Η ταβέρνα του Βάκη

Η ταβέρνα του Βάκη

 

 

Οι παλιοί Φλωρινιώτες έβρισκαν διέξοδο, από την  καθημερινότητά τους,  στις ταβέρνες. Η πόλη είχε πάρα πολλές ταβέρνες, που γέμιζαν κάθε βράδυ από θαμώνες, που λάτρευαν το τοπικό κρασί και το τσίπουρο. Δεν έπιναν στο σπίτι. Το κρασί τους το ήθελαν με παρέα, για να συζητήσουν και να τραγουδήσουν, εκείνους τους παλιούς σκοπούς των ελαφρών τραγουδιών.

Στην γωνία των οδών Μεγάλου Αλεξάνδρου και Ι. Καραβίτη, ανάμεσα στα κτήρια του Οικοτροφείου, ήταν το σπίτι και το οινοπωλείο του Αλέξανδρου Χάσου, που πουλούσε χύμα τοπικά κρασιά και τσίπουρο. Οι γιοι του Σταύρος (Βάκης) και Γρηγόρης (Γόλης) Χάσος συνέχισαν τις επαγγελματικές δραστηριότητες της οικογενειακής επιχείρησης και την επέκτειναν.  Το 1953, μόλις απολύθηκε ο Βάκης από τον στρατό, τοποθέτησε μια ψησταριά με κάρβουνα στο οινοπωλείο του πατέρα του και λειτούργησε η ταβέρνα με ψητά κρέατα και σαλάτες. Λειτουργούσε παράλληλα και το οινοπωλείο στον ίδιο χώρο. Οι θαμώνες στριμώχνονταν στο στενό ταβερνάκι, επειδή  οι μεζέδες ήταν εξαιρετικοί και τα κρασιά ντόπια, όπως και το τσίπουρο. Ο χώρος στο ταβερνάκι ήταν λίγος, για τους εκλεκτούς πελάτες του.

Οι αδελφοί Χάσου κατεδάφισαν το σπίτι και το μαγαζί και έχτισαν μια τριώροφη πολυκατοικία, με ευρύχωρο υπόγειο, ειδικά σχεδιασμένο για ταβέρνα. Ήταν η πρώτη υπόγεια ταβέρνα της Φλώρινας, που λειτούργησε, την άνοιξη του 1964, και πήρε την επωνυμία «Ο Βάκης».  Στο ισόγειο λειτούργησε και λειτουργεί το ποτοπωλείο, του Γρηγόρη Χάσου. Η υπόγεια ταβέρνα λειτούργησε από τον Βάκη και την σύζυγό του Στέλλα.

Κάθε πρωί ο Βάκης ψώνιζε από τα κρεοπωλεία εκλεκτό κρέας, και λαχανικά από τους παραγωγούς και τους μανάβηδες. Το απόγευμα ο Βάκης και η Στέλλα ετοίμαζαν τα κρέατα και τις σαλάτες. Σουβλάκια μοσχαρίσια, μπριζόλες, παϊδάκια, αλλά και κεμπάπια φτιαγμένα από τους ίδιους, καθώς και λουκάνικα. Όλα αυτά τα έψηναν στην σχάρα με τα κάρβουνα. Μαγείρευαν και σαλιγκάρια αχνιστά ή τηγανιτά με σάλτσα. Μαγείρευαν επίσης και τας κεμπάπ και μερικές φορές σπλήνα γεμιστή. Βραστές και τηγανιτές πατάτες. Τυρί μπάτζο σαγανάκι, αλλά και βραστά χόρτα και σαλάτες εποχής. Επίσης τηγανιτό παστό μπακαλιάρο με σκορδαλιά για τα τραπέζια των μνημόσυνων. Η προετοιμασία ήταν κοπιαστική, αλλά δεν τελείωνε εκεί. Νωρίς το βράδυ άναβε την ψησταριά με τα κάρβουνα και περίμενε τους θαμώνες.  Η ταβέρνα γέμιζε κάθε βράδυ, επειδή η ποιότητα όλων των εδεσμάτων ήταν ασυναγώνιστη. Τέλος, για επιδόρπιο, ο Βάκης σέρβιρε ψητά κυδώνια με σαντιγί.

