Σαββίδου – Κοσμίδου Ελένη
Συνταξιούχος εκπαιδευτικός
Κάτω Κλεινές
Θύμηση και Νοσταλγία
Θερμά συγχαρητήρια στα παιδιά του Συλλόγου Κάτω Κλεινών «Οι Ρίζες μας» και των γυναικών «Η Δημιουργία» που διοργάνωσαν τριήμερες εκδηλώσεις, τιμώντας την εορτή της Γέννησης της Θεοτόκου 7-8-9 Σεπτεμβρίου. Με ομαδική συνεργασία χάρισαν κίνηση και ζωντάνια στο χωριό, αντάμωση ξενιτεμένων και η παρουσία του συγχωριανού Γιάννη Φλωρινιώτη έδωσε κέφι, χορό και τραγούδι.
Μα στη δική μου σκέψη ξύπνησε μνήμες από τη ζωή στο παρελθόν, τις παραδόσεις, την αλληλοβοήθεια, τη συνεργασία, την ενότητα. Γιατί όπου και αν ζω, η αγάπη και η νοσταλγία με ταξιδεύουν πίσω στα περασμένα, στον τόπο που γεννήθηκα, πρωτοπερπάτησα, έμαθα τα πρώτα γράμματα με δασκάλους που δεν ξεχνώ και ευγνωμονώ εκεί στον Πολυπλάτανο, στο ποτάμι, στη γειτονιά μου, στο χωριό μου.
Η ζωή με έκανε νύφη των Κλεινών και είναι το δεύτερο χωριό μου, που όπου και αν βρίσκομαι κάθε βραδιά κάνω φτερά κι έρχομαι στο γεφυράκι που ενώνει τις δυο γειτονιές με την πέτρινη βρύση στην άκρη, με το παλιό όπως λένε φυσικό νερό που κατέβαινε από τη νερομάνα, την πηγή ψηλά από το βουνό. Μα πάω και στην άλλη βρύση στην «τενεκέ μαχαλά» που κάθε απόγευμα χρόνια πιο πριν με τις παραδοσιακές φορεσιές: την άσπρη πουκαμίσα με κεντίδια και πούλια στον ποδόγυρο, με την πολύχρωμη υφαντή ποδιά (πρέγατς) στολισμένη με δραχμές, στο στήθος το «γκουσιάλο» με χάντρες κι έναν φιόγκο στο κέντρο, το μαύρο αμάνικο σαν γιλέκο (κιουρδία) με χάντρες και πούλια, τη λευκή μαντήλα με βαμβακερές κλωστές πίσω στην ουρά και περίτεχνο δέσιμο να περιμένουν οι κοπέλες με τη στάμνα στην σειρά και γέλια και χαχανητά.
Απέναντι το αρχοντικό του Στανίκα και ο νερόμυλος του Γκέκα, που αλήθεια πόσα θα ‘χε να μας πει για τ’ αλεύρια, τους καλλικαντζαραίους και τους χωρικούς και πάλι στην άλλη μεριά της γέφυρας το πολύ νεότερο κιόσκι, συνάντηση τα βράδια των γυναικών της γειτονιάς με σπόρια και στραγάλια, συνταγές φαγητών, μεθυστικό φεγγάρι και μικροκουτσομπολιό.
Παραδίπλα ο νερόμυρος του Στανίκα, το ντούκου ντούκου πάλι πως θα ‘θελα ν’ ακούσω νυχτερινό νανούρισμα. Κάτω από τη γέφυρα το ποτάμι που το ’85 αγρίεψε, θύμωσε και μας τιμώρησε μα δεν έπαψε να είναι φωλιά για τα ψαράκια, στα δέντρα τα τζιτζίκια, τα πουλιά, χορός, πηδήματα, ζευγάρωμα κουάξ κουάξ για τα βατράχια και όλα αυτά μαζί συναυλία, μουσική μοναδική. Μα το νερό είναι πηγή ζωής και από παλιά ο παπάς ρίχνει το σταυρό τα Θεοφάνια και βουτούν τα παλικάρια στο παγωμένο νερό. Μα όποιος και να πιάσει το σταυρό, όλοι μαζί με το χάλκινο κουβαδάκι με τον παπά μας με το βασιλικό και το σταυρό ανοίγουν κάθε πόρτα του σπιτιού να δώσουν την ευλογία και τον αγιασμό.
