Τοῦ Γιάννη Τσαρούχη
Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Χατζηεφραιμίδης,
Καθηγητὴς ΠΔΜ
Φαντάρος τὸ ’40 ὁ ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, πήγαινε, ὅπως ἀφηγή-θηκε ὁ ἴδιος, μὲ μοτοσυκλέτα στὸν διοικητὴ τοῦ τάγματος, κρατώντας τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγιᾶς τῆς Νίκης». Ξαφνικὰ βάρεσε συναγερμός. Καὶ ἐνῶ αὐτὸς καὶ ὁ μοτοσυκλετιστὴς ἔπεσαν πρηνεῖς, οἱ παρακείμενοι στρατιῶτες ἀπὸ τὴν Ἄρτα δὲν ἔκαναν τὸ ἴδιο. «Βρὲ συνάδελφε», τοῦ εἶπε ἕνας ἀπὸ δαύτους, «βαστᾶς τὴν Παρθένα καὶ φοβᾶσαι;».
Αὐτὰ ἀφηγεῖται ὁ Γιάννης Τσαρούχης καὶ εἶναι καταγεγραμμένα στὸ βιβλίο τοῦ Κ. Χατζηπατέρα “Μαρτυρίες ’40- ’41”.
Αὐτὰ διαβάζω καὶ ’γὼ καὶ ἀκούω τὸ πικρὸ παράπονο καὶ τὸ ἀμεἰλικτο ἐρώτημα τοῦ συνειδητοῦ Χριστιανοῦ:
-Βαστᾶς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, καὶ φοβᾶσαι;
Δηλαδή:
-Φοβᾶσαι νὰ μεταδώσεις τὴ Θεία Κοινωνία σὲ πάνω ἀπὸ ἐννέα πιστούς;
-Φοβᾶσαι μὴ συγκρουσθεῖς μὲ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, ποὺ σήμερα εἶναι καὶ αὔριο ἐκλείπει, ἐνῶ Αὐτὸ ποὺ μεταδίδεις εἶναι φάρμακο ἀθανασίας;
-Φοβᾶσαι μήπως κάνεις ἀνυπακοή… καὶ ἀναπαύεις τὴ συνείδησή σου, λέγοντας ὅτι εἶμαι ὑπάκουος;
-Φοβᾶσαι νὰ ἀντιπαρατεθεῖς, ὑπερασπιζόμενος αὐτὸ ποὺ σοῦ κληροδότη-σαν οἱ Πατέρες, καὶ δὴ τό: «Οὐ βασιλέως ἐστί τὸ νομοθετεῖν τῇ Ἐκκλησίᾳ»;
-Φοβᾶσαι μήπως σὲ περιπαίξουν τὰ κανάλια ποὺ διαπνέονται ἀπὸ ἀντι-εκκλησιαστικὸ πνεῦμα;
-Σὲ φοβίζει μήπως δὲν ἀποδέχεσαι τὸ κοσμικὸ πνεῦμα ποὺ εἰσέρχεται ὡς ξένο καὶ ἀλλότριο στὴν Ἐκκλησία;
-Φοβᾶσαι νὰ ἐξεγερθεῖς, ὅταν βλέπεις νὰ μᾶς σέρνουν στὰ ἀστυνομικὰ τμήματα, ἐπειδὴ κρατήσαμε τὴ γαλανόλευκη, βαμμένη μὲ τὸ αἷμα μαρτύρων καὶ ἡρώων; Σιωπᾶς, ἐνῶ βλέπεις νὰ παραβιάζεται κατάφωρα ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναλογικότητος;
-Γιατί μᾶς ἀφήσατε νὰ σκορπισθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε «κατάβρωμα πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ», ὅπως διαβάζω στὸν προφήτη Ἰεζεκιἠλ; Ξεχνᾶτε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἐκζητήσει ἀπὸ τὰ δικά σας χέρια, καθὼς λέγει ὁ ἴδιος προφήτης;
-Φοβᾶσαι νὰ μᾶς κοινωνήσεις, ἐνῶ ἐμεῖς τολμήσαμε νὰ ἔρθουμε, ἔστω καὶ κρυμμένοι στὸ σκοτάδι, ἀκόμη καὶ στὰ μνήματα, γιατί ἀπέξω ἦταν τὰ ὄργανα τῆς ἐξουσίας;
-Τελικὰ σὲ ποιὰ χώρα ζῶ; Ἀναρωτιέμαι: Ζῶ στὴν Πατρίδα μου καὶ δὲν τὸ ξέρω; Εἶναι ἔγκλημα νὰ ἐκκλησιάζομαι, νὰ κοινωνῶ; Ἤ εἶμαι στὴ διωκομένη ἐκκλησία ποὺ μεγαλουργεῖ;
-Μήπως ὑπείκετε ἀκουσίως στὴν κοσμικὴ ἐξουσία, ποὺ δικαιώνει τὸ τοῦ Θουκυδίδη: «Καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει»˙ ποὺ σημαίνει: «Καὶ τὴν ἀνέκαθεν συνήθη σημασία τῶν λέξεων μετέβαλαν ἐν τοῖς ἔργοις, κατὰ τὴ δική τους βούληση καὶ εὐχαρίστηση»;
-Φοβᾶσαι ν’ ἀνοίξεις τὰ φτερά σου καὶ σὰν χρυσαετὸς νὰ χαρεῖς τὴ θύελλα ἢ προτιμᾶς νὰ εἶσαι λαγός, πτώξ, καὶ νὰ πτώσσεις, νὰ μαζεύεσαι˙ δηλαδή, νὰ εἶσαι πτωχός, φουκαρᾶς;
Ἐλπίζω πὼς δὲν φοβᾶσαι, γιατί κρατᾶς τὸ δισκοπότηρο σφικτὰ κι αὐτὸ σοῦ δίνει δύναμη, θάρσος. Δὲν εἶσαι τῆς «ὑποστολῆς», γιατί ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἔδωσε «πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ». Ἀλλιῶς, οὐαί «τοῖς δειλοῖς», κατὰ τὴν Ἀποκάλυψη.