Δημοσθένης Θεοχαρίδης «αυτοβιογραφούμενος….» – Γράφει η Σ. Ηλιάδου-Τάχου

Δημοσθένης Θεοχαρίδης «αυτοβιογραφούμενος….»

Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας, Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Ο θάνατος του τέως βουλευτή της ΝΔ, Γραμματέα του Υπουργείου Μακεδόνίας  και πολιτικού φίλου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη , του Δημοσθένη Θεοχαρίδη, στα 105 του και η κηδεία του δυο μέρες πριν, έβγαλαν από την χειμωνιάτικη ραστώνη τους Φλωρινιώτες  και όλοι, ανασκαλεύοντας στη μνήμη τους, έψαξαν έξω και πέρα από τους βαρύγδουπους επικήδειους, το δικό τους συγκινησιακό φορτίο, αυτό που συνηθίζουν να ανακαλούν σε παρόμοιες συγκυρίες. Κάποιοι τον μακάρισαν για την μακροζωία του, γνωματεύοντας με μια δόση φλωρινιώτικης υπερηφάνειας «αυτός ξεπέρασε  στα χρόνια ακόμα και τον φίλο του, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ». Άλλοι αναφέρθηκαν, με μια σημαντική δόση αμηχανίας  είναι αλήθεια, στην  πολυκύμαντη πολιτική διαδρομή του,  ερμηνεύοντας ή καλύτερα παρερμηνεύοντας τις επιλογές του και τα κίνητρα των πράξεών του και  επιστρατεύοντας, σε τελευταία ανάλυση, το περίφημο «ο αποθανών δεδικαίωται», ίσως  για να ξορκίσουν τις αντιπαραθέσεις που συνήθως εγείρονται στα καφενεία, μεταξύ «ετεροφρονούντων» θαμώνων

Η δική μου γενιά δεν γνώρισε τους αγώνες του Θεοχαρίδη. Και εγώ προσωπικά μίλησα μαζί του για πρώτη φορά στο γραφείο του τότε πολιτευτή Ν. Κορτσάρη, όταν ετοιμαζόταν το ψηφοδέλτιο της ΝΔ. Ήμουν οπωσδήποτε μικρότερη και αυτό με έκανε και λιγότερο σοφή. Κάποια στιγμή όμως  «ο Δήμος»,  όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά στο σόι της πεθεράς μου, συγγενικό εξ αγχιστείας με εκείνο της γυναίκας του, στράφηκε στους «ώριμους υποψήφιους βουλευτές» με υπέδειξε με το δάχτυλο και τους είπε επικριτικά. «Ψάχνετε γυναίκα, βάλτε στο ψηφοδέλτιο την Σοφία». Δεν πρόλαβα να απαντήσω,  με προκατέλαβε υποψήφιος τις δηλώνοντας με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Σταμάτα Δήμο, να με κάψεις πας;». Ο Θεοχαρίδης όμως μου χαμογέλασε τόσο ζεστά, ώστε όλο το «αινιγματικό», για μένα,  τοπίο των αντεγκλήσεων είχε συρρικνωθεί μέσα μου.

