Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ – ΚΡΙΤΙΚΗ
Το θεατρικό εργαστήρι της Λέσχης Πολιτισμού Φλώρινας χτύπησε και πάλι, ανεβάζοντας το πεζό του Διονυσίου Σολωμού «Η γυναίκα της Ζάκυθος». Αναλογιστείτε τι κατάφερε σε λιγότερους από 9 μήνες από το ανέβασμα της αξέχαστης παράστασης των Ατρειδών πέρυσι, αυτή η εξαιρετικά δεμένη και κατά τα δείγματα γραφής της, πολλά υποσχόμενη πλέον, ομάδα. Την διδασκαλία, προετοιμασία και παρουσίαση ενός εμβληματικού, δυσνόητου, αντι-μαζικού και πάνω απ’όλα ΜΗ θεατρικού έργου.
Έτσι από μόνο του το εγχείρημα είχε μεγάλη δόση πρόκλησης, στην οποία όμως κατάφερε να ανταπεξέλθει με μια παράσταση καθ’όλα άρτια. Για την δυσκολία του εγχειρήματος αρκεί να παρατεθεί η άποψη του μεγαλύτερου εν ζωή θεατράνθρωπου του Κώστα Γεωργουσόπουλου που στην κριτική του για το ανέβασμα του έργου το 1998 από το Εθνικό Θέατρο γράφει στην εφημερίδα «Τα Νέα» τα εξής:
«….Θεωρητικά έχω πολλές αντιρρήσεις για τη θεατροποίηση πεζών λογοτεχ-νικών κειμένων. Έχω προσπαθήσει να σύρω γραμμή ανάμεσα στα όρια του θεατρικού και του πεζογραφικού χρόνου. Είναι τα παμπάλαια άλλωστε όρια ανάμεσα στον αφηγηματικό χρόνο του ομηρικού έπους και στον επεισοδιώδη μιμητικό της πράξεως χρόνο του Αισχύλου π.χ. τον τραγικό χρόνο. …..»
Προσωπικά (και δίχως φυσικά να διαθέτω στο ελάχιστο την συγκρότηση και το βάθος του παραπάνω επαΐοντος συντάκτη) δεν βρίσκω τον λόγο για τέτοιους διαχωρισμούς. Μέσα σε τρία χρόνια ανέβηκαν πεζά κείμενα των οποίων διαχρονικά η θεατρική απόδοση θεωρούνταν τουλάχιστον άσκοπη για να μην πω αιρετική (αναφέρομαι στην «Ασκητική» και την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη, στην «Απολογία του Σωκράτους» αλλά και στο «Αμάρτημα της μητρός μου» του Γ. Βιζυηνού) που κατέκτησαν στην κυριολεξία το κοινό, με σκηνοθετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες, που ξεπερνούσαν τα όρια του εμπνευσμένου. Μάλιστα επειδή παίζονται ακόμη προτρέπω τους πάντες να διαθέσουν τον χρόνο τους. Θα αποζημιωθούν στο ακέραιο.
Αυτή νομίζω ήταν και η κουβέντα που άνοιξε η παράσταση, αφού στο τέλος της άφησε το κοινό προβληματισμένο και αμφίθυμο. Κανείς δεν έθεσε το ερώτημα εάν ήταν καλή ή όχι, αφού όλοι παραδέχθηκαν την αρτιότητα του εγχειρήματος. Το ερώτημα ήταν εάν αυτό to κείμενο μπορούσε να αποδοθεί θεατρικά, με πολλούς να αναρωτιούνται εάν υπήρχε ….βαρύτερη επιλογή!!! Η απάντηση έχει να κάνει με τον χαρακτήρα και το ύφος του Εθνικού μας ποιητή: Ο Σολωμός δεν είναι ευχάριστος αλλά τουναντίον ελεγκτικός και καταγγελτικός ούτε βέβαια ευπρόσιτος αλλ’αντιθέτως αινιγματικός, δυσνόητος και ενίοτε σκοτεινός.
