-Σε μια μικρή πόλη ζούσε ένας φιλήσυχος πολίτης, νοικοκύρης εργατικός και έντιμος μα η μοίρα θέλησε να βρεθεί άνεργος.
-Ένα βράδυ είπε στην μητέρα του: Αύριο νωρίς τα χαράματα θα ανέβω στην πρωτεύουσα ο θείος έχει πολλές γνωριμίες θα του ζητήσω να μου βρει δουλειά, θα σου στέλνω χρήματα κάθε μήνα και θα σου γράφω κάθε βδομάδα.
-Την επόμενη μέρα αποχαιρέτησε την μάνα και πήρε τον δρόμο για την πρωτεύουσα. Αργά το απόγευμα ιδιαίτερα χαρούμενος και με περίσσια αγάπη τον υποδέχτηκε ο θείος.
-Το βράδυ στον δείπνο ο ανιψιός είπε: Αγαπημένε θείε άφησα το χωρίο και ήρθα σε σένα να μου βρεις δουλεία, αν όλα πάνε καλά θα είμαι σε θέση να βοηθώ την μητέρα και να την επισκέπτομαι όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν.
-Ο θείος απάντησε: Θα σε στείλω σε κάποιον παλιό γνώριμο που αξίζει όσο ένας θησαυρός, αν είσαι εργατικός και ευσυνείδητος κοντά του θα προκόψεις θα δεις πρόοδο και ευημερία! «άσε τον θείο, πιάσε τον Δήμαρχο».-
Κεντρική ιδέα: Οι γνωριμίες είναι σαν το κλειδί, ξεκλειδώνουν πόρτες και ανοίγουν μεγάλους «δρόμους».
Σπύρος Α. Ηλιάδης
Δημοσιογράφος – Εκδότης