Οφείλω λοιπόν να ομολογήσω σε σας ότι η  απόφασή μου να βάλω τον Θεοχαρίδη να μιλήσει για τον εαυτό του, δεν είναι σημερινή. Άρχισε να υλοποιείται από τον Μάιο του 1915 και πέρα, όταν ο ίδιος μαζί με τον φίλο του Τάσο Βασιλείου με επισκέφτηκαν στο γραφείο μου στο πανεπιστήμιο, για μια συνέντευξη εφόλης της ύλης. Έχοντας υπόψη μου ανάλογη περίπτωση φίλου μου στον Βόλο, ο οποίος  ετοίμαζε προκαταβολικά επικήδειους σε ανθρώπους με ιστορική διαδρομή, τον ρώτησα αν ήθελε να συμπράξει σε ένα τέτοιο εγχείρημα και εκείνος. Ο Θεοχαρίδης λοιπόν, χωρίς κόμπλεξ απέναντι στον χρόνο-ήταν ήδη στα 101 του- ήρθαν με τον Τάσο και ξαναήρθαν στο γραφείο μου, μιλώντας μου για όλα. Θα σας κεράσω λοιπόν ψήγματα αυτής της αυτοβιογραφίας που μου κατέθεσε, λόγω έλλειψης χώρου και όχι μόνο,  με την υπόσχεση να τη δημοσιεύσω ολόκληρη κάποτε. Το αποτέλεσμα δικαίωσε τις προσδοκίες μου:  ως άνθρωπος που «βγήκε στον πηγαιμό για την Ιθάκη»  και κατά τον Όμηρο «πολλών δε ανθρώπων είδεν άστεα και νόον έγνω»  κατάφερε να ξεπεράσει ακόμα και τα δικά του στερεότυπα και να αυτοσαρκαστεί: υπήρξε δηλαδή ερωτικός απέναντι στην σύντροφό του  και μαζί δηκτικός απέναντι στους αντιπάλους του, δεν απέφυγε τις κρίσεις, αλλά και δεν τις απολυτοποίησε  ίσως επειδή είχε συνείδηση της σχετικότητας των αποτιμήσεών του….

Ξεκινάω λοιπόν  την καταγραφή των απόψεων  Θεοχαρίδη, επισημαίνοντας,  με αποσιωπητικά, τις αναγκαίες παρεμβάσεις μου.

-Γ ια τον πόλεμο του 1940 που τον ζήσατε τι θα μας πείτε;

«..Στην εξέλιξη του πολέμου η ελληνική διοίκηση έκανε λάθη : εκτόπισε κατοίκους από τα χωριά. Στην Κέλλη είχαμε ένα λεβεντόπαιδο, πολεμούσε λυσσαλέα τους Ιταλούς, είχε πολύ καλό όνομα. Ήμουν σιτιστής στο 28ο σύνταγμα. Κάναμε πρόταση προαγωγής του παιδιού αυτού. Μόλις όμως έμαθε ότι ο πατέρας του εκτοπίστηκε τον χάσαμε…Υπήρξαν αξιωματικοί αυτόμολοι στους Ιταλούς.. Δεν επιβεβαιώνω πως υπήρξε εξέγερση στον στρατό, δηλαδή μια τέτοια κόντρα. Εγώ είχα διασυνδέσεις και με άλλες μονάδες τότε. Αλλά όταν προχώρησε η οπισθοχώρηση ζητήθηκε η κάλυψη της οπισθοχώρησης από τα τμήματα η οποία δεν έγινε. Θυμάμαι τη στιγμή που οι Γερμανοί χτύπησαν.. Μπαίνω στη σκηνή του Κικιλίντζα που ήταν διοικητής του πυροβολικού και είχε ασύρματο. Ζητάω να ακούσω ειδήσεις. Μαθαίνω ότι μπήκαν οι Γερμανοί και κατάλαβα ότι θα μας επιτεθούν και εμάς.. Εκείνες τις ημέρες γίνονταν μάχες, δεν σταματούσαν, η 15η μεραρχία ( Σε αυτήν ανήκαν το 28ο, το 33ο και το 90ο σύνταγμα Φλώρινας) ήταν στο Μπούμπεσι.. Η εντολή για το Μπούμπεσι ήταν λάθος: η τοποθεσία ήταν ορεινή, έλειπαν τα τρόφιμα .[1]. Στο Μπούμπεσι έπαθαν μεγάλη ζημιά από τους βομβαρδισμούς.  Προχωρήσαμε πέρα από το Μπούμπεσι στα 3 αυγά, στο χάνι Μπαλαμπάνι., όπου καθηλωθήκαμε. Εκεί έγινε η εκκαθάριση, δόθηκε η εντολή να φύγουν οι επικίνδυνοι φαντάροι. Χαρακτηρίσαμε έτσι γύρω στους 30. Ο Παπαδόπουλος (μετέπειτα Παπούς) διοικητής του 28ου συντάγματος διέταξε να έρθουν μπροστά με τον οπλισμό τους. Πηγαίνω στον υπασπιστή και του λέω «κύριε υπασπιστά, μας χρειάζεται ο οπλισμός.» Ακούει ο συνταγματάρχης και ρωτάει τι συμβαίνει. Συμφωνεί μαζί μου. Ένας κατάδικος επιστρατεύεται,  έρχεται από τη Θεσσαλονίκη είναι Αρμένης. Διαμαρτύρεται για το πως τον επιστράτευσαν, ενώ είναι κατάδικος. Του ζητώ να κλέψει δύο άλογα, ξεκαθαρίζοντάς του ότι δεν μπορώ να τον καλύψω αν τον πιάσουν. Επιστρέφει και μου φέρνει τρία. Μετά από λίγα βράδια μας τα κλέβουν. Από άλλο λόχο. Η ζωή είχε γίνει δύσκολη, δεν μπορούσαμε να επιβιώσουμε. Μόλις ο Τσολάκογλου υπέγραψε ανακωχή ο στρατός έφευγε, δεν τον σταματούσε τίποτα. Οι Ιταλοί έπιασαν τότε αιχμαλώτους που πορεύονταν προς την Φλώρινα και τους πήγαν στην Ιταλία. Οι Γερμανοί μπαίνοντας στη Φλώρινα συνάντησαν αντίσταση  στο Κλειδί, και στο Φλάμπουρο από τον αγγλικό στρατό. Υπήρξαν πολλά θύματα, άγγλων στρατιωτών. Οι Γερμανοί μπήκαν στη Φλώρινα μέσω Σερβίας Από την πόλη είχαν φύγει όλες οι υπηρεσίες..».

