Ένα γραφικό παζαράκι της Φλώρινας

Ένα γραφικό παζαράκι της Φλώρινας

 

Στην οδό Κρέσνας, από το 1945  μέχρι το 1968, γινόταν το παζάρι των γαλακτοκομικών και πουλερικών, κάθε Σάββατο, από το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Ο δρόμος αυτός έπαιρνε τελείως διαφορετική όψη την ημέρα του παζαριού, καθώς τις άλλες ημέρες ήταν ένα συνηθισμένος δρόμος, κάθετος στον Κεντρικό.  Πριν χτιστεί η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν ένα οικόπεδο, με τον μισογκρεμισμένο  μιναρέ στην μέση, όπου ο Μισιρλής τοποθετούσε τις κούνιες, κάθε Πάσχα. Πολλοί φακίρηδες και μικρά τσίρκο έστηναν εκεί τα τσαντίρια τους και έδιναν παραστάσεις. Μετά χτίστηκε η Τράπεζα και άλλαξε όλη η περιοχή. Πιο κάτω ήταν ένα σπίτι με μεγάλη αυλή όπου έμενε ο κτηνίατρος, ο Ανέστης Περιβολαράκης, πιο γνωστός ως ο Κρητικός. Στην αυλή θεράπευε τα οικόσιτα ζώα. Στον πάνω όροφο έμενε η οικογένεια Σωτηρίου Κοντοτόλιου. Στην κάτω γωνία ήταν το ακατοίκητο σπίτι του Θάνου Κάψη.

Απέναντι στην γωνία ήταν τα σπίτια του Αντώνη και Λάζαρου  Βασιλείου, που υπάρχουν και σήμερα. Μετά ήταν η είσοδος προς την αυλή της οικίας του Αναστάση Λαζαρίδη. Στην αυλή υπήρχε αποθήκη ακατέργαστων δερμάτων. Μετά ήταν ένα μεγάλο μαγαζί όπου στεγαζόταν το καφενείο του Ιάκωβου Παπαδόπουλου και μετά στο ίδιο μαγαζί στεγαζόταν το ξυλουργείο του Πέτρου Βόσδου.  Στο επόμενο μαγαζί ήταν το ξυλουργείο του Χρήστου Πίπα. Το  σπίτι του Γεωργίου Στρέζου, που υπάρχει και σήμερα.  Σε ένα από τα μαγαζιά του στεγαζόταν ο Κυνηγετικός Σύλλογος Φλωρίνης, και στο άλλο μαγαζί στεγαζόταν ο Σύλλογος Μοτοσικλετιστών Φλωρίνης. Μετά ήταν το σπίτι του Φίλιππου Γκιόρα (Φίλκου) και στη συνέχεια το τσαγκαράδικο του Θρασύβουλου Ευγενιάδη και το σπίτι του Δημητσόπουλου. Ένα ακόμη σπίτι  και στην  γωνία το τσαγκαράδικο του Λάζαρου Κοϊδη.

Η οδός Κρέσνας ήταν ένας ήσυχος δρόμος. Το Σάββατο όμως έσφυζε από ζωή. Οι γυναίκες από τα χωριά, με τις τοπικές χωριάτικες ενδυμασίες, παραταγμένες στις δυο μεριές του δρόμου, από την μια γωνία μέχρι την άλλη, πουλούσαν αγαθά στις γυναίκες της πόλης που περιφέρονταν ψάχνοντας καλή ποιότητα σε προσιτές τιμές.  Ζωντανές κότες και κοκόρια και πάπιες με δεμένα τα πόδια και ψαλιδισμένα τα φτερά, για το τραπέζι της Κυριακής. Οι παχουλές κότες ήταν οι κλεμμένες και αυτές προτιμούσαν. Κλεμμένες από το κοτέτσι της γειτόνισσας, συνήθιζαν να λένε. Τα αυγά ήταν αραδιασμένα σε καλαθάκια, για να μη σπάνουν. Που και που πουλούσαν και καμιά ζωντανή  χήνα και καμιά γαλοπούλα. Άντε και μερικά ζωντανά κουνέλια, καμιά φορά. Κάποιος πουλούσε μέλι, που το είχε σε ένα τενεκέ με κάνουλα και γέμιζε τα βάζα των πελατών. Σε μια λεκάνη είχε μέλι με κηρύθρα, γι αυτούς που ήθελαν και μέλι και κηρύθρα. Όλα αυτά πουλιόνταν στο μικρό αυτό παζάρι, όπου γίνονταν μεγάλα παζάρια.  Η πελάτισσα προσπαθούσε να ρίξει την τιμή και η χωρική να την συγκρατήσει. Στο τέλος τα έβρισκαν μια χαρά και η συναλλαγή τελείωνε.

Οι γυναίκες από τα χωριά πουλούσαν και βούτυρο αγελαδινό. Έκαμναν το βούτυρο μπάλες και το διατηρούσαν σε μια λεκάνη με κρύο νερό. Υπήρχε μάλιστα μια δημόσια βρύση έξω από το σπίτι του Κτηνίατρου. Από αυτήν την βρύση όλοι έπαιρναν νερό. Το τυρί ήταν μέσα σε τενεκέδες. Η μυζήθρα σε πιάτα, και το γάλα και το ξυνόγαλο σε τενεκεδένια γκιούμια.

Πολλοί οι περιφερόμενοι σε αυτόν τον δρόμο το Σάββατο. Πελάτες και πελάτισσες, αλλά και γραφικοί τύποι. Μάλιστα ένας συνταξιούχος δάσκαλος, αγόραζε ένα κουλούρι από τον φούρνο του Κάρλε και περνώντας από όλες τις γυναίκες που πουλούσαν τυρί, έπαιρνε ένα κομματάκι για να δοκιμάσει. Πιο πέρα έκαμνε τα ίδια, μέχρι που έτρωγε όλο του το κουλούρι με τυρί, χωρίς να αγοράσει βέβαια τυρί από κάποιον.