Υπήρχαν λοιπόν θεατές που στάθηκαν κριτικά όχι στην απόδοση (που οι ίδιοι χαρακτήριζαν εξαιρετική) αλλά στο ίδιο το έργο και στην επιλογή του. Υπήρχαν και αυτοί -σαφέστατα περισσότεροι- που δέχθηκαν πρόθυμα το μήνυμα, ξεπερνώντας τον αρχικό τους αιφνιδιασμό, αφού οι εναλλαγές από την αφήγηση στο θεατρικό δρώμενο και από εκεί στον κινηματογράφο ήταν γι’αυτούς ερέθισμα πρωτόγνωρο, και αποχώρησαν ευχαριστημένοι αλλά όχι ευτυχείς, ξεκάθαρη απόδειξη του ότι η παράσταση κέντρισε βαθειά το ενδιαφέρον και τελικά προβλημάτισε γόνιμα. Ανήκω στην τρίτη κατηγορία, αυτή των ενθουσιασμένων τόσο με την σύλληψη όσο και με την εικαστική απόδοση του έργου, που ήταν κυρίαρχη σε όλη την διάρκειά του, ακόμη και στην αφήγηση. Η κριτική μας λοιπόν οφείλει να ξεκινά με την συγκεκριμένη παραδοχή: Δεν είναι καθόλου λίγο, αντίθετα είναι πολύ τολμηρό να επιχειρείς να αναμετρηθείς με γίγαντες και ακόμη γενναιότερο να το κάνεις με ελάχιστα μέσα και με ένα πεζό κείμενο που το λιγότερο που κάνει είναι να μην σε βοηθά.
Ο λόγος της διαφοροποίησης αυτής βρίσκεται στις προσδοκίες του θεατή: Η λέξη διασκέδαση κατάγεται από το αρχαίο «σκεδάννυμι» δηλ. σκορπίζω, σπαταλώ, διαλύω (τον χρόνο μου) και έγινε συνώνυμο της εύκολης απόλαυσης. Η λέξη ψυχαγωγία δεν χρειάζεται ετυμολογία. Ορίζεται ως η συμμετοχή του ανθρώπου σε ανώτερα έργα πολιτισμού που τον μορφώνουν πνευματικά και αισθητικά και τον εξευγενίζουν. Συνεπώς η διαφορετική αφετηρία οδηγεί και σε διαφορετικές αναγνώσεις του έργου.
Ειλικρινά είναι δύσκολο να βρεις ψεγάδια σε μια τόσο προσεγμένη παράσταση, όπου τρία σκέλη (αφηγηματικό, θεατρικό και κινηματογραφικό) διαγκωνίζονται για την αρτιότητα τους. Το έργο ξεκινά με σκηνικό λιτό αλλά υποβλητικό (αρχιτεκτονική επιμέλεια Μιχάλη Παπαγιαννάκη). Το ρέκβιεμ του Μότσαρτ γεμίζει τον χώρο και η δαιμονική γυναίκα κινείται σαν φιγούρα μπροστά μας ενώ στο βάθος μορφές (δαίμονες ή ψυχές;) δίνουν τον δικό τους χορό. Η σκιά του αγγέλου τιμωρού εναλλάσσεται με αυτήν του διαβόλου και ξεκινά η αφήγηση. Τι αφήγηση όμως: Φωνή βαθειά, υποβλητική, εμπαθής, σε εισάγει στο έργο καθαρά και ανεπιτήδευτα. Για την αρτιότητα της αφήγησης, όσοι μπορείτε, κάντε τον κόπο να αναζητήσετε στο διαδίκτυο την ανάγνωση του Μάνου Κατράκη και συγκρίνετέ τη με αυτήν που παρακολουθήσατε. Δεν υστερεί στο παραμικρό, οπότε εδώ έχουμε και το πρώτο θετικό πρόσημο. Ακόμη και στα αφηγηματικά μέρη όμως διακρίνονται καθαρά τα εικαστικά στοιχεία, με εξαιρετικό εύρημα τα κεριά που άναβαν σε κάθε ένα από τα (10 συνολικά) κεφάλαια του έργου.
Κεφαλαιώδης αστοχία πάντως η ένταση της μουσικής υπόκρουσης κατά την διάρκεια όλης της παράστασης. Η γλώσσα του Σολωμού δεν είναι η καθομιλουμένη, περιέχει πολλούς ιδιωματισμούς και εύκολα χάνεσαι από το κείμενο. Οι περισπασμοί της δυνατής μουσικής, την αδυνάτισαν σε μεγάλο βαθμό και αναγορεύτηκαν στο αδύνατο σημείο της.
Συνέχεια με κινηματογραφικά πλάνα και διαρκής εναλλαγή τους με τα θεατρικά. Η μεταφορά στον τόπο και χρόνο (Ζάκυνθος στα 1826) καθηλωτική και στα δύο σκέλη της. Όλος ο θίασος επί σκηνής παρουσιάζει τμήματα της διήγησης, δίκην κακεντρεχούς σχολίου της γειτονιάς, άψογα εκτελεσμένη, με κίνηση και τέμπο, με μπρίο και χάρη, παραπέμποντας ευθέως σε στοιχεία από commedia de ll’arte και ακόμη πιο πίσω από Αριστοφανικό χορό. Και πάλι βέβαια η δυνατή μουσική ακύρωσε μέρος της τεράστιας προσπάθειας των ηθοποιών.
Εκεί όμως που οφείλει να σταθεί κάποιος είναι οι συνταρακτικές κινηματογρα-φικές εικόνες. Είναι αδύνατον να εκτιμηθεί ο χρόνος που πρέπει να δαπανήθηκε για αυτό το αποτέλεσμα. Σκηνοθεσία, φωτογραφία (κυρίως αυτή) και ηθοποιία λες και συνωμότησαν, τόσο πολύ συνέπραξαν και συνήργησαν σε μια αριστουργηματική απόδοση της απόγνωσης και της εγκατάλειψης στις σκηνές με την βάρκα (εδώ απόλυτα διακριτές οι αναφορές στην σύγχρονη προσφυγιά με τα παιδιά να δίνουν την δική τους μοναδική ερμηνεία) και της ανάγκης με τις διακονιάρισσες Μεσολογ-γίτισσες να ελεούνται από τις πλούσιες αστές Ζακυνθινές. Στιγμιότυπα γυρισμένα εξ’ολοκλήρου στην Πρέσπα και την Φλώρινα, από ερασιτέχνες ηθοποιούς, με οικογένειες και υποχρεώσεις. Εξίσου δυνατές βεβαίως και οι κινηματογραφικές σκηνές του ονείρου της γυναίκας της Ζάκυνθος, με ερμηνεία αλλά και μακιγιάζ που συζητήθηκε για την αρτιότητά του, αλλά και του οράματος του «Ιερομονάχου Διονυσίου» με εξαιρετικές νυκτερινές μάλιστα λήψεις.
Την ερμηνεία της Πένης Σωτηροπούλου οφείλουμε να επισημάνουμε ιδιαίτερα όπως άλλωστε και αυτήν του αφηγητή Νίκου Σεϊδαρίδη που είχε και την Δ/νση φωτογραφίας και την κινηματογραφική επιμέλεια. Η φράση «οι πρωταγωνιστές υπηρέτησαν ρωμαλέα τον ρόλο τους» όσο κι άν είναι αληθινή στην περίσταση, πάντοτε πίστευα ότι χρησιμοποιούνταν από τους κριτικούς όχι προς έκφραση ειλικρινών συγχαρητηρίων αλλά υποκρύπτοντας μια γενικότερη επιφύλαξη και έτσι θα την αποφύγω. Και οι δύο υπήρξαν θαυμάσιοι, έχοντας την τύχη να πλαισιώνονται από ένα πολύ καλά δουλεμένο και δεμένο σύνολο ηθοποιών που εξέπληξε και πάλι με το ταλέντο του και είναι οι εξής: Ζευγώλη Σοφία Χατζηχρήστου Ολυμπία, Καναβού Γιώτα, Μαντινιώτη Όλγα, Τζικόπουλος Στέλιος, Μπατμά Αννα, Παλικρούση Λίλα, Κετσίδου Κατερίνα, Σταμπουλίδου Σούλα, Κατσαντώνη Έφη, Φίλη Ελένη, Πίτσαρα Μαρία, Μπόϊκος Χρήστος, Δημητριάδου Αγγελική, Μαύρος Ευάγγελος, Σουλιώτης Γιώργος Αιθοξοϊδου Μαρία, Κωνσταντίνου Ναταλία, Νεδέλκου Φλώρα, καθώς επίσης και οι Αλέξανδρος & Θοδωρής Μηντσόπουλος
Η σκηνοθεσία, φωτογραφία, ιστορική επιμέλεια (Ολυμπία Χατζηχρίστου) σκηνογραφία (Γιώτα Καναβού) και το ενδυματολογικό κομμάτι (Ολγα Μαντινιώτη) μαζί με την μουσική επιμέλεια είναι οι αφανείς, αλλά τελικά οι απόλυτοι κυρίαρχοι παράγοντες αφού δίχως αυτούς (ειδικά τον σκηνοθέτη) καμιά παράσταση θα ευτυχούσε. Ο Πέτρος Κοκόζης έχει ήδη καταγραφεί ως ένας ιδιαίτερα προικισμένος και πολυσχιδής καλλιτέχνης που μπορεί και εμπνέει. Μακάρι να μην τον χάσει η Φλώρινα. Μικρή παραφωνία -σε μια κατά τα άλλα επιτυχημένη μουσική επένδυση του έργου- η επιλογή του Ave Maria ως μουσικής συνοδείας της σκηνής του απαγχονισμού. Το συγκεκριμένο έργο αποτελώντας την κορυφαία παρακλητική – συγχωρητική προσευχή της Καθολικής Εκκλησίας προς την Παναγία, συνδέεται άρρηκτα με το καλό και υψιπετές, δηλ. το ακριβώς αντίθετο με το σημαινόμενο, που ήταν η αυτοκτονία της ηρωίδας – προσωποποίησης του κακού που τέλειωνε τον βίο της τιμωρούμενη για τα κρίματά της, δίχως καν να μετανοήσει. Θα άξιζε εδώ το Adagio του Albinoni ή από το ρέκβιεμ του Verdi το «dies irae» ή τέλος η εισαγωγή της Tocata in d minor του J.S.Bach.
Κλείνω με τα εξής: Ο σκηνοθέτης στο δίπτυχο που μοιράστηκε εν είδει προγράμματος αναφέρει: «Φιλοδοξία μας είναι να ωθήσουμε τον θεατή να ανοίξει διάλογο με το έργο, διάλογο που θα βοηθήσει να βρεί συνιστώσες του τότε και του τώρα να ταυτίζονται !!!» Αυτά και άλλα πολλά πέτυχε και η δεύτερη απόπειρα του θεατρικού εργαστηρίου και της αξίζουν συγχαρητήρια.
Αυτή η ομάδα έδεσε πολύ και έδεσε καλά. Είμαι βέβαιος ότι θα μας εκπλήξει και στο μέλλον.
Υ.Γ. Μικρό, φλωρινιώτικο και αληθινό ανέκδοτο που αφορά στα γυρίσματα: Στο ποτάμι έξω από το μέγαρο Γούναρη (παλιός ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ) ξεφορτώνονται δυό φέρετρα από τον Σταύρο Αδάμου. Μαυροφορεμένες γυναίκες στην αυλή γεμίζουν την εικόνα. Ανυποψίαστος για τα γυρίσματα μαγαζάτορας της περιοχής, έντρομος με το δίκιο του υπολαμβάνει ότι πρόκειται για πραγματικό γεγονός και προς στιγμήν διερωτάται αν πρέπει να πάρει την αστυνομία, αφού το σπίτι το ξέρει για ακατοίκητο. Τελικά όταν όλα μπαίνουν στην θέση τους η Φλωρινιώτικη ατάκα βγαίνει μαζί με έναν στεναγμό ανακούφισης: «Τι να πείς; Μας έφαγε η Τέχνη».
ΦΛΩΡΙΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2017
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ ΑΚ. ΜΉΤΚΑΣ