«..Εγώ είχα φύγει δεν ήμουν στην εαρινή επίθεση, ξεκίνησα για την Αθήνα με την αδερφή μου που ήταν σύζυγος του συμβολαιογράφου Κωτούλα από το Αμύνταιο και ήταν δασκάλα και με τον Μόδη. Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα φύγαμε από τη μονάδα για την Πάτρα. Αλλά αυτοί έφτασαν γρήγορα και εκεί. Ο φίλος μου ο Βαγγέλης, αργότερα Διευθυντής του Ταμείου Αμυνταίου με  έβαλε  σε φορτηγό για το ορυχείο και περάσαμε μέσα από την χαράδρα του Σαραντάπορου με κατεύθυνση τη Φλώρινα. Φτάσαμε στην Αγραπιδιά, προς το καλοκαίρι του 1941..»

-Πώς φτάσατε τελικά στην άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου;

Όταν ήμουν στην Αθήνα, ένας συμφοιτητής μου στη Νομική, ονόματι Κρίκης από την Καστοριά, μετέπειτα στέλεχος του ΚΚΕ,  έθεσε το θέμα  της άδειας άσκησης επαγγέλματος. Του είπα ότι μετά την μικρασιατική εκστρατεία, με νόμο, δόθηκε η άδεια άσκησης στους τελειόφοιτους της Νομικής, που είχαν πάρει μέρος στον πόλεμο. Πήγαμε και βρήκαμε τον Υπουργό Μπάκο, στον πάνω όροφο της Βουλής. Ο Μπάκος μας ζήτησε να συντάξουμε ένα σχέδιο νόμου, για να το υποβάλει. Το γράψαμε στο πόδι, στο καφενείο και του το φέραμε. Στη Φλώρινα μάθαμε πως το νομοσχέδιο εγκρίθηκε,  με την υποχρέωση η συμμετοχή μας στον πόλεμο να πιστοποιηθεί από δύο αξιωματικούς. Πάω στον Κικιλίντζα και του ζητάω την πιστοποίηση. Ήταν στη Νομαρχία. ..Μου λέει  «και που ξέρω εγώ ότι ήσουν στην Αλβανία; Απαντώ «δεν θυμάσαι ότι μου ζήτησες για τον λόχο σου που πεινούσε 200 κονσέρβες;» «Τώρα σε θυμήθηκα» μου είπε και υπέγραψε. Ήθελε να κάνει το κομμάτι του, όχι ότι δεν με θυμόταν.  Μου υπέγραψε αμέσως και ο Θώμος που τον σκότωσαν στο β αντάρτικο. Τον Παπαλαζάρου δεν τον είχα δει τότε. Έγινα λοιπόν δικηγόρος Αμυνταίου…»