Σαν προχωρώ βλέπω σε κάποια αυλή καλοκομμένα ξύλα και κάρβουνα, ετοιμασίες του χειμώνα. Μα με τα μάτια της ψυχής βλέπω τις γυναίκες φορτωμένες ξύλα να κατεβαίνουν από την Κώστενκα και τη μάνα μου με τις γυναίκες του Πολυπλατάνου να κουβαλούν από του Κωτσαλίδη το βουνό βαρύ κι ασήκωτο φορτίο.
Αλήθεια πόσο βαριά, κουραστική και δύσκολη ήταν τότε η ζωή; Μα πόσο ευλογημένη, μονιασμένη, αγαπημένη για όλους. Μα να! Στην πιο κάτω αυλή βλέπω στρωμένο αλώνι με τα στάχια να τα πατούν άλογα ή ζευγάρια βόδια, να αλωνίσουν, να ξεχωρίσουν τ’ άχυρα απ’ το σιτάρι, για να ‘χει η οικογένεια ψωμί..
Μα τι δε θα ‘δινα να ζούσα μια βραδιά με τον καθαρισμό των καλαμποκιών. Γύρω από τη στοίβα, το σωρό, όλη η γειτονιά με τη σειρά σε κάθε σπίτι κάθε βραδιά, μικροί μεγάλοι, γυναίκες, άντρες και παιδιά με ανέκδοτα, παραμύθια, πειράγματα, τραγούδια και χαρά και ο πιτσιρικάς στην κορφή να σπρώχνει τα κοτσάνια σε καθέναν μπροστά χωρίς φως, με το φεγγάρι συντροφιά.
Σαν φτάνω στη μεγάλη την πλατεία μας, νάτα τα δέντρα τα ψηλά, που στη σκιά τους χορός, στα πανηγύρια, στις γιορτές στους γάμους με τη νύφη, το γαμπρό μπροστά κι ο πεθερός να τα σκορπάει τα λεφτά. Και κάπου εκεί το κρυσταλλένιο γέλιο και το τραγούδι της νύφης του Γκέκα Πολύμνιας να μας χαϊδεύει τα αυτιά.
Πιο εκεί το σχολείο, το ίδρυμα με τους αργαλειούς, με τα πανάκριβα χαλιά, το ξυλουργείο και τόσες άλλες δουλειές να μαθαίνουν του χωριού τα παιδιά. Μα η ματιά μου φεύγει στην εκκλησιά με το ψηλό καμπαναριό, τα δέντρα τα αιωνόβια όπου χόρευαν τον πρώτο χορό οι νεόνυμφοι σαν βγαίναν απ’ την εκκλησιά της γέννησης της Παναγιάς που σκορπούσε πίστη, ευλάβεια, ταπεινοσύνη, φόβο, σεβασμό και προβληματισμό, χωρίς το σύγχρονο πολιτισμό, με το κεράκι το ταπεινό, τον παπά Γρηγόρη, τον παπά Δημήτρη με τις καραμέλες που πάντα έδινε στα παιδιά, τον παπά Δημοσθένη με την τόσο μεγάλη προσφορά και τώρα εδώ και χρόνια τον παπά Πέτρο το χωριατοπαίδι, τον δικό μας τον παπά που ευχαριστούμε όλοι από καρδιάς.
Μα αν αφεθεί στο χρόνο ο νους δε θα ΄χει τελειωμό… γιατί η νεολαία θέλει να ζήσει το παρόν, το σήμερα το τόσο διαφορετικό. Κοντά τους λοιπόν κι εμείς με ό,τι αγνό, ό,τι ωραίο, ό,τι παραδοσιακό, ζήσαμε σαν μνήμη, σαν θύμηση, σαν παρακαταθήκη στα νιάτα όλοι μαζί με την ευλογία της Παναγίας ας πορευτούμε στις δυσκολίες της ζωής, ας τις ξεπερνούμε εδώ στο ποτάμι, στο χωριό, στη γειτονιά.