-Δυο φίλοι μεγάλωσαν μαζί και δέθηκαν από μικρή ηλικία, παρά ταύτα είχαν διαφορές ο ένας ήταν Ενάρετος και πιστός, ο άλλος ζωηρός και Αδιάφορος για την θρησκεία.
Ο Ενάρετος μαζί με τον Παπά του χωριού συμβούλευαν τον Αδιάφορο καθημερινά, προσπαθούσαν να τον φέρουν στον δρόμο του Θεού. Ο Παπάς μάλιστα μέχρι που συγχωρέθηκε του έλεγε συχνά αποσπάσματα από το ευαγγέλιο και τον παρότρυνε να αφήσει την «αμαρτωλή» ζωή.
-Ο Αδιάφορος δεν συγκρατούσε τίποτα από όσο άκουγε και συνέχιζε να κάνει αυτό που πάντα έκανε αδιαφορώντας για το αν πάει στην κόλαση ή τον παράδεισο όταν έρθει η μέρα που θα φύγει για πάντα.
-Έτσι πέρασαν τα χρόνια και όλος περίεργος την ίδια μέρα συγχωρέθηκαν και οι δύο, από τον παράδεισο ο Ενάρετος διέκρινε τον Αδιάφορο τον πλησίασε στα «σύνορα» και του είπε: Είδες, πήγες στην κόλαση, είσαι μέχρι τον λαιμό βουτηγμένος στο καζάνι με το καυτό λάδι και αυτό διότι ποτέ σου δεν με άκουσες.
-Ο Αδιάφορος πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε: Ναι, είμαι στην κόλαση αλλά ξέρεις που πατάω τώρα… στους ώμους του Παπά.-
Κεντρική ιδέα: Την επιθυμητή θέση της άλλης ζωής την εξασφαλίζεις με πράξεις και έργα, όχι με διδάγματα και λόγους.
Σπύρος Α. Ηλιάδης
Δημοσιογράφος – Εκδότης