Αφορμή της παρέμβασης αποτελεί η δημοσίευση στα τοπικά ΜΜΕ και Blogs της πόλης με τίτλο: «Επιστολή κατοίκων της Πρέσπας σχετικά με άρθρο της εφημερίδας «Καθημερινή». Η απάντηση ΔΕΝ θα λάβει τη μορφή πολεμικής, αντίθετα θα επιχειρηθεί μια προσπάθεια γενίκευσης/αποδόμησης των συνεπειών του Εθνικισμού, των παραμορφωτικών του επιπτώσεων στην προσπάθεια ανάλυσης της πραγματικότητας, όσο και των πρακτικών της καθημερινότητας. Οι αναφορά σε ακαδημαϊκές πηγές και παραπομπές σε καμία περίπτωση δεν επιχειρεί να συγκροτήσει ένα καθεστώς γνώσης γύρω από τον γράφοντα, ίσως διαφυλάξει την ουσία της συζήτησης από το γνωστό υβρεολόγιο των ανώνυμων σχολιαστών. Η παράθεση των επιχειρημάτων θα συγκροτηθεί αναλύοντας τη δημοσίευση, ενώ θα ακολουθήσει μια υστερογραφική παράγραφος.
Ο ρόλος της εφημερίδας
Ο ρόλος του έντυπου τύπου δεν αφορά τη συγκεκριμένη εφημερίδα(1), αφορά τον αντικειμενικό ρόλο του τύπου αρχικά, αλλά και των ηλεκτρονικών ΜΜΕ στην πορεία του χρόνου (ραδιόφωνο και τηλεόραση). Οι συγγραφείς της επιστολής, ίσως χωρίς να το γνωρίζουν, συναντούν τη θεματολογία του πλέον κλασικού βιβλίου του Εθνικισμού! Ο Μπ. Άντερσον στις «Φαντασιακές Κοινότητες» παρατηρεί τον οργανωτικό ρόλο των εντύπων στο συλλογικό εθνικό φαντασιακό. Η εφημερίδα ως «βιβλίο – best seller της μιας ημέρας» διαβάζεται ταυτόχρονα σε όλα τα μήκη και πλάτη της επικράτειας από το αναγνωστικό κοινό. Άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, οι οποίοι δεν θα επισκεφτούν ποτέ την ιδιαίτερη πατρίδα του άλλου, αυθόρμητα συγκροτούν μέσα από την καθημερινή πρακτική ένα συλλογικό φαντασιακό. Είναι μέλη του ίδιου Έθνους με ανθρώπους που τους χωρίζουν στεριές και θάλασσες, αλλά θανάσιμοι εχθροί με όσους χρησιμοποιούν «γλοιώδεις πληροφοριοδότες» ακόμα και αν αυτοί γεννήθηκαν λίγα μέτρα μακριά από εμάς. Η Κρήτη, η Χίος, η Ορεστιάδα και η Σπάρτη είναι εγγύτερα από τα χωριά της Β. Μακεδονίας που βρέχονται από τη λίμνη Πρέσπα, και ένας από τους λόγους είναι πως σε αυτά δεν κυκλοφορεί η «Καθημερινή» και ο Ελληνικός τύπος. Ο Άντερσον στο βιβλίο του θα μιλήσει για «έντυπο καπιταλισμό».
Ο ρόλος της Γλώσσας
Η συσχέτιση της γλώσσας ως μορφής επικοινωνίας και του Εθνικισμού δεν μπορεί να εξαντληθεί παρά στο πλαίσιο πολύχρονων σπουδών και πρωτότυπης έρευνας. Εδώ θα διατυπωθούν επιγραμματικά μερικές απλές επισημάνσεις, με την προκαταρκτική δήλωση πως η γλωσσολογία αποτελεί ιδιαίτερο επιστημονικό κλάδο μακριά από το επιστημονικό μου αντικείμενο, αλλά και τα ιδιαίτερα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα. Η γλώσσα δεν είναι μια, δεν αφορά με τον ίδιο τρόπο τα άτομα και τις κοινωνικές ομάδες, τέλος μεταβάλλεται πλάι στη δρώσα πραγματικότητα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς του αιματηρούς αγώνες μεταξύ της Καθαρεύουσας και της Δημοτικής, τις ξενόφερτες/φιλογαλλικές προσαρμογές της βλαχοαστικής τάξης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, τα Greeklish, αλλά και την αμηχανία των καθημερινών ανθρώπων όταν έχουν να συντάξουν μια απλή έκθεση προς κάποιον κρατικό οργανισμό στην «ξένη» γλώσσα της διοίκησης… Οι γλώσσες αντανακλούν μορφές ζωής! Η συγκεκριμένη διαπίστωση μοιάζει αυτονόητη στο πεδίο του στοχασμού.
