Σοφίας Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας, Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Η είδηση του θανάτου του Παύλου Βαφειάδη με βρήκε σήμερα, πρωί πρωί, ζαλισμένη ακόμα από τις ανταποκρίσεις των καναλιών, για τον χιονιά που έπληξε την πρωτεύουσα, ανταποκρίσεις που ανέδειξαν, για μια ακόμα φορά, ως «μείζον πρόβλημα», αυτό που συνιστά την καθημερινότητα των κατοίκων της πόλης μας, για πολλούς μήνες κάθε χρόνο.
Είναι αλήθεια πως ο θάνατος του Παύλου με συγκίνησε, γιατί έφερε στη μνήμη μου μια ιδιαίτερα δημιουργική περίοδο της ζωής μου, όταν έκανα για πρώτη φορά τα βήματά μου στα κοινά της πόλης. Ήμουν ακόμα φοιτήτρια, όταν ο Παύλος με προσέγγισε, προτείνοντάς μου να πάρω μέρος στο Συμβούλιο του Αριστοτέλη και να συνεργαστούμε στο εκδοτικό τμήμα του Συλλόγου, που είχε περιέλθει σε παρακμή, παρά το έντονα δημιουργικό παρελθόν του. Δεν ξέρω τι ακριβώς με έκανε να πω το ναι. Θυμάμαι μόνο πως ο ίδιος είχε μια ιδιαίτερη επιμονή στην χροιά της φωνής του και ένα όραμα για να ξαναδημιουργήσει εκείνες τις λειτουργίες του Συλλόγου που είχαν χαθεί μέσα στη ροή του χρόνου και των συγκυριών. Μια επιμονή που με παρέσυρε, με ταξίδευσε και με έπεισε.
Η συνεργασία μας εξελίχτηκε ιδιαίτερα θετικά, γιατί ο Παύλος είχε το χάρισμα να προσεγγίζει τους ανθρώπους χωρίς εγωκεντρικές κορώνες, με σεβασμό σε ό,τι ο καθένας αντιπροσώπευε. Και ίσως αυτό ακριβώς να τον ανέδειξε σε έναν από τους πιο πετυχημένους Προέδρους του Συλλόγου: η συναίσθηση των ορίων του. Αναφέρομαι σε αυτό το χάρισμά του με σεβασμό, γιατί συνάντησα έκτοτε πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου που επιχείρησαν να οικειοποιηθούν τον μόχθο των άλλων, να ανέβουν πατώντας στην δουλειά των άλλων και εντέλει να μην διαθέτουν, ούτε καν στο τέλος, το χάρισμα της αυτοκριτικής ή την ικανότητα της αυτογνωσίας.
Ο Παύλος ήταν ο Πρόεδρος που εξισορροπούσε τις αντιθέσεις, τις διαμάχες για την εξουσία, αυτός που αφομοίωνε τις εντάσεις και άφηνε να εξελιχτούν οι προσωπικές στρατηγικές επ’ ωφελεία του σκοπού του, που δεν ήταν άλλος από την πρόοδο του Συλλόγου. Ο ίδιος είχε θητεύσει από μικρός στον Αριστοτέλη, την εποχή που κουβαλούσε μέσα του την ορφάνια του και τον θάνατο του πατέρα του από τις αρχές Κατοχής. Όπως μου είχε εξομολογηθεί τότε, λάτρευε το θέατρο, έπαιρνε μέρος ως ηθοποιός στις θεατρικές παραστάσεις του Συλλόγου και γνώριζε όλες τις πτυχές της δράσης του. Όταν ανδρώθηκε, είχε πια μια δική του κατασταλαγμένη άποψη για την συμβολή του Συλλόγου στον πολιτισμό και στην ανάπτυξη της Φλώρινας. Και κουβαλούσε ένα δικό του όραμα, για το τι συνιστούσε την πρόοδο αυτή.
Έγινε Πρόεδρος του Αριστοτέλη σε μια στιγμή που το αίτημα για την αναβάθμιση του Συλλόγου πρόβαλε επιτακτικό. Τα τμήματά του ήταν ανύπαρκτα, εκτός από την θαλερή παρουσία της χορωδίας του Δημοσθένη Μούσιου που εκπροσωπούσε τον Σύλλογο, σε όλες τις εκδηλώσεις και εκτός από την ακμαία και μαζική συμμετοχή σημαντικού μέρους της νεολαίας της πόλης και του νομού στο χορευτικό τμήμα του, κάτι που θα πρέπει να αποδώσουμε, από τη μια στη διδασκαλία του Γρηγόρη Κετσετζή και από την άλλη στην αναδυόμενη τότε πολλαπλασιαστικά συμμετοχή του τωρινού Καθηγητή Πανεπιστημίου Γιάννη Μάνου.
Επομένως, ο Αριστοτέλης έπρεπε, κατά τον νέο Πρόεδρο, να αναλάβει μεγαλύτερο κομμάτι από την πολιτισμική πίτα της περιοχής. Και ο Βαφειάδης είχε αποφασίσει, παρέα με τον αειθαλή Σταύρο Σταυριανόπουλο, να ανασυστήσουν και εκείνα τα τμήματα του Συλλόγου που αποτελούσαν τις παλιές δόξες του: Πρώτος στόχος ήταν το εκδοτικό τμήμα, με το περιοδικό του Συλλόγου που είχε πρωτοεκδοθεί το 1951 και ύστερα με την εφημερίδα του Συλλόγου, η οποία θα παρακολουθούσε τις εξελίξεις στο Μακεδονικό Ζήτημα που σοβούσε τότε και θα αναδείκνυε τις δράσεις των τμημάτων εν τω συνόλω. Και εδώ ακριβώς ήταν που είχα κληθεί να πάρω μέρος εγώ. Ύστερα, το όραμα Βαφειάδη περιλάμβανε την αναδιοργάνωση της Βιβλιοθήκηε, του Θεατρικού, του Τμήματος Φωτογραφίας, της διδασκαλίας της Μουσικής και του Σχεδίου.
Για να πετύχει τους στόχους του δεν δίστασε να κάνει προσκλήσεις σε ανθρώπους που πίστευε πως η συνεργασία μαζί τους θα απέφερε αποτελέσματα. Και πραγματικά, πέτυχε να διαμορφώσει ένα Συμβούλιο πολλά υποσχόμενο. Επειδή μάλιστα όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, επισημαίνω πως αποδείχτηκε ότι το καθένα από τα μέλη του τότε Συμβουλίου μπορούσε να συνεισφέρει αποτελεσματικά στον τομέα που είχε οριστεί να διακονήσει. Και για του λόγου το αληθές τονίζω ότι ο Παύλος εξασφάλισε την ενεργή συμμετοχή όλων, όχι επειδή προσπάθησε να μας χειραγωγήσει. Συνέβαινε κυρίως το αντίθετο, μας σεβόταν, μας προστάτευε ως νεότερους και μας ενθάρρυνε. Και αυτό λειτουργούσε θετικά, έτσι ώστε και ο ίδιος να το εισπράττει ως αποδοχή από την κοινωνία. Συλλειτουργούσαμε, μας καμάρωνε, αλώναμε στόχους, μας παίνευε και το προσλαμβάναμε και εμείς, σε μια νεανική περίοδο που δεν είχαμε διαμορφώσει ακόμα την προσωπική μας ιστορία και την σχέση μας με τα κοινωνικά δρώμενα. Να τονίσω μάλιστα εδώ πως ο ίδιος δεν ένιωθε πως απειλούσαμε την δόξα του ως Προέδρου, με τις όποιες επιτυχίες μας, ούτε επιχείρησε ποτέ να οικειοποιηθεί την όποια επιτυχία μας, ή τέλος-τέλος να την μετασχηματίσει σε πολιτική δυναμική, όπως το έκαναν πολλοί άλλοι, μερικές φορές με λιγότερα χαρίσματα ή προσόντα. Του αρκούσε που ο Σύλλογος πήγαινε καλά. Και αυτό ήταν η ανταμοιβή του.
Ακόμα και αργότερα, όταν ο καθένας από εμάς, ακολουθώντας την προσωπική του διαδρομή, έφτασε κάπου, μακριά ή κοντά στα όνειρά του, αδιάφορο, ο Παύλος ήταν για μας πάντα εκεί, για να μας συγχαρεί για τις επιτυχίες μας, ή για να συζητήσει μαζί μας, σε περιόδους κρίσης. Και αυτό πραγματικά με συγκινούσε τότε και εξακολουθεί να με συγκινεί τώρα, που τον ανακαλώ στη μνήμη μου.
Κλείνοντας, θα αναφέρω ότι, όπως όλοι οι άνθρωποι γύρω μας, έτσι και ο Παύλος ο Βαφειάδης είχε πολλαπλούς ρόλους: ήταν τραπεζιτικός, σύζυγος, πατέρας, αδερφός, παππούς και ένα σωρό άλλα. Εκείνη όμως η ιδιότητα που θα τον χαρακτηρίζει πάντοτε στην σκέψη όλων ημών θα είναι μία:
«Ο Παύλος είναι ένας από εκείνους που υπήρξαν Πρόεδροι του Αριστοτέλη με Π κεφαλαίο».
Καλό ταξίδι Παύλο.