές συνελήφθησαν και τουφεκίστηκαν. Οι πληροφοριοδότες βοσκοί, γεωργοί, αγροφύλακες, δασοφύλακες, χαντζήδες και ξενοδόχοι έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην εξόντωση των συμμοριών.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 μερικές ένοπλες εθνικιστικές ομάδες πέρασαν από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα, με σκοπό να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Μια τέτοια βουλγάρικη ένοπλη ομάδα εμφανίστηκε στην περιοχή της Φλώρινας και αφού έκανε μερικές εμφανίσεις στα χωριά και μια βομβιστική επίθεση στο καφενείο «Διεθνές» απομακρύνθηκε έξω από τα ελληνικά σύνορα. Η εμφάνισή τους, όμως, έστρεψε τις αρχές σε προηγούμενες εποχές και οργάνωσαν δίκτυα πληροφοριών, ώστε να αποτρέψουν κάθε βομβιστική ενέργεια. Πολλοί βουλγαρίζοντες συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν στο νησί Ανάφη και άλλοι τουφεκίστηκαν. Το βουλγάρικο δίκτυο κατασκόπων είχε εξοντωθεί.
Το 1929, όμως, άλλαξαν όλα. Τότε τέθηκαν τα θεμέλια του αστυνομικού κράτους εναντίον του εσωτερικού εχθρού, του κομμουνισμού. Η φιλελεύθερη κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ψήφισε το νόμο «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος», το γνωστό «ιδιώνυμο» και πολλοί αριστεροί και κομμουνιστές της Φλώρινας μετανάστευσαν στην Αμερική, για να αποφύγουν τις συνέπειες. Οι πληροφοριοδότες άρχισαν να ασχολούνται με τα φρονήματα του γείτονα και οι πολίτες διχάστηκαν. Το Ιδιώνυμο ήταν η αρχή του χαφιεδισμού που κράτησε πολλές δεκαετίες μετά.
Η Δικτατορία του Μεταξά: Στις 4 Αυγούστου του 1936 έγινε η Δικτατορία του Μεταξά σύμφωνα με τα πρότυπα του φασισμού και του ναζισμού. Το καθεστώς αυτό έφερε προβλήματα στην περιοχή της Φλώρινας, καθώς ήταν καθεστώς ακραιφνών Ελλήνων σε μια Φλώρινα που μόλις πριν από δυο δεκαετίες είχε βγει από την τουρκοκρατία, όπου επικρατούσε πανσπερμία λαών, γλωσσών και πολιτισμών.
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν πολύ σκληρό, τόσο που τα όργανα του τμήματος Ασφαλείας κατάφερναν να κάνουν πολύ καλά την δουλειά τους. Τότε άρχισε και το φακέλωμα των πολιτών, αλλά και η υποχρεωτική έκδοση αστυνομικών ταυτοτήτων. Έτσι πολλοί Φλωρινιώτες αποκλείστηκαν από τις δημόσιες θέσεις και το χειρότερο μερικοί εκτοπίστηκαν.
Η γερμανική Κατοχή: Στις 9 Απριλίου του 1941 εισέβαλαν τα γερμανικά στρατεύματα στη Φλώρινα. Οι Αρχές συνεργάστηκαν με τα στρατεύματα Κατοχής και οι φάκελοι των πολιτών ήταν στην διάθεση της Γκεστάπο. Μάλιστα η Γκεστάπο στεγάστηκε στο κτίριο της Εθνικής Ασφαλείας κοντά στο γήπεδο, όπου υπήρχαν οι φάκελοι των πολιτών, που είχε δημιουργήσει η αστυνομία του Μεταξά. Έτσι όλες οι πληροφορίες ήταν στη διάθεσή τους. Δυο υπαξιωματικοί, ο Χανς και ο Όσβαλτ, έμειναν στην Φλώρινα σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής και γνωρίστηκαν καλά με τους κατοίκους της. Και οι δυο υπηρετούσαν σε μια ειδική μονάδα πληροφοριών του γερμανικού στρατού.
Κατά τη γερμανική Κατοχή, εκτός από την Γκεστάπο, δίκτυο πληροφοριών έκαναν και οι μυστικές υπηρεσίες της Βουλγαρίας. Μερικοί αξιωματικοί του βουλγαρικού στρατού, όπως ο Άντον Κάλτσεφ, δημιούργησαν το βουλγάρικο δίκτυο πληροφοριών, την γνωστή «Οχράνα». Η Οχράνα συνεργαζόταν με τη Γκεστάπο και αρκετούς Φλωρινιώτες έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Σαν αντίβαρο της Οχράνα συγκροτήθηκε από έλληνες Αξιωματικούς ένα δίκτυο πληροφοριών. Τα γραφεία τους ήταν στη Νομαρχία και εποπτευόταν από το Νομάρχη Κωνσταντίνο Μπόνη. Το δίκτυο αυτό κατασκόπευε τις κινήσεις του Κάλτσεφ, συνεργαζόταν όμως και με τις γερμανικές αρχές Κατοχής.