Η υπόγεια ταβέρνα του Βάκη  ήταν μια εξαιρετική και φημισμένη οικογενειακή ταβέρνα, γνωστή και πέρα από τα όρια του νομού μας. Ντόπιοι και ξένοι κάθε βράδυ κατέβαιναν τα σκαλιά για να βρεθούν σε έναν υπέροχο χώρο γεμάτο τραπέζια και καρέκλες. Παλιά υπήρχαν και βαρέλια με κρασί και ρετσίνα. Αργότερα όμως οι τοίχοι της ταβέρνας διακοσμήθηκαν με παλιά αντικείμενα, που θύμιζαν Λαογραφικό Μουσείο. Το μεράκι του Βάκη, να συγκεντρώνει παλιά αντικείμενα έκαναν την ταβέρνα να έχει μοναδική διακόσμηση.  Το μαγνητόφωνο έπαιζε ασταμάτητα παλιά ελαφρά τραγούδια, καντάδες, ελαφρολαϊκά και έντεχνα. Εξάλλου αυτά τα τραγούδια απαιτούσε η πελατεία του, που ήταν όλοι άνθρωποι με καλό γούστο και στο φαγητό και στο πιοτό και στην μουσική.

Η ταβέρνα του Βάκη είχε σταθερή πελατεία, που έτρωγαν και έπιναν συχνά στην υπόγεια ταβέρνα. Ήταν όμως γνωστή και στους ξένους. Πολλές προσωπικότητες δείπνησαν στην ταβέρνα του Βάκη. Προσωπικότητες του πολιτικού χώρου, όπως ο Μιλτιάδης Έβερτ, η Ντόρα Μπακογιάννη και άλλοι πολλοί. Αλλά και οι ξένοι καλλιτέχνες προτιμούσαν την υπόγεια ταβέρνα. Ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος, οι ηθοποιοί Μαρτσέλο Μαστρογιάννη, Ζαν Μαρία Βολοντέ, Ζαν Μορό και άλλοι συνήθιζαν τα βράδια να δειπνούν στην υπόγεια ταβέρνα μετά από τα γυρίσματα της ταινίας.

Παλιά, πριν την εμφάνιση των μεγάλων χορευτικών κέντρων, τα γλέντια των γάμων γίνονταν στις ταβέρνες. Πολλά γλέντια έγιναν στην υπόγεια ταβέρνα, καθώς και μεγάλα τραπέζια συλλόγων. Τα γλέντια γίνονταν με μουσική από το μαγνητόφωνο, επειδή ο χώρος ήταν μικρός για να χωρέσει και τους καλεσμένους και την ορχήστρα. Υπήρχε και μια κιθάρα κρεμασμένη στον τοίχο, που δεν ήταν μόνο διακοσμητική, αλλά ήταν και για τους θαμώνες που ήθελαν να τραγουδήσουν παλιά τραγούδια και καντάδες. Οι Φλωρινιώτες τότε συνήθιζαν να τραγουδούν όλοι μαζί στην ταβέρνα, και μάλιστα έλεγαν: φαγητό, πιοτό, τραγούδι. Το τραγούδι ήταν μέσα στα πλαίσια της διασκέδασης, της βραδινής τους εξόδου. Ο Βάκης είχε κρεμασμένο ένα μεγάλο κουδούνι και το χτυπούσε κάθε φορά που χρειαζόταν. Μάλιστα μετά τα μεσάνυχτα, όταν ερχόταν η ώρα να κλείσει η ταβέρνα, ο Βάκης χτυπούσε την κουδούνα. Οι πελάτες καταλάβαιναν το σύνθημα. Πλήρωναν και έφευγαν.

Το καλοκαίρι, η ταβέρνα έκλεινε για έναν μήνα περίπου, επειδή η ζέστη έκαμνε βαριά την ατμόσφαιρα στο υπόγειο. Αντίθετα τον χειμώνα ο χώρος ήταν πολύ ζεστός, καθώς θερμαινόταν από την ψησταριά και από μια ξυλόσομπα που έκαιγε ασταμάτητα. Η υπόγεια ταβέρνα του Βάκη ήταν ένας  πολύ ωραίος χώρος με αρκετά τραπέζια και καλή διακόσμηση. Ο χώρος ήταν καθαρός και περιποιημένος.  Τα εδέσματα αρίστης ποιότητας και ο σερβιτόρος, ο Κώστας Φερεκίδης, πρόθυμος για κάθε εξυπηρέτηση. Ο Βάκης και η Στέλλα ήταν πάντα στην κουζίνα και στην ψησταριά.

Τα χρόνια όμως πέρασαν και ο Βάκης συνταξιοδοτήθηκε. Ήταν μισό αιώνα ταβερνιάρης. Η ταβέρνα έκλεισε, το 2003, και από τότε παραμένει κλειστή. Η ταβέρνα του Βάκη έγραψε και αυτή σελίδες στην τοπική μας ιστορία. Ήταν η πρώτη υπόγεια ταβέρνα της Φλώρινας, που λειτούργησε επί 39 χρόνια στην πόλη μας.

 

Δημήτρης Μεκάσης