Μια όμορφη φθινοπωρινή ημέρα, ώρα 18:00, παρέα με την αγαπημένη μου σκυλίτσα (το 8ο σκυλί στη ζωή μου) βγαίνω να περπατήσω σε μια από τις συνηθισμένες διαδρομές μου. Είναι ο δρόμος που περνάει κάτω από την Μητρόπολη και οδηγεί στο Πέρασμα και άλλα χωριά.
Εκατό μέτρα περίπου πιο κάτω, αριστερά, βρίσκεται ο χώρος (ιερός για εμένα) -ένα στρέμμα περίπου- όπου έχει γίνει η ομαδική ταφή των νεκρών μαχητών του εμφύλιου σπαραγμού.
Πάντα με προβληματισμό και μελαγχολία ο νους μου ανατρέχει σε εκείνες τις θύμησες, τις χειρότερες και πιο τραυματικές της παιδικής μου ηλικίας με ένα μεγάλο «γιατί»!!! ακόμα και σήμερα.
Ήμουν έξι χρονών όταν το βράδυ της 12ης Φεβρουαρίου 1949 διεξάγεται η μάχη της Φλώρινας.
Ο μεγάλος προβολέας από το λόφο του Αγίου Παντελεήμονα –όπου το σημερινό καζίνο- φέγγει έντονα την απέναντι πλευρά από όπου επιτίθενται ηρωικά οι μαχητές του αποκαλούμενου δημοκρατικού στρατού.
Είμαστε κρυμμένοι, όλη η οικογένειά μου –μαζί και γείτονες- στο μεγάλο υπόγειο του πατρικού μου σπιτιού, έντρομοι ακούγοντας τον εκκωφαντικό κρότο των τουφεκιών και πολυβόλων.
Νωρίς το πρωί η μάχη έχει λήξει και όλοι μας ανακουφισμένοι κάνουμε τον σταυρό μας.
Ξημέρωσε, η ώρα πέρασε και όπως πάντα το συνήθιζα, βγαίνω στη μεγάλη γέφυρα μπροστά από το 1ο και 2ο δημοτικό σχολείο για να πάω να παίξω στην αυλή τους.
Και τώρα αρχίζει το δράμα:
Βλέπω ξαφνικά δύο μεγάλα ξύλινα κάρα, που τα τραβούσαν άλογα, αυτά που κουβαλούσαν τα σκουπίδια του Δήμου, φορτωμένα με ριγμένα το ένα πάνω στο άλλο, πτώματα ανδρών και γυναικών.
Με έντονη περιέργεια και παιδική αφέλεια τα ακολουθώ σοκαρισμένος για να δω τι θα συμβεί.
Σε λίγο φθάνουμε στο μέρος που περιέγραψα και τρομαγμένος βλέπω δεκάδες πτώματα και πάνω τους να σπαράζουν γοερά άνδρες και γυναίκες. Έχει ανοιχθεί ένας τεράστιος μακρόσυρτος λάκκος. Ένα ερπυστριοφόρο μηχάνημα σπρώχνει το χώμα για να σκεπάσει τα ανθρώπινα κορμιά που έχουν πεταχθεί μέσα.
Στο χώρο αυτό δεν είδα να υπάρχει καμία επιτήρηση ούτε ιερείς για πιθανή νεκρώσιμη ακολουθία.
Θλίβομαι που το λέω αλλά –όπως λέει και ο λαός μας- οι νεκροί αυτοί «πήγαν αδιάβαστοι».
Μετά από μεγάλη απαράδεκτη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ο χώρος αυτός περιφράχτηκε και τακτοποιήθηκε όμορφα και ένα εντυπωσιακό μνημείο (εννέα όρθια κορμιά σκούρα με τα δύο χέρια ψηλά σηκωμένα).
Παράλληλα με την περίφραξη εικοσιτρείς μαρμάρινες κάθετες πλάκες με τα ονόματα των νεκρών. Εφτακόσια τριάντα έξι (736) ονόματα από τα οποία εκατόν είκοσι δύο (122) γυναίκες (λέγεται ότι υπήρχαν κοπέλες 18,19,20 χρονών).
Σημ.: τα εγκαίνια του μνημείου έγιναν με εντυπωσιακή τελετή με πολύ κόσμο και πολιτικά στελέχη του ΚΚΕ από όλη την Ελλάδα μαζί με συγγενείς των νεκρών γεμάτους με δάκρυα και θλίψη ανείπωτη.
Δυστυχώς όμως μέσα στο χώρο δεν υπάρχει χλοοτάπητας, έστω κάποια δεντράκια και μερικά λουλούδια όπως επιβάλλεται για λόγους ευνόητους.
Σήμερα η εικόνα είναι θλιβερή, κατάξερη με κιτρινισμένα ψηλά χόρτα, εγκαταλειμμένη.
Σημ: χρειάστηκε να βασανίσω πολύ τη συνείδησή μου γι’ αυτό που τελικά έκανα.
Επεδίωξα και συνάντησα διαδοχικά δύο γνωστά στελέχη του τοπικού ΚΚΕ και τους εξέφρασα τον προβληματισμό και τη λύπη μου για την απαράδεκτη κατάσταση του μνημειώδους αυτού χώρου.
Εύχομαι και ελπίζω σε μια πρέπουσα παρέμβαση για την όμορφη περιποίηση όλου του χώρου όπου αναπαύονται αυτοί που έπεσαν ηρωικά στον άδικο και μάταιο εμφύλιο.
Κωνσταντίνος Βάσσος