Η ταβέρνα του Τορώνη «Ο Κωστάκης»

 Η ταβέρνα του Τορώνη «Ο Κωστάκης»

        

Ο  Κώστας Τορώνης σερβίρει με τον δίσκο  (Οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, Φλώρινα)

   Λίγα χρόνια πριν τον πόλεμο μια παρέα Φλωρινιωτών γλεντούσαν με ρεμπέτικα τραγούδια και χορούς στην ταβέρνα του Σκνίπα. Ήταν πρωτοπόροι, αλλά και σημαδεμένοι από την τοπική κοινωνία, επειδή το ρεμπέτικο δεν είχε γίνει αποδεκτό από την συντηρητική Φλώρινα. Οι Αρχές έκλεισαν το ταβερνάκι, αλλά το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι είχε γίνει γνωστό στους νέους. Σε αυτήν την ομάδα ήταν και ο Κώστας Τορώνης, που λάτρεψε το ρεμπέτικο και κυρίως το λαϊκό τραγούδι και τους χορούς, επειδή η καταγωγή του ήταν από την Μικρά Ασία.

Πριν το 1940, ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Χαράλαμπος Τορώνης, λειτούργησε ένα ταβερνάκι στην πλατεία Ηρώων, εκεί που κάποτε ήταν το τσιπουράδικο του Γιουρούκη. Ο Κώστας Τορώνης σε αυτό το ταβερνάκι έμαθε τα σχετικά του επαγγέλματος, και το 1941, κατά την γερμανική Κατοχή άνοιξε την δική του ταβέρνα στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, απέναντι από το Εθνικό Οικοτροφείο. Η ταβέρνα ονομάστηκε «Ο Κωστάκης».

Τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τραγούδια, απαγορευμένα και μη, κυκλοφορούσαν στην μαύρη αγορά, επειδή οι γερμανικές αρχές δεν έδιναν μεγάλη σημασία σε αυτά τα τραγούδια. Έτσι ο Τορώνης κατάφερε να συγκεντρώσει πολλούς δίσκους 78 στροφών γραμμοφώνου και να εμπλουτίσει την δισκοθήκη του, που με αυτήν προσήλκυε την πελατεία του. Σε αυτήν την ταβέρνα, κατά την γερμανική Κατοχή, οι νέοι άνδρες της Φλώρινας γλεντούσαν τραγουδώντας και χορεύοντας μέχρι που έδυε ο ήλιος και αποχωρούσαν, επειδή η κυκλοφορία την νύχτα δεν επιτρεπόταν. Ο Τορώνης ήταν και χοροδιδάσκαλος, και μάθαινε του νεότερους να χορεύουν χασάπικο και ζεϊμπέκικο χορό.

Σε αυτήν την ταβέρνα τα κρέατα ήταν τηγανιτά. Τηγάνιζε κεμπάπια, λουκάνικα, συκώτια,  μπριζόλες μοσχαρίσιες και κεφτεδάκια, όποτε έβρισκε κρέας στην αγορά. Αλλά και σαλάτες εποχής και τουρσιά. Και όταν δεν υπήρχαν τα παραπάνω έκαμνε σαλάτες και μεζέδες με στεγνές κόκκινες πιπεριές. Σέρβιρε και ποτά, όπως τσίπουρο, κρασί, ρετσίνα, ούζο, σαμπάνια, διάφορα λικέρ, μπύρες και ότι άλλο κυκλοφορούσε στην αγορά.

Το 1943 όμως, οι Γερμανοί συνέλαβαν τον αδερφό του, τον Χαράλαμπο Τορώνη, και τον κρέμασαν μαζί με τους δεκαπέντε στην Κλαδοράχη. Τα έπιπλα της ταβέρνας του κατασχέθηκαν. Το ίδιο έκαναν και στην ταβέρνα του Κώστα Τορώνη. Ένα βράδυ τον ανάγκασαν να ανοίξει την ταβέρνα του και γερμανοί στρατιώτες και οι ντόπιοι συνεργάτες τους φόρτωσαν όλα τα τραπέζια και τις καρέκλες σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Μάλιστα μετά μερικές ημέρες του έδωσαν μια επιστολή, που έγραφε ότι τα πράγματά του επιστράφηκαν. Ο Τορώνης όμως ποτέ δεν πήρε τα τραπέζια και τις καρέκλες πίσω. Αναγκάστηκε σιγά, σιγά να ξαναφτιάξει την ταβέρνα του με δικά του έξοδα.

Μετά την απελευθέρωση, και κυρίως μετά το 1945, υπήρχε επάρκεια κρεάτων, λαχανικών και ποτών. Η ταβέρνα του Τορώνη σέρβιρε όλα τα παραπάνω. Η πελατεία του εκτός τους Φλωρινιώτες, ήταν και στρατιώτες της στρατο-χωροφυλακής, που κατάγονταν από την Αθήνα, τον Πειραιά και την Σύρο. Πολλοί από αυτούς λάτρευαν το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι και τους χορούς και κάθε βράδυ στου Τορώνη γλεντούσαν. Και όταν η Φλώρινα γέμισε με στρατό, κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, η ταβέρνα του Τορώνη ήταν το μέρος όπου ξεχνούσαν τον πόλεμο με το πιοτό, αλλά και χορεύοντας και τραγουδώντας ρεμπέτικα τραγούδια.   Οι φαντάροι όμως μεθούσαν και έκαμναν φασαρίες. Πολλές φορές η ΕΣΑ (Στρατιωτική Αστυνομία) κουβαλούσε τους μεθυσμένους στρατιώτες στα κρατητήρια και έβαζε σειρά και τάξη. Μερικοί ρεμπέτες στρατιώτες με την συμπεριφορά τους  έβαλαν σε μεγάλους μπελάδες τον Τορώνη.

Η ταβέρνα του Τορώνη στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου έκλεισε  και μεταφέρθηκε στην γειτονιά Καβάκια. Μετά από μερικά χρόνια η ταβέρνα μεταφέρθηκε στην γειτονιά Καραγκιόζη, όπου έκλεισε για πάντα.

Η ταβέρνα του Τορώνη ήταν για θαμώνες που αρέσκονταν να ακούν και να χορεύουν ρεμπέτικα και λαϊκά. Ήταν νέοι άνδρες, αλλά και μάγκες, που ο ήχος των μπουζουκιών τούς έδινε πνοή και δύναμη για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες της ζωής.

 

Σημείωση: Το άρθρο αυτό είναι μέρος της συνέντευξης που μου έδωσε ο αείμνηστος Κώστας Τορώνης, στις 6 Ιουλίου 1996, στη Φλώρινα.

 

 

 

Δημήτρης Μεκάσης