Η μελέτη των φυσικοχημικών ιδιοτήτων ενός εδάφους είναι απαραίτητη για την επίτευξη της γεωργικής παραγωγής και την αποφυγή υποβαθμίσεως της. Η παραγωγικότητα του εδάφους, δηλαδή η ικανότητα να δίνει ικανοποιητικές σοδείες σε ένα συγκεκριμένο γεωργικό σύστημα, ορίζεται μέσω των ποσοτικών και ποιοτικών αναλύσεων των διαφόρων παραγόντων και ιδιοτήτων. Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της Παραγωγικότητας του εδάφους είναι η γονιμότητα του, δηλαδή, η δυνατότητα να παρέχει θρεπτικά στοιχεία στα φυτά σε ικανοποιητικές ποσότητες και με σχετικά γρήγορο ρυθμό. Ένα έδαφος περιέχει θρεπτικά στοιχεία που κατατάσσονται σε δυο μεγάλες ομάδες, τα μακροστοιχεία ή μακροθρεπτικά ( C, H, O, P, N, K, Ca, Mg, S) και τα μικροστοιχεία ή μικροθρεπτικά ( Fe, Mn, Zn, Cu, Mo, B, Cl ).
Το φώσφορο αποτελέι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του εδάφους επειδή λειτουργεί σαν μεταφορέας ενέργειας στο φυτό. Πιο συγκεκριμένα, βοηθάει στην καλη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος, στην ενίσχυσει της καταβολής των αναπαραγωγικών οργάνων, στην επιτάχυνση της ωρίμανσης και στον σχηματισμό ομοιόμορφων σπόρων. Δυστυχώς όμως το φώσφορο είναι ένα εξαιρετικά δυσκίνητο στοιχείο στο έδαφος το οποίο καθιζάνει πολύ εύκολα με αποτέλεσμα να απορροφάται πολύ δύσκολα από τα φυτά. Στα εδάφη με ουδέτερο pH το φώσφορο συνήθως σχηματίζει δυσδιάλυτα σύμπλοκα με το άργιλο και το σίδηρο ενώ στα αλκαλικλα εδάφη με το ασβέστιο και το μαγνήσιο. Για τους παραπάνω λόγους η συγκέντρωση του διαλυτού φωσφόρου στο εδαφικό διάλυμα είναι πολύ χαμηλότερη συγκριτικά με άλλα στοιχεία. Στο έδαφος το συναντάμε με την μορφή μονοσθενών και δισθενών ορθοφωσφορικών ανιόντων. Βασικός παράγοντας για την διαθεσιμότητα του φωσφόρου είναι κυρίως το pH , για αυτό και σε εδαφικά pH μικρότερα του 6,8 κυριαρχεί το μονοσθενές ορθοφωσφορικό ανιόν, που απορροφάται πιο εύκολα απο το ριζικό σύστημα ενώ σε εδαφικά pH μεταξύ του 6,8 και του 7,2 κυριαρχεί το δισθενές που απορροφάται δυσκολότερα. Βέβαια υπάρχει και η περίπτωση των αλκαλικών εδαφών με pH μεγαλύτερο του 7,2 που κυριαρχεί το τρισθενές ανιόν, το οποίο είναι πολύ δύσκολα απορροφίσιμο, ιδιαίτερα όταν επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες. Παρόλα αυτά, υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να αυξήσουμε την διαθεσιμότητα του στο έδαφος, όπως, να επιλέγονται λιπάσματα φωσφόρου με υψηλή υδατοδιαλυτότητα, να πραγματοποιούνται ενέργειες ώστε το εδαφικό pH να σταθεροποιείται κάτω από το 7 και να επιλέγεται διαφυλλική εφαρμογή λιπασμάτων με φώσφορο.
Κάπου εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι υπάρχουν αρκετοί μέθοδοι προσδιορισμού της ποσότητας του φωσφόρου, αλλά η μέθοδος Olsen είναι αυτήν που δίνει τα πιο αξιόπιστα αποτελέσματα είτε σε ασβεστούχα είτε σε όξινα εδάφη. Το εκχυλιστικό διάλυμα που χρησιμοποιείται στην μέθοδο αυτήν είναι ένα αλκαλικό διάλυμα NaHCO3 0,5 M ρυθμισμένο σε pH 8,5 για ασβεστούχα, αλκαλικής ή ουδέτερης αντίδρασης εδάφη, που ο εδαφικός φώσφορος συναντάται στην μορφή φωσφορικών ασβεστίων. Όλη η δράση οφείλεται στην παρουσία των ιόντων HCO3– και CO3-2. Τα πρώτα αντικαθιστούν τα προσροφημένα φωσφορικά ιόντα αποδίδοντας τα στο εδαφικό διάλυμα. Στο τέλος τα ιόντα CO3-2 καταβυθίζουν το Ca2+ ως αδιάλυτο CaCO₃, μειώνοντας την ενεργότητα του και βοηθώντας την διαλυτοποίηση των φωσφορικών ασβεστίων.
Τα φυτά έχουν ανάγκη από τον σωστό συνδυασμό θρεπτικών στοιχείων για να επιβιώσουν και να μεγαλώσουν. Όταν αυτά πάσχουν από κακή θρέψη, εμφανίζουν συμπτώματα ασθενειών. Μια υψηλότερη ή χαμηλότερη συγκέντρωση κάποιου στοιχείου μπορεί να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα. Ο προσδιορισμός του φωσφόρου στο έδαφος είναι ένα απαραίτητο μέτρο για την αποφυγή τροφοπενίας καθώς η έλλειψη φωσφόρου, μπορεί να προκαλέσει κυρίως ανωμαλίες ανάπτυξης σε όλο το φυτό. Αναλυτικότερα, προκαλεί αποχρωματισμούς στα γηραιότερα φύλλα αλλά και στους μίσχους των νεαρών φύλλων. Για να αντιμετωπιστεί η τροφοπενία του φωσφόρου χρειάζεται να προστεθεί κάποιο διάλυμα με οργανική πηγή φωσφόρου και να εφαρμοστεί στο φυτό είτε διαφυλλικά είτε στο υπόστρωμα. Κατά συνέπεια η έλλειψη φωσφόρου στο έδαφος έχει ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση ανάπτυξης της ρίζας και τον περιορισμό της βλάστησης. Τέλος είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί ότι σοβαρές επιπτώσεις προκαλεί και η υπολειμματική δράση του, καθώς εμποδίζει την αφομοίωση του καλίου, του ψευδαργύρου, του χαλκού και του σιδήρου.
Apostolou Christos
University of Thessaly, Dept. of Agriculture C.P. & R.E.
Fytokou St., Volos, 38446, Greece
T:+30 6944042251, Email: [email protected] , [email protected]