Οι γυναίκες από τα χωριά  ήταν αγράμματες και δεν μπορούσαν να κάνουν λογαριασμό. Το ίδιο συνέβαινε και με πολλές γυναίκες της πόλης, που ψώνιζαν. Ούτε οι χωρικές ούτε οι πελάτισσες μπορούσαν να δώσουν τιμή, αν το αγαθό δεν ζυγιζόταν, και μετά να κάνουν πολλαπλασιασμούς για να βρουν πόσες δραχμές θα πληρώσουν.

Το παζάρι όμως είχε και τον ζυγιστή του. Ήταν ο Μήτρες  από το Μεγάροβο που ζούσε στην πόλη μας. Ήταν ένα κοντόσωμο γεροντάκι με άσπρα μαλλιά και άσπρο λεπτό μουστάκι. Το βλέμμα του  δήλωνε εξυπνάδα. Ο Μήτρες πήγαινε πρώτος στην οδό Κρέσνας και έστηνε το τραπεζάκι του. Πάνω σε αυτό έβαζε την ζυγαριά και τα σταθμά. Δίπλα είχε και μερικές κόλλες χαρτί και ένα μολύβι. Κάτω στο έδαφος ήταν ένα κοντάρι και ένα καντάρι. Ο Μήτρες ο ζυγιστής ήταν έτοιμος για δράση.  Αυτός ζύγιζε και έκαμνε λογαριασμούς παίρνοντας μια μικρή αμοιβή. Από αυτά τα έσοδα ζούσε όλη την εβδομάδα, καθώς άλλη δουλειά δεν έκαμνε.

Οι γυναίκες πήγαιναν με την μπάλα βουτύρου για ζύγιασμα. Η πελάτισσα είχε μαζί της πάντα ένα πιάτο για να τοποθετήσει το βούτυρο. Η Μήτρες ζύγιζε πρώτα το πιάτο και μετά το βούτυρο με το πιάτο μαζί και έκαμνε γρήγορα τον λογαριασμό με το νου του. Η πελάτισσα πλήρωνε την χωρική και οι δυο μαζί άφηναν κάτι για τον Μήτρε. Ίσως μια δραχμή το ζύγισμα.  Για τα δοχεία με τυρί είχε το καντάρι. Δυο άνδρες έβαζαν το κοντάρι στους ώμους τους και κρεμούσαν από αυτό το καντάρι με τον τενεκέ. Ο Μήτρες ζύγιζε και έβγαζε τον λογαριασμό. Για τα βαριά ζυγίσματα ο Μήτρες έπαιρνε κάτι παραπάνω. Αν κάποιος δεν μπορούσε να πληρώσει το ζύγισμα, έδινε στον Μήτρε ένα κομμάτι τυρί. Αυτή ήταν η αμοιβή του. Ο Μήτρες ήταν πολύ σεβαστό πρόσωπο στο παζάρι και τον εμπιστεύονταν όλοι. Όποιος ήθελε τον λογαριασμό γραπτώς το έγραφε σε ένα κομματάκι χαρτί και το έδινε για επαλήθευση.

Από το πρωί μέχρι το μεσημέρι έτσι περνούσε η ημέρα του σαββατιάτικου παζαριού. Πριν το μεσημέρι, τα πουλερικά και τα γαλακτοκομικά είχαν τελειώσει. Οι γυναίκες από τα χωριά έφευγαν για να πάνε να ψωνίσουν, ό,τι δεν είχαν στο χωριό. Ο Μήτρες μετρούσε τις εισπράξεις του και λογάριαζε αν θα έβγαζε τα έξοδα της επόμενης εβδομάδας. Τελευταίος ο Μήτρες έβαζε την ζυγαριά του και το καντάρι του σε ένα σακί, φορτωνόταν το τραπεζάκι και αποχωρούσε από την οδό Κρέσνας. Άφαντος ο Μήτρες,  μέχρι το επόμενο Σάββατο. Στο επόμενο παζάρι  εμφανιζόταν,  για να βγάλει τα προς το ζην. Και αφού έφευγε και ο Μήτρες σειρά είχαν οι σκουπιδιάρηδες του Δήμου, που καθάριζαν τον δρόμο, από τα σκουπίδια  του παζαριού.

Ένας ακόμη ωραίος τύπος του παζαριού ήταν ο Παναγής ο καρεκλοπλέκτης. Ο Παναγής την ημέρα του παζαριού έπαιρνε τα νήματα ψάθας και τα εργαλεία του, και καθόταν στην άκρη του οικοπέδου, όπου χτίστηκε η Τράπεζα της Ελλάδος. Εκεί πήγαιναν τις καρέκλες για διόρθωμα. Αυτός έπλεκε με ψάθα τις ξύλινες καρέκλες και τις έκαμνε καινούργιες. Μόνο την ημέρα του παζαριού εμφανιζόταν.  Μετά το μεσημέρι έφευγε και αυτός για να επιστρέψει το άλλο Σάββατο το πρωί.

Η οδός Κρέσνας έχει αλλάξει. Δεν είναι όπως πριν. Γέμισε  πολυκατοικίες. Άλλα κτήρια άλλοι άνθρωποι. Το παζαράκι των πουλερικών και των γαλακτοκομικών δεν υπάρχει πια. Ούτε οι γραφικοί άνθρωποί του.  Ο χρόνος όλα τα μεταβάλλει.

 

 

Δημήτρης Μεκάσης