«Η συμφωνία των Πρεσπών και τα παρεπόμενά της».
Σ. Ηλιάδου-Τάχου,
Καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Με αφορμή την πρόσφατη αναφορά του πρωθυπουργού της γείτονος Ζόραν Ζάεφ για επικείμενη διδασκαλία της «Μακεδονικής γλώσσας» με προορισμό την «Μακεδονική μειονότητα» εντός του ελληνικού εδάφους και με βάση την επισήμανση του ελληνικού ΥΠΕΞ περί του άρθρου 7 της συμφωνίας, στο πλαίσιο της οποίας έχει διασφαλιστεί η αποσύνδεση της μακεδονικής γλώσσας από την γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων και έχει αναγνωριστεί ο σλαβικός της χαρακτήρας επισημαίνονται τα εξής:
Η πρόκληση μιας πολιτικής συμφωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες με σκοπό να επιλυθούν «ιστορικές χρονίζουσες διαμάχες» μεταξύ των δύο χωρών προϋποθέτει την παραδοχή πως η ιστορία μπορεί να υποκατασταθεί από την πολιτική πράξη και, αν μη τι άλλο, να κατασκευάσει, στη θέση των ιστορικών όρων και εργαλείων, όρους και εργαλεία που υπακούουν σε ανιστορικούς κανόνες της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας και υποτάσσονται σε κακώς νοούμενες πολιτικές σκοπιμότητες.
Επειδή όμως αποδείχτηκε ότι η ιστορία εκδικείται, ιδιαίτερα όταν την χρησιμοποιούν εργαλειακά, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι διαφορές μας με την «Βόρεια Μακεδονία» δεν εξαντλούνται στην περίοδο του Γκρούεφσκι και στην προσπάθειά του να κατασκευάσει σχέση ανάμεσα στους σύγχρονους «Βορειομακεδόνες» και στον Σωκράτη ή στον Πλάτωνα.
Το ζήτημα της ταυτότητας ή της γλώσσας της γείτονος υπήρξε αντικείμενο αντεγκλήσεων ήδη από την περίοδο της σύστασης της βουλγαρικής Ηγεμονίας (1878), χάρις στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου αρχικά και του Βερολίνου στη συνέχεια. Τότε η βουλγαρική διάλεκτος των Νοτίων Σλάβων που μιλιόταν στην περιοχή Μοναστηρίου-Πελαγονίας δεν συμπεριλήφθηκε στην επίσημη εκφορά της βουλγαρικής εθνικής γλώσσας ως φτωχική. Η διεκδίκηση των σλαβόφωνων πληθυσμών στο πλαίσιο της Κομουνιστικής Διεθνούς και της Βαλκανικής Κομουνιστικής Ομοσπονδίας με απώτερο στόχο τη δημιουργία μιας Ενωμένης και Ανεξάρτητης Μακεδονίας αποτελούμενης από την Μακεδονία του Αιγαίου (ελληνική), του Πιρίν (βουλγαρική) και του Βαρδάρη (FYROM), έγινε αιτία πολιτικών και ένοπλων συγκρούσεων και απασχόλησε το διεθνές διπλωματικό παρασκήνιο και προσκήνιο. Υπήρξε λοιπόν μια μακρά περίοδος που το λεγόμενο Μακεδονικό Ζήτημα επηρέασε όχι μόνο τις σχέσεις ανάμεσα στις βαλκανικές χώρες, αλλά και τις διεθνείς σχέσεις και την εσωτερική πολιτική κατάσταση της Ελλάδας.
Η απόδοση στους σλαβόφωνους της ταυτότητας του «σλαβομακεδόνα» από το ΚΚΕ την περίοδο 1935-1949 και η συμμετοχή μερίδας τους στο «φιλογιουγκοσλαβικό αυτονομιστικό κίνημα των σλαβομακεδόνων» που κατευθυνόταν από τον Τίτο την περίοδο 1944-1945, περιέπλεξαν την κατάσταση. Ακολούθησε η όξυνση του ζητήματος προσδιορισμού της ταυτότητας και της γλώσσας του πληθυσμού της «FYROM» πριν και μετά τον εμφύλιο.
Η διαφαινόμενη λόγω των δηλώσεων Ζάεφ μελλοντική προοπτική διδασκαλίας της αναγνωρισμένης από εμάς «μακεδονικής» και όχι «σλαβομακεδονικής» γλώσσας στην Ελλάδα και στα ελληνικά σχολεία, είναι προ των πυλών. Αυτό καθιστά όλο και περισσότερο πιθανό το ενδεχόμενο πως η ίδρυση τέτοιων σχολείων θα είναι το διακύβευμα της κυβέρνησης των «Βορειομακεδόνων» στο εγγύς μέλλον.
Και οι περιπέτειες για την Ελλάδα και για την Δυτική Μακεδονία, χάρις στη συμφωνία των Πρεσπών, η οποία, όπως αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι, αντί να λύνει προβλήματα αναβιώνει ζητήματα ταυτοτήτων που είχαμε ξεχάσει, θα είναι οπωσδήποτε μπροστά μας.
.