Ludwig Wittgenstein στις Φιλοσοφικές Έρευνες σελ. 31-32:
«Το να φανταζόμαστε μια γλώσσα σημαίνει να φανταζόμαστε μια μορφή ζωής. (…) Τη γλώσσα μας μπορεί κανείς να τη θεωρήσει σαν μια παλιά πόλη: ένας λαβύρινθος από δρομάκια και πλατείες, παλιά και νέα σπίτια, και σπίτια με προσθήκες που έγιναν σε διάφορες εποχές, και όλα αυτά περιτριγυρισμένα από ένα πλήθος καινούργια προάστια με ίσιους και κανονικούς δρόμους και με ομοιόμορφα σπίτια».
Οι συγγραφείς της επιστολής συνδέουν ορθότατα τους όρους ζωής των φυσικών ομιλητών της Γλώσσας με τους όρους ζωής τους. Το παράδοξο όμως είναι πως ενώ οι άνθρωποι της αφήγησης έχουν ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, έναν ανάλογο κώδικα επικοινωνίας, ένα σύνολο παραστάσεων/προσλαμβανουσών/αναλυτικών εργαλείων (αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε παράδοση) έχουν μια ΜΟΡΦΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ – ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ που αφορά το σήμερα, είναι Έλληνες!!! Η εθνική συνείδηση και η ταυτότητα στα πλαίσια του Έθνους-κράτους, της νεωτερικότητας, της Ιδεολογίας και όχι της Θρησκείας ακτινώθηκε ως αναλλοίωτη ουσία στο ιστορικό παρελθόν. Η παραδοσιακή κοινωνία έχει τους δικούς της κανόνες και μορφές ιδεών. Η παράλληλη ύπαρξη αλλόγλωσσων και αλλόθρησκων κοινοτήτων στα πλαίσια του μωσαϊκού της Βαλκανικής χερσονήσου δεν μπορεί να ερμηνευτεί με γνώμονα την ομοιομορφία του Εθνικού κράτους. Η μαζική βιομηχανική παραγωγή, η καθολική δημόσια εκπαίδευση, η αστικοποίηση και οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις αποτελούν τη βάση για το σύγχρονο πολιτισμικό πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων και όχι οι φαντασιώσεις του Εθνικισμού.
Ο Ernest Gelner στο «Έθνη και Εθνικισμός» σελ. 89 θα σημειώσει:
«Δεν επιδιώκουν απλώς ένα φορολογικό πλεόνασμα και υπακοή. Διψούν για τις πολιτισμικές και γλωσσικές ψυχές των υπηκόων τους. (…) Δεν είναι αληθεια πως ο εθνικισμός επιβάλλει την ομοιογένεια ξεκινώντας από μια πεισματική πολιτισμική ανάγκη για δύναμη, στον εθνικισμό αντανακλάται η αντικειμενική ανάγκη για ομοιογένεια. (…) το νεότερο βιομηχανικό κράτος μπορεί να λειτουργήσει μόνο με έναν κινητικό, εγγράμματο, πολιτισμικά τυποποιημένο και αντικαταστάσιμο πληθυσμό».
Ιδίωμα– Διάλεκτος – Γλώσσα
Οι βαθμίδες προσέγγισης της Γλώσσες αποτελεί μόνιμη επωδό στην ερμηνεία της επικοινωνίας των ανθρώπων. Η αλήθεια αναφέρεται ξανά υπό μορφή εμβρυώδη μορφή στην επιστολή: «Ήταν και είναι ένα τοπικό ιδίωμα που δεν έχει καμία σχέση με κάποια βαλκανική επίσημη γλώσσα». Οι μορφές επικοινωνίας των απλών ανθρώπων, ανθρώπων των οποίων ο καθημερινός μόχθος και η πάλη με τα φυσικά στοιχεία για την επιβίωση κατηγοριοποιείται με το βαθμό κρατικής επισημότητας. Η αυταξία της έκφρασης των ανθρώπινων επιθυμιών, των συναισθημάτων κ.α. διαπερνάτε από την κρατική επισημότητα, την οικονομική και πολεμική ισχύ, την κρατική κυριαρχία. Τι διαφορετικό πράγμα είναι ο γραπτός λόγος στην ανθρώπινη επικοινωνία αν όχι η απαρχή της εξουσίας των ιερατείων, της απομακρυσμένης από το λαό διοίκησης και των οικονομικών ελίτ;
Η επίσημη γλώσσα συνδέεται με κάποια υψηλή κουλτούρα, ενός υψηλού πολιτισμού και μιας ανώτερης φιλολογίας. Αυτή η σύνδεση επιτυγχάνεται και ενσταλάζεται στα μέλη του έθνους μέσα από το μηχανισμό της εκπαίδευσης και τις καθημερινές πρακτικές του εθνικού κράτους. Επινοήσεις, παραγνωρίσεις, αποσιωπήσεις αποτελούν την ενδεδειγμένη οδό για κάθε εθνικισμό. Ο E.J. Hobsbawm στο «Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα» σελ. 80 σημειώνει:
«Οι εθνικές γλώσσες είναι σχεδόν πάντοτε κατά το ήμισυ τεχνητά κατασκευάσματα και περιστασιακά (…) κυριολεκτικά επινοημένες. Είναι το αντίθετο από αυτό που η εθνικιστική μυθολογία τις θεωρεί ότι είναι, δηλαδή οι αρχέγονες βάσεις του εθνικού πολιτισμού και οι μήτρες του εθνικού πνεύματος».
Η ελληνική περίπτωση είναι χαρακτηριστική, καθώς μια παγκόσμια υψηλή παράδοση γραπτής κουλτούρας και πολιτισμού (φιλοσοφίας, ιστοριογραφίας, θεάτρου, ποίησης) η οποία αγνοούνταν από τους τοπικούς πολιτισμούς την ίδια ώρα που μεσουρανούσε στο διαφωτιστικό πνεύμα και τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, «εθνικοποιήθηκε» με τις γνωστές κακοποιήσεις τους τρισχιλιόχρονου έθνους, φύλακα της Ευρώπης από τους βαρβάρους. Η είσοδος της βιολογίας του αίματος είναι εμφανής.
Αξίζει να γίνει μια μικρή αναφορά στο πρόθεμα Σλαβο-μακεδονική. Η χρήση του φυλετικού προθέματος πριν την αναφορά της Μακεδονικής συνδέεται τις περισσότερες φορές με τα κομματικά ντοκουμέντα του ΚΚΕ, κρατικές πολιτικές ή διεθνείς αποφάσεις.
Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ στο «Φυλή, Έθνος, Τάξη οι διφορούμενες ταυτότητες» σελ 159 υπογραμμίζει «Η παραγωγή της εθνικότητας σημαίνει επίσης φυλετικοποίηση της γλώσσας και ρηματοποίηση της φυλής». Τα άτομα εγκαλούνται μέσα στο πλαίσιο της γλώσσας, κάθε έγκληση υπάγεται στην τάξη του λόγου, στον κοινό κώδικα και στους κανόνες της γλώσσας. Η κοινή γλώσσα πραγματώνει, ως ένα βαθμό, το αποδεικτικό στοιχείο της «κοινής καταγωγής» ή έστω του κοινού εθνικού πολιτισμού. Η παρατήρηση πως η μητρική γλώσσα δεν είναι αναγκαστικά η γλώσσα της φυσικής μητέρας περιπλέκει ακόμη περισσότερο τους εθνικιστικούς μύθους. Έτσι έχουμε την είσοδο της κοινής καταγωγής στα όρια της φυλής, της οικογένειας του αίματος, του λαού που υπακούει στο νόμο (του κράτους ή της παράδοσης), με πλήρη αδυναμία ανοχής της εικόνας του «Εθνικού άλλου» πλάι μας. Η γλώσσα της γιαγιάς μας έγινε «σλαβό» γιατί πολύ απλά στην εθνική αφήγηση πρέπει να χαραχθούν ανυπέρβλητα σύνορα με ότι αμφισβητεί την ενιαία αφήγηση του Εθνικού υποκειμένου, του Εθνικού Χώρου και του Χρόνου.
(1) Ο ρόλος της Καθημερινής ως προπαγανδιστικού οργάνου των Μνημονίων και της Κυβερνητικής προπαγάνδας δεν απασχολεί το εν λόγω άρθρο.
Βιβλιογραφια:
-Άντερσον, Μπένεντικτ, Φαντασιακές Κοινότητες, Αθήνα, 2019: Εκδόσεις Νεφέλη
-Gellner, Ernest, Έθνη και Εθνικισμός, Αθήνα, 1992: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
-Hobsbawn, Eric, Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, Αθήνα, 1994: Εκδόσεις Καρδαμίτσα
-Μπαλιμπάρ Ετιέν, Βαλλερστάιν Ιμμανουέλ, Φυλή, Έθνος, Τάξη, Οι Διφορούμενες Ταυτότητες, Αθήνα, 1991: ΠΟΛΙΤΗΣ
-Wittgenstein, Ludwig, Φιλοσοφικές Έρευνες, Αθήνα, 1977 : Εκδόσεις Παπαζήση
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
Τζώτζης Βασίλης
Ηλεκτρολόγος Μηχανικός
Μέλος ΑΝΤΑΡΣΥΑ