Την περίοδο 1941-44 η Φλώρινα ήταν στην γερμανική ζώνη κατοχής. Σκληρά χρόνια, αλλά οπωσδήποτε οι Φλωρινιώτες πέρασαν καλύτερα από κάποιους άλλους άλλων περιοχών. Η ζωή κυλούσε ήρεμα και μόνο κάποιες εκτελέσεις γεννούσαν φόβο και ανασφάλεια. Κατά τα άλλα όλα ήταν ήσυχα, εκτός βέβαια τις αγγαρείες που επέβαλε ο γερμανικός στρατός.
Οι αγγαρείες στην πόλη ήταν κυρίως ξεφόρτωμα φορτηγών αυτοκινήτων, ξεφόρτωμα από τα βαγόνια του τρένου και στο αεροδρόμιο. Σε αυτό προσγειώνονταν αεροπλάνα που μετέφεραν κυρίων βόμβες, όπου τις αποθήκευαν και τις φόρτωναν σε βομβαρδιστικά αεροπλάνα, όταν αυτά λάμβαναν μέρος σε επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Την άνοιξη που το έδαφος ήταν υγρό και λασπωμένο, πολλοί άνδρες χρειάζονταν για να ξεκολλήσουν τα αεροπλάνα από την λάσπη.
Με το τρένο έφταναν στην πόλη μας πυρομαχικά, τρόφιμα, υγειονομικό υλικό και ρουχισμός. Οι κάτοικοι της πόλης μας ήταν υποχρεωμένοι να ξεφορτώσουν όλα τα βαγόνια και να φορτώσουν τα υλικά σε φορτηγά αυτοκίνητα και να τα ξεφορτώσουν στις στρατιωτικές αποθήκες. Οι αποθήκες του γερμανικού στρατού ήταν στο κτήριο “Ρετζί” και σε άλλα επιταγμένα κτήρια.
ΟΙ εργάτες επιλέγονταν από το γερμανικό Φρουραρχείο. Μια ονομαστική κατάσταση τοιχοκολλούσαν έξω από το Φρουραρχείο, αλλά και ο διερμηνέας των γερμανικού στρατού, που ήταν Έλληνας πήγαινε από μαγαζί σε μαγαζί και από σπίτι σε σπίτι για να αναγγείλει ότι την επομένη έπρεπε να παρουσιαστούν στο Φρουραρχείο για αγγαρεία. Κανείς δεν τολμούσε να αποφύγει την αγγαρεία, επειδή οι ποινές ήταν αυστηρότατες. Είχαν όμως το δικαίωμα να στείλουν κάποιον άλλον στην θέση τους, αφού βέβαια τον δήλωναν στο Φρουραρχείο.
Η αντικατάσταση όμως κόστιζε. Πλήρωναν ένα μεροκάματο σε αυτόν που θα δεχόταν. Υπήρχαν και κάποιοι που είχαν γίνει επαγγελματίες. Αυτοί αναλάμβαναν με πληρωμή να αντικαταστήσουν τον οποιοδήποτε. Σύχναζαν στο μαγειρείο «Λαϊκόν» του Ευάγγελου Κούκα στην οδό Νικολάου Χάσου, που τότε ονομαζόταν οδός Κωνσταντινουπόλεως. Εκεί μπορούσε κάποιος, που ήθελε να αποφύγει την αγγαρεία, να τους συναντήσει και να διαπραγματευτεί το κόστος του μεροκάματου. Αφού συμφωνούσαν πήγαιναν στο Φρουραρχείο, που ήταν στην κεντρική πλατεία και άλλαζαν τα ονόματα τους με την βοήθεια του διερμηνέα. Η δουλεία είχε κλείσει. Ο εργάτης έβγαζε ένα μεροκάματο, καθώς αλλού δουλειές δεν υπήρχαν. Ο καταστηματάρχης γλύτωνε το χαμαλίκι και άνοιγε το μαγαζί του.
Εκτός της λίστας των ονομάτων για αγγαρεία οι Γερμανοί είχαν και άλλους τρόπους για να συγκεντρώσουν εργάτες. Με διαταγή του Φρούραρχου έκαναν μπλόκο στα καφενεία και άρπαζαν όλους τους νέους άνδρες με βία. Οι Γερμανοί μισούσαν τους θαμώνες των καφενείων, και πιο πολύ μισούσαν αυτούς που είχαν κομπολόγια στα χέρια τους ή αλυσίδες με τα κλειδιά τους. Άρπαζαν λοιπόν τα κομπολόγια, τα έκοβαν και τις χάντρες τις πετούσαν στα κεραμίδια. Το ίδιο και τις αλυσίδες. Οι Γερμανοί είχαν διαπαιδαγωγηθεί με το σύνθημα του Χίτλερ ότι η εργασία απελευθερώνει και δεν άντεχαν να βλέπουν τους νέους Φλωρινιώτες να κάθονται και να τεμπελιάζουν στα καφενεία. Μετά τις συλλήψεις, όλους τους οδηγούσαν στο μέρος που θα ξεφόρτωναν και τους άφηναν ελεύθερους μόνο όταν τελείωναν όλες οι εργασίες. Βέβαια για πληρωμή ούτε λόγος. Ήταν καταναγκαστική εργασία ή αγγαρεία όπως έλεγαν τότε.
Άλλες φορές οι Γερμανοί στρατιώτες έστηναν μπλόκα και άρπαζαν τους άνδρες της Φλώρινας από τους δρόμους. Κανείς δεν ξέφευγε γιατί γνώριζαν ότι όποιος δεν σταματούσε θα τον πυροβολούσαν. Τέτοιου είδους συλλήψεις γίνονταν προς το τέλος του πολέμου και μάλιστα για αγγαρείες σε άλλες μακρινές περιοχές. Μια τέτοια αποστολή προς την Αλβανία έδωσε την ευκαιρία σε αρκετούς Φλωρινιώτες να δραπετεύσουν και να συναντήσουν τους αντάρτες.
Η Γερμανοί έφυγαν και οι αγγαρείες και οι εκτελέσεις τελείωσαν. Όλοι ήλπιζαν σε μια καλύτερη εποχή, όμως διαψεύστηκαν. Μετά το 1950 η ζωή άρχισε να επανέρχεται .
Δημήτρης Μεκάσης