Το 1943 εμφανίστηκαν οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις. Το ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ και οι ένοπλες ομάδες του ΕΛΑΣ. Αυτές οι οργανώσεις, όμως, ήταν κομμουνιστικές και εκτός από τον αγώνα τους για απελευθέρωση από τους Γερμανούς, σκοπό είχαν να αλλάξουν και τη μεταπολεμική Ελλάδα. Έτσι, και η Γκεστάπο και η Οχράνα και οι ελληνικές Αρχές ήταν εναντίον τους. Οι κομμουνιστές δεν άργησαν να δημιουργήσουν το δικό τους δίκτυο πληροφοριών. Οι νέοι της ΕΠΟΝ κινούνταν με άνεση μέσα στην πόλη και στα χωριά και έστελναν τις πληροφορίες τους στο βουνό. Έτσι, άλλοι εκτελέστηκαν από τους αντάρτες για την συνεργασία τους με τους κατακτητές και άλλοι βρήκαν τον μπελά τους.
Η γερμανική Κατοχή τελείωσε, αλλά άφησε πίσω της συσσωρευμένα προβλήματα. Τότε έλεγαν τη φράση «Οι Γερμανοί φύγανε αλλά οι ρουφιάνοι μείνανε», εννοώντας τους συνεργάτες που δεν τιμωρήθηκαν. Τα δίκτυα, όμως, των πληροφοριοδοτών ξηλώθηκαν. Άλλοι δικάστηκαν, ως δοσίλογοι συνεργάτες των Γερμανών, άλλοι δοσίλογοι ως συνεργάτες των Βουλγάρων, ενώ για τους αριστερούς άρχιζε το κυνηγητό που κράτησε αρκετές δεκαετίες.
Οι Γιουγκοσλάβοι του Τίτο: Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας είχε πάντα βλέψεις να βγει στο Αιγαίο Πέλαγος. Κατά τη γερμανική Κατοχή η οργάνωση ΣΝΟΦ, συνεργαζόμενη οργάνωση με τον ΕΛΑΣ, μεταβίβαζε πληροφορίες για όλα όσα συνέβαιναν στην περιοχή της Φλώρινας. Αλλά και στον Εμφύλιο πόλεμο η τιτοϊκή οργάνωση ΝΟΦ ήταν συνεργαζόμενη με τις μυστικές υπηρεσίες της Γιουγκοσλαβίας.
Οι Βρετανοί: Κατά τη γερμανική Κατοχή, ο βρετανός Λοχαγός Πάτρικ Έβανς, είχε οργανώσει δίκτυο πληροφοριών συνεργαζόμενο με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Ο μεγάλος βομβαρδισμός του 1944 στη Φλώρινα οφείλεται στις πληροφορίες του Έβανς. Ένας Φλωρινιώτης είχε ασύρματο στο σπίτι του στην Φλώρινα και ενημέρωνε τους Βρετανούς σχετικά με τις κινήσεις των Γερμανών στην Φλώρινα. Μετά την Κατοχή η Ιντέλιτζενς Σέρβις στεγάστηκε στο διαμέρισμα της Εθνικής Τραπέζης. Ο Χιλς, υποπρόξενος του Προξενείου Θεσσαλονίκης, πολλές φορές αναστάτωσε την περιοχής της Φλώρινας ανακινώντας το Μακεδονικό Ζήτημα με τους πληροφοριοδότες του. Όταν έφυγαν οι Βρετανοί διαλύθηκαν και τα δίκτυα κατασκοπείας.
Οι Αμερικάνοι: Μετά τους Βρετανούς, το 1947, ανέλαβαν οι Αμερικανοί. Δημιούργησαν και αυτοί δίκτυο πληροφοριών και αργότερα ίδρυσαν την ΚΥΠ (Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών).
Ο εμφύλιος πόλεμος: Η περίοδος αυτή ήταν η χειρότερη από όλες τις άλλες. Φανατισμένοι οι δεξιοί πληροφοριοδότες το ίδιο και οι αριστεροί. Από τη μια οι κυβερνητικές δυνάμεις και από την άλλη οι αριστερές. Η αστυνομία προσπαθούσε να ξηλώσει τα δίκτυα των αριστερών. Πολλοί από αυτούς τουφεκίστηκαν και οι περισσότεροι φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν στα ξερονήσια. Η Κυβέρνηση πήρε πολλά μέτρα. Ένα από αυτά ήταν και το Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων, που βασιζόταν στις πληροφορίες που έδιναν οι καταδότες για το συγκεκριμένο άτομο.
Αλλά και οι αριστεροί συγκέντρωναν πληροφορίες σχετικά με τους αντιπάλους τους. Κατά την Μάχη της Φλωρίνης, αν οι αντάρτες νικούσαν αλίμονο στους Φλωρινιώτες. Οι πληροφοριοδότες των ανταρτών είχαν ολόκληρο κατάλογο ονομάτων, τους οποίους θα εκτελούσαν με την κατηγορία του « μοναρχοφασίστα».
Μεταπολεμική περίοδος: Ο ανταρτοπόλεμος που προηγήθηκε είχε ως συνέπεια να δημιουργηθεί μια κοινωνία βυθισμένη στον φόβο. Παρόλο που ήταν Βασιλευομένη Δημοκρατία η Ελλάδα, τα πράγματα ήταν πολύ σκληρά. «Πέτρινα χρόνια» τα ονόμασαν κάποιοι. Μετά τον πόλεμο δημιουργήθηκε ένα αστυνομικό κράτος για την πάταξη του κομμουνισμού. Οι φάκελοι των πολιτών στα αστυνομικά τμήματα γέμιζαν με άχρηστες πληροφορίες, και βάσει αυτών των φακέλων χαρακτηρίζονταν οι πολίτες. Όλοι φοβόνταν τον χωροφύλακα, αλλά και τον γείτονά τους τον καταδότη. Λέξεις όπως «ρουφιάνος», «σπιούνος» και «χαφιές» προκαλούσαν φόβο σε όλους. Κανείς δεν μιλούσε δημόσια ενάντια στο καθεστώς. Ακόμη και στα σπίτια τους μιλούσαν χαμηλόφωνα για διάφορα πολιτικά ζητήματα. Ήταν και αυτή μια δύσκολη περίοδος για όλους.
Η 21η Απριλίου 1967: Στα χρόνια της Χούντας, το χρήμα από τα σκοτεινά κρατικά ταμεία έρεε στις τσέπες των πληροφοριοδοτών. Πολλοί συνεργάστηκαν με την Ασφάλεια για την “πάταξη του κομμουνισμού”. Οι δημοκρατικοί πολίτες έλεγαν αστειευόμενοι: «Στην Ελλάδα οι εννιά στους δέκα είναι ρουφιάνοι και ο ένας εκπαιδεύεται». Ο κόσμος φοβόταν και έλεγαν συχνά όταν συζητούσαν πολιτικά: «Πιο σιγά γιατί και οι τοίχοι έχουν αυτιά». Και οι πιο θαρραλέοι έλεγαν δημόσια για την «επαναστατική» κυβέρνηση: «Ησυχία τάξη και ασφάλεια με τανκς και με Ασφάλεια». Αυτά έλεγαν οι δημοκρατικοί πολίτες στα χρόνια της χούντας.
Μεταπολίτευση – τα κόμματα: Με την Μεταπολίτευση του 1974 ανέτειλε πάλι η δημοκρατία, δίχως όμως να αλλάξει η νοοτροπία των πολιτικών. Παρ’ όλα αυτά όμως, όλα τα κόμματα ψήφισαν νόμους με τους οποίους σταδιακά απαγκίστρωσαν τον πολίτη από το φακέλωμα και τον χαφιεδισμό των Αρχών Ασφαλείας. Τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τα «άτυπα πιστοποιητικά των κομμάτων».
Ο χαφιεδισμός χάθηκε, η σπιουνιά όμως επιβίωσε μέσα στα κόμματα. Το πολιτικό φρόνημα των πολιτών εξεταζόταν από τα μέλη των κομμάτων και χαρακτηριζόταν ανάλογα, σε σχέση πάντα με τα ρουσφέτια και τους διορισμούς. Όλα τα κόμματα είχαν λίστες με τους δικούς τους και τους άλλους. Για τους δεξιούς η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 1975-81. Για τους άλλους το ΠΑΣΟΚ, που η κυβέρνηση κατήργησε τους φακέλους των πολιτών, αλλά δεν τους κατέστρεψε. Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη, το 1989, κατήργησε και έκαψε τους φακέλους που υπήρχαν στα αστυνομικά τμήματα. Οι Φλωρινιώτικοι φάκελοι κάηκαν στην υψικάμινο της Βεύης. Έτσι, έκλεισε μια περίοδος αστυνομοκρατίας. Με τον καιρό άλλαξε και η νοοτροπία των κομμάτων.
21ος αιώνας: Μια εποχή ψηφιακή. ΟΙ πληροφοριοδότες ελάχιστα χρειάζονται, αφού υπάρχουν το διαδίκτυο, τα τηλέφωνα, σταθερά και κινητά, τα ραντάρ και τόσα άλλα. Ζούμε ήσυχα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να γνωρίζομε το μέλλον μας. Ας ευχηθούμε να μην στραφούν τα τεχνολογικά επιτεύγματα εναντίον της ελευθερίας των πολιτών της Ευρώπης.
Δημήτρης Μεκάσης