-Πότε και πώς ενταχθήκατε στο ΕΑΜ;

«..Το καλοκαίρι του 1943 οργανώθηκα στο ΕΑΜ,  ο Ιμσιρίδης έφεδρος ανθυπολοχαγός από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Βεύης, ο Κελτεμλίδης που είχε από την Κων/λη καταγωγή και ο πρώτος του ξάδερφος ο Τάκης Κελτεμλίδης, που εκλέχτηκε το 1958 βουλευτής της ΕΔΑ και εγώ . Σκεφτήκαμε να οργανώσουμε τον Χαρίση τον Βαγγέλη που σκοτώθηκε αργότερα στον εμφύλιο. Εγώ και ο Κελτεμλίδης με δύο  παλιά άλογα κατευθυνθήκαμε στην παλιά Δροσοπηγή. Στα «λινούρια», έξω από το Νυμφαίο,  μας ρώτησαν δύο  Νεβεσκιώτες που πάμε: «αραβωνιάστηκε ο Βαγγέλης» είπαμε. Ο πατέρας του μας κοίταζε καχύποπτα. Οργανώσαμε τον Βαγγέλη και γυρίσαμε νύχτα. Οργανώσαμε τα χωριά. Δεν χρησιμοποιούσαμε τον δημόσιο δρόμο. Ένα βράδυ με ένα κάρο θα πηγαίναμε στην Αγραπιδιά. Επειδή φυσούσε σκεπαστήκαμε με το αντίσκηνο. Μαζί μας ήταν ο φαρμακοποιός Κατσούλας που μου είπε: «Το μόνο εθνικό μας κεφάλαιο είναι ο βασιλιάς Γεώργιος». Τον συμβούλεψα να μην το ξαναπεί γιατί κινδύνευε. Ο Κατσούλας είχε κτήματα στο Λιμνοχώρι. Τον συλλαμβάνει η γκρούπα ομάδας κομουνιστών (παράνομων, αυτονομημένων σλαβόφωνων)..…»

Σήμερα που καταγράφω αυτές τις σκέψεις,  η Φλώρινα του Θεοχαρίδη είναι κάτασπρη, ίσως για να μας θυμίσει πως όλα τα πάθη που κουβαλά μαζί του ο χρόνος εξαλείφονται κάτω από το λευκό σεντόνι του χιονιού, μέσα στη δίνη του χρόνου και την εναλλαγή των καταστάσεων.  Εικάζω όμως πως ο Θεοχαρίδης, κοιτάζοντας τον κόσμο της αγαπημένης του πόλης από ψηλά,   νιώθει αυτοϊκανοποίηση: έχει επιστρέψει και πάλι στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής και τον διεκδικούν όλες οι πλευρές ως «δικό τους».

 

 

[1] Το ύψωμα βρίσκεται περί τα 20 χλμ. βόρεια της Κλεισούρας. Η «Εαρινή Επίθεση»των Ιταλών ξέσπασε στις 9 του Μάρτη του 1941 σε όλη τη γραμμή του μετώπου. Στις 26 του Μάρτη  12 ιταλικές μεραρχίες με άφθονα εφόδια είχαν ριχτεί σε έξι πεινασμένες και ξεθεωμένες ελληνικές και δεν κατέλαβαν τα υψώματα. Μάχες διεξήχθησαν στο ύψωμα 731 (υψόμετρο) όπου πολέμησαν οι άνδρες του 5ου Συντάγματος της 1ης Μεραρχίας πού κατάγονταν κυρίως από τηνΚαρδίτσα και τα Τρίκαλα.