ΛΕΥΚΉ ΕΠΊΣΚΕΨΗ
Καλέ, πώς «άνθισαν» μεμιάς όλα τα δέντρα και η χλόη; Ντύθηκαν τα νυφικά τους, σαν να ήρθε η Άνοιξη στα ξαφνικά!!! Λες και τινάξανε χάμω τα αβρά, μεταξένια πέταλά τους κι η γη φόρεσε ζεστή κι απαλή σα χνούδι φορεσιά.
Πώς νοιώθει, ότι είναι ευπρόσδεκτο κι όλοι το καρτερούνε, σαν επίσημη είσοδο και περιβολή του Γερο-Χειμώνα; Και τότε αρχίζει να μας δείχνει ανεπαίσθητη στην αρχή την παρουσία του με απαλές, λεπτές, αέρινες, λευκές, τελείες σαν κόκους ζάχαρης, που πασπάλιζαν τρυφερά και χάιδευαν τη δακρυσμένη φύση. Και σιγά, αθόρυβα, σιωπηλά τη σκέπασαν μ’ ένα πάλλευκο ανάλαφρο στρωσίδι και σαν πρόβαλλε ο ήλιος το πρωί έλαμψε κι άστραψε σαν κρυστάλλινο, αγγίζοντας τη γη μαλακά, σαν αφρός.
Χιονισμένο τοπίο, κοινότυπος χαρακτηρισμός, συνηθισμένη για τη Φλώρινα εικόνα, χειμωνιάτικη αισθητική συγκίνηση, λευκή οπτική πανδαισία, απερίγραπτη απόλαυση. . .
Κάθε φορά κι όταν έχεις αρκετά χρόνια να το βιώσεις, άλλη εικόνα, άλλη έμπνευση της φύσης και δημιουργία, άλλη τεχνική και παραστάσεις ευχαριστούν και χορταίνουν το οπτικό πεδίο σου λευκή αγνότητα και γαλήνη. Νέα σχήματα, συμπλέγματα, εικόνες σε φορτίζουν, σε μαγεύουν και σε γυρίζουν πίσω, όταν το παρατηρούσες να πέφτει ήσυχα, ελαφρό, λαχταριστό, πολύ σπάνιο κι ελάχιστο στο χωριό μου και τραγουδούσες χαρωπά με την παρέα σου:
«Χάσι-χάσι, πούπουλο. . . Χάσι-χάσι πούπουλο. . .» κι έτρεχες να το ακουμπήσεις, να το πιάσεις κι αυτό να υγραίνει τη ζεστή σου χούφτα και λιώνοντας να γίνεται δάκρυ στα χέρια σου.
Κι επιθυμούσες τόσο, να κυλιστείς στην προκλητική αγκαλιά του, να δέχεσαι τ’ ανάλαφρα χάδια του και τις δροσιστικές πεταλουδίτσες του στο πρόσωπο, στα χέρια, στα μαλλιά σαν λαμπερά ζαφείρια.
Τόσο αχνό, λεπτό, παγωμένες ουράνιες δροσοσταλιές, ασπρολούλουδα που τινάζει άπειρα ο ουρανός πέφτουν και πέφτουν και τυλίγουν και στολίζουν τα πάντα. Κι όταν το αντικρύζεις τώρα στα στηρίγματα του μπαλκονιού, αφράτο, λευκό αστραφτερό περιτύλιγμα στο περβάζι, τόσο αγνό, άσπιλο και φουσκωτό νοιώθεις την έντονη ανάγκη, ν’ αρπάξεις με τις χούφτες σου, να δροσίσεις το στόμα σου, σαν να είναι πολύτιμο και ζηλευτό ζαχαρωτό, μια ανεκτίμητη δροσιστική λιχουδιά.
Σε μέρη, που αυτοκίνητα και πατημασιές δεν τσαλακώνουν και δε χαλούν τη συνέχεια, την απλωμένη φωτεινή λευκάδα του, είναι έγκλημα και ιεροσυλία να καταστρέψεις πατώντας αυτή τη θαυμαστή αβρή κι αγνή τελειότητα!
Τα δέντρα, τ’ αειθαλή, κυρίως τα πευκοειδή κατάφορτα, Χριστουγεννιάτικα, γιορταστικά λίγο πρόωρα στολίστηκαν.
Τα φυλλοβόλα τυλιγμένα με λευκές αφράτες στολές παραλλαγής, στίβες χιονιού, που έρπουν και καλύπτουν τον κορμό και όλα τους τα κλαδιά, θαρρείς είναι πολυέλαιοι και τρέμουν, μήπως προβάλει ο ήλιος και τους διαλύσει αυτή τη φανταχτερή, εξαίσια και πρωτότυπη εμφάνιση με τα ελεύθερου σχεδίου τεχνουργήματα. Όπου είναι συστάδες αγκαλιασμένα, χαμένα μέσα στη χιονένια πολυτέλειά τους, τη λαξεμένη γλυπτή μεγαλοπρέπειά τους, τη φαντασμαγορία, που η τεχνίτρα φύση με το θαυματουργό, ακατανίκητο γούστο της τα έχει μεταβάλει σ’ ένα απίθανης σύλληψης και μορφής πάλλευκο σύμπλεγμα, κεντημένο με χαριτωμένα κλαδάκια, που εκτείνονται σ’ ευχαριστία και προσευχή.
Τα βουνά, όσα αντικρύζω, επειδή δε διακρίνεται το πάχος του χιονιού, ασπρίζουν και λάμπουν με μαβιές πινελιές ποικιλμένα. Φαίνονται σαν μ’ ένα αόρατο μεταξωτό φίλτρο ο ουρανός, να τα πασπάλισε ένα παχύ στρώμα άχνη ζάχαρη. Με χιόνι και με πάχνη.
Μια χειμωνιάτικη της πόλης μας άποψη, όχι ασυνήθιστη και μοναδική, αλλά, που την αντικρύζεις μ’ αλλοιώτικη διάθεση, προοπτική και διαφορετικής έντασης φόρτιση κάθε φορά, διαλύοντας την αναμονή και τη νοσταλγία αυτής της φθινοπωρινής δωρεάς.
Όσο για τους μικρούς, χαρά, ευχαρίστηση κι όλα τα συνακόλουθα παιγνίδια και δραστηριότητες τους με το χιόνι, θα χαρούν. Προπαντός χιονάνθρωπο, τσουλήθρες κι αν είναι δυνατό, το σπορ που, εξάπτει την αδρεναλίνη, το σκι.
Οι μεγάλοι φόβο, κρύο, γλυστρήματα, παραπατήματα. Παρ’ όλα αυτά, κανένας δε θέλει να στερηθεί αυτή την ποθητή «πεταλουδοβροχή» του και το πουπουλοχιονένιο σεντόνι, που στρώνεται αθόρυβα καλύπτοντας όλες τις ατέλειες, τις ασχήμιες, χαρίζοντας τους αγνότητα λάμψη κι όλους κάνει να εύχονται: «Τέτοιο χιόνι πούπουλο, Θεέ μου, να μη παγώσει. . .» μα και να μην λειώσει γιατί, τότε θα χαλάσουν και τα «γλυπτά», που έχουν πλάσει τα παιδιά και έχει σκαλίσει η φύση, παίζοντας και διασκεδάζοντας όλοι με «τ’ αγαθά». . . του Χειμώνα: Συσπείρωση των ανθρώπων σε μέρη ζεστά, Χριστουγεννιάτικες γιορτές, κάστανα στη θράκα ή στη θερμάστρα, θάνατος των μικροβίων ή νάρκη κ.α. Αν το παγώσει, τότε η ικανοποίηση, ο ενθουσιασμός και η «τρέλα» των μικρών θα εκπνεύσουν, ενώ η απόλαυση των μεγάλων απ’ το φόβο του γλυστρήματος θα μετατραπεί σ’ απογοήτευση, δράμα κι ενίοτε τραγωδία, από δυσάρεστα επακόλουθα της εξέλιξης του φαινομένου του παγετού.
Ενώ τα καυσαέρια –η αιθαλομίχλη- του κλειστού λεκανοπεδίου μας και της Φλώρινας, που εγγίζει, αν. . . δεν ξεπερνάει το κόκκινο, θα κορέσουν τον περιορισμένο κι αδιέξοδο ορίζοντά της. «Ουδέν καλόν, αμιγές κακού»! και τ’ ανάπαλιν (αντίθετο) κι απωθημένος τρόμος το -20 και πάνω.
Ελένη